Királyok második könyve 11
12345678910111213141516171819202122232425
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Amikor aztán Atália, Ahaszja anyja, megtudta, hogy a fia meghalt, felkelt s megölette az összes királyi ivadékot. | 1 και γοθολια η μητηρ οχοζιου ειδεν οτι απεθανον οι υιοι αυτης και απωλεσεν παν το σπερμα της βασιλειας |
2 Jósába, Jórám király lánya, Ahaszja nővére, azonban vette Joást, Ahaszja fiát és ellopta a király megölésre szánt fiai közül dajkájával együtt az ágyasházból s elrejtette Atália elől, hogy meg ne öljék. | 2 και ελαβεν ιωσαβεε θυγατηρ του βασιλεως ιωραμ αδελφη οχοζιου τον ιωας υιον αδελφου αυτης και εκλεψεν αυτον εκ μεσου των υιων του βασιλεως των θανατουμενων αυτον και την τροφον αυτου εν τω ταμιειω των κλινων και εκρυψεν αυτον απο προσωπου γοθολιας και ουκ εθανατωθη |
3 Hat esztendeig aztán magánál rejtegette az Úr házában, miközben Atália uralkodott az országon. | 3 και ην μετ' αυτης εν οικω κυριου κρυβομενος εξ ετη και γοθολια βασιλευουσα επι της γης |
4 A hetedik esztendőben aztán elküldött Jojáda, s magához hozatta a századosokat s a vitézeket, bevitte őket magához az Úr templomába, és szövetséget kötött velük s megeskette őket az Úr házában. Majd megmutatta nekik a király fiát, | 4 και εν τω ετει τω εβδομω απεστειλεν ιωδαε ο ιερευς και ελαβεν τους εκατονταρχους τον χορρι και τον ρασιμ και απηγαγεν αυτους προς αυτον εις οικον κυριου και διεθετο αυτοις διαθηκην κυριου και ωρκισεν αυτους ενωπιον κυριου και εδειξεν αυτοις ιωδαε τον υιον του βασιλεως |
5 s parancsolt nekik: »Ezt kell tennetek: | 5 και ενετειλατο αυτοις λεγων ουτος ο λογος ον ποιησετε το τριτον εξ υμων εισελθετω το σαββατον και φυλαξετε φυλακην οικου του βασιλεως εν τω πυλωνι |
6 Ha szombaton szolgálatba léptek, harmadrészetek lássa el a királyi palota őrizetét, harmadrészetek legyen a Szúr kapunál s harmadrészetek a pajzsosok laktanyája mögött levő kapunál s lássátok el váltakozva a templom őrizetét. | 6 και το τριτον εν τη πυλη των οδων και το τριτον της πυλης οπισω των παρατρεχοντων και φυλαξετε την φυλακην του οικου |
7 Két rész eddig közületek, vagyis mindazok, akik szombaton a szolgálatból kilépnek, lássák el az Úr házának őrizetét a király körül. | 7 και δυο χειρες εν υμιν πας ο εκπορευομενος το σαββατον και φυλαξουσιν την φυλακην οικου κυριου προς τον βασιλεα |
8 Vegyétek őt körül fegyverrel kezetekben – ha valaki behatol a templom elkerített részébe –, öljétek meg, s legyetek a király körül jártában-keltében.« | 8 και κυκλωσατε επι τον βασιλεα κυκλω ανηρ και το σκευος αυτου εν χειρι αυτου και ο εισπορευομενος εις τα σαδηρωθ αποθανειται και εγενετο μετα του βασιλεως εν τω εκπορευεσθαι αυτον και εν τω εισπορευεσθαι αυτον |
9 A századosok egészen úgy is cselekedtek, ahogy Jojáda pap parancsolta nekik: mindegyik maga mellé vette embereit, azokat, akik szombaton szolgálatba léptek, azokkal együtt, akik szombaton a szolgálatból kiléptek s elmentek Jojáda paphoz, | 9 και εποιησαν οι εκατονταρχοι παντα οσα ενετειλατο ιωδαε ο συνετος και ελαβεν ανηρ τους ανδρας αυτου τους εισπορευομενους το σαββατον μετα των εκπορευομενων το σαββατον και εισηλθεν προς ιωδαε τον ιερεα |
10 az pedig odaadta nekik Dávid király dárdáit s fegyvereit, amelyek az Úr házában voltak. | 10 και εδωκεν ο ιερευς τοις εκατονταρχαις τους σειρομαστας και τους τρισσους του βασιλεως δαυιδ τους εν οικω κυριου |
11 Aztán felálltak, mindenki fegyverrel a kezében, a templom jobb oldalától az oltár és a templom bal oldaláig a király körül. | 11 και εστησαν οι παρατρεχοντες ανηρ και το σκευος αυτου εν τη χειρι αυτου απο της ωμιας του οικου της δεξιας εως της ωμιας του οικου της ευωνυμου του θυσιαστηριου και του οικου επι τον βασιλεα κυκλω |
12 Erre ő kivezette a királyfit, rátette a koronát s a bizonyságot, aztán királlyá tették és felkenték s tapsolva mondták: »Éljen a király.« | 12 και εξαπεστειλεν τον υιον του βασιλεως και εδωκεν επ' αυτον το νεζερ και το μαρτυριον και εβασιλευσεν αυτον και εχρισεν αυτον και εκροτησαν τη χειρι και ειπαν ζητω ο βασιλευς |
13 Amint Atália meghallotta a futkosó nép lármáját, bement a sokasághoz az Úr templomába. | 13 και ηκουσεν γοθολια την φωνην των τρεχοντων του λαου και εισηλθεν προς τον λαον εις οικον κυριου |
14 Amikor látta, hogy a király az emelvényen áll, amint szokás, mellette énekesek és trombitások s a föld egész népe ujjong és trombitál, megszaggatta ruháit és kiáltotta: »Összeesküvés, összeesküvés!« | 14 και ειδεν και ιδου ο βασιλευς ειστηκει επι του στυλου κατα το κριμα και οι ωδοι και αι σαλπιγγες προς τον βασιλεα και πας ο λαος της γης χαιρων και σαλπιζων εν σαλπιγξιν και διερρηξεν γοθολια τα ιματια εαυτης και εβοησεν συνδεσμος συνδεσμος |
15 Erre Jojáda pap parancsolt azoknak a századosoknak, akik a sereg parancsnokai voltak és azt mondta nekik: »Vezessétek ki őt a templom bekerített részéből, s aki utána megy, öljétek meg kardotokkal.« Azt mondotta ugyanis a pap: »Ne az Úr templomában öljétek meg.« | 15 και ενετειλατο ιωδαε ο ιερευς τοις εκατονταρχαις τοις επισκοποις της δυναμεως και ειπεν προς αυτους εξαγαγετε αυτην εσωθεν των σαδηρωθ και ο εισπορευομενος οπισω αυτης θανατω θανατωθησεται ρομφαια οτι ειπεν ο ιερευς και μη αποθανη εν οικω κυριου |
16 Erre kezet vetettek rá s kituszkolták azon az úton, amelyen a lovak a palotába járnak s ott megölték. | 16 και επεθηκαν αυτη χειρας και εισηλθεν οδον εισοδου των ιππων οικου του βασιλεως και απεθανεν εκει |
17 Aztán Jojáda szövetséget szerzett az Úr között meg a király és a nép között, hogy az Úr népe lesznek; és a király meg a nép között. | 17 και διεθετο ιωδαε διαθηκην ανα μεσον κυριου και ανα μεσον του βασιλεως και ανα μεσον του λαου του ειναι εις λαον τω κυριω και ανα μεσον του βασιλεως και ανα μεσον του λαου |
18 Erre bement a föld egész népe Baál templomába s lerontották oltárait s teljesen összetörték képeit, Mattánt, Baál papját pedig megölték az oltár előtt. Aztán a pap őrséget rendelt az Úr házába, | 18 και εισηλθεν πας ο λαος της γης εις οικον του βααλ και κατεσπασαν αυτον και τα θυσιαστηρια αυτου και τας εικονας αυτου συνετριψαν αγαθως και τον ματθαν τον ιερεα του βααλ απεκτειναν κατα προσωπον των θυσιαστηριων και εθηκεν ο ιερευς επισκοπους εις τον οικον κυριου |
19 majd vette a századosokat meg a keretiek és feletiek seregeit s a föld egész népét s levitték a királyt az Úr házából s a pajzsosok kapujának útján át bevonultak a palotába s az beült a királyok székébe. | 19 και ελαβεν τους εκατονταρχους και τον χορρι και τον ρασιμ και παντα τον λαον της γης και κατηγαγον τον βασιλεα εξ οικου κυριου και εισηλθεν οδον πυλης των παρατρεχοντων οικου του βασιλεως και εκαθισαν αυτον επι του θρονου των βασιλεων |
20 Erre a föld egész népe örvendezett s a város nyugodt maradt, pedig Atáliát megölték karddal a király házában. | 20 και εχαρη πας ο λαος της γης και η πολις ησυχασεν και την γοθολιαν εθανατωσαν εν ρομφαια εν οικω του βασιλεως |