Sámuel második könyve 9
123456789101112131415161718192021222324
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Majd azt mondta Dávid: »Van-e még valaki életben Saul házából, hogy irgalmasságot cselekedhetnék vele Jonatánért?« | 1 και ειπεν δαυιδ ει εστιν ετι υπολελειμμενος τω οικω σαουλ και ποιησω μετ' αυτου ελεος ενεκεν ιωναθαν |
2 Volt pedig Saul házában egy rabszolga, akit Szíbának hívtak. Ezt magához hívatta a király, és megkérdezte tőle: »Te vagy-e az a Szíba?« Ő azt felelte: »Én vagyok az, a te szolgád.« | 2 και εκ του οικου σαουλ παις ην και ονομα αυτω σιβα και καλουσιν αυτον προς δαυιδ και ειπεν προς αυτον ο βασιλευς ει συ ει σιβα και ειπεν εγω δουλος σος |
3 Azt mondta erre a király: »Van-e még valaki életben Saul házából, hogy Isten irgalmát cselekedhetném vele?« Szíba azt felelte a királynak: »Jonatán béna lábú fia még életben van.« | 3 και ειπεν ο βασιλευς ει υπολελειπται εκ του οικου σαουλ ετι ανηρ και ποιησω μετ' αυτου ελεος θεου και ειπεν σιβα προς τον βασιλεα ετι εστιν υιος τω ιωναθαν πεπληγως τους ποδας |
4 A király megkérdezte: »Hol van?« Szíba azt felelte a királynak: »Íme, Mákirnak, Ammiel fiának a házában, Lodabárban van.« | 4 και ειπεν ο βασιλευς που ουτος και ειπεν σιβα προς τον βασιλεα ιδου εν οικω μαχιρ υιου αμιηλ εκ της λαδαβαρ |
5 Elküldött tehát Dávid király, s elhozatta Mákirnak, Ammiel fiának házából, Lodabárból. | 5 και απεστειλεν ο βασιλευς δαυιδ και ελαβεν αυτον εκ του οικου μαχιρ υιου αμιηλ εκ της λαδαβαρ |
6 Amikor aztán Meribbaál, Jonatánnak, Saul fiának a fia Dávidhoz érkezett, arcra vetette és meghajtotta magát. Dávid megszólította: »Meribbaál!« Ő azt felelte: »Itt vagyok, én, a te szolgád.« | 6 και παραγινεται μεμφιβοσθε υιος ιωναθαν υιου σαουλ προς τον βασιλεα δαυιδ και επεσεν επι προσωπον αυτου και προσεκυνησεν αυτω και ειπεν αυτω δαυιδ μεμφιβοσθε και ειπεν ιδου ο δουλος σου |
7 Azt mondta ekkor neki Dávid: »Ne félj, mert irgalmasságot cselekszem veled Jonatánért, az apádért. Visszaadom neked atyádnak, Saulnak minden földjét, és asztalomnál fogsz étkezni mindenkor.« | 7 και ειπεν αυτω δαυιδ μη φοβου οτι ποιων ποιησω μετα σου ελεος δια ιωναθαν τον πατερα σου και αποκαταστησω σοι παντα αγρον σαουλ πατρος του πατρος σου και συ φαγη αρτον επι της τραπεζης μου δια παντος |
8 Erre ő meghajtotta magát előtte és azt mondta: »Ki vagyok én, szolgád, hogy a magamfajta holt ebre tekintettél?« | 8 και προσεκυνησεν μεμφιβοσθε και ειπεν τις ειμι ο δουλος σου οτι επεβλεψας επι τον κυνα τον τεθνηκοτα τον ομοιον εμοι |
9 Odaszólította erre a király Szíbát, Saul legényét, és azt mondta neki: »Mindazt, ami Saulé volt, egész házát, urad fiának adtam. | 9 και εκαλεσεν ο βασιλευς σιβα το παιδαριον σαουλ και ειπεν προς αυτον παντα οσα εστιν τω σαουλ και ολω τω οικω αυτου δεδωκα τω υιω του κυριου σου |
10 Műveld meg tehát neki fiaiddal és szolgáiddal a földet, s takarítsd be urad fiának az eleséget, hogy ellátása legyen, maga Meribbaál, urad fia azonban mindenkor asztalomnál étkezzen!« – Tizenöt fia és húsz szolgája volt Szíbának. – | 10 και εργα αυτω την γην συ και οι υιοι σου και οι δουλοι σου και εισοισεις τω υιω του κυριου σου αρτους και εδεται αυτους και μεμφιβοσθε υιος του κυριου σου φαγεται δια παντος αρτον επι της τραπεζης μου και τω σιβα ησαν πεντεκαιδεκα υιοι και εικοσι δουλοι |
11 Azt mondta erre Szíba a királynak: »Úgy fog cselekedni szolgád, uram király, ahogy szolgádnak megparancsoltad!« Meribbaál tehát az asztalánál evett, mint a király fiainak egyike. | 11 και ειπεν σιβα προς τον βασιλεα κατα παντα οσα εντεταλται ο κυριος μου ο βασιλευς τω δουλω αυτου ουτως ποιησει ο δουλος σου και μεμφιβοσθε ησθιεν επι της τραπεζης δαυιδ καθως εις των υιων του βασιλεως |
12 Meribbaálnak volt egy kisfia, akit Míkának hívtak, ettől kezdve Szíba házának egész közössége Meribbaálnak szolgált. | 12 και τω μεμφιβοσθε υιος μικρος και ονομα αυτω μιχα και πασα η κατοικησις του οικου σιβα δουλοι του μεμφιβοσθε |
13 Meribbaál Jeruzsálemben lakott, mert állandóan a király asztalánál étkezett. Mindkét lábára sánta volt. | 13 και μεμφιβοσθε κατωκει εν ιερουσαλημ οτι επι της τραπεζης του βασιλεως δια παντος ησθιεν και αυτος ην χωλος αμφοτεροις τοις ποσιν αυτου |