Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 44


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 József ezután megparancsolta a háza felügyelőjének: »Töltsd meg zsákjaikat gabonával, amennyi csak fér beléjük, s tedd mindegyikük pénzét a zsákja szájába.1 Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου?
2 A legfiatalabbnak a zsákja szájába pedig tedd be az ezüstpoharamat, és azt a pénzt, amelyet a gabonáért adott!« Úgy is történt.2 και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
3 Hajnalhasadtakor aztán elbocsátották őket szamaraikkal együtt.3 Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
4 Amikor kiértek a városból és haladtak egy keveset, József hívatta háza felügyelőjét, és azt mondta neki: »Kelj fel, menj azok után a férfiak után, és ha utolérted őket, mondd nekik: Miért fizettetek rosszal a jóért?4 Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων? και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
5 Az a pohár, amelyet elloptatok, uram ivópohara, abból szokott jósolni! Nagyon nagy gonoszságot műveltetek!«5 δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
6 Az úgy tett, ahogy József megparancsolta, és amikor utolérte őket, az utasítás szerint beszélt hozzájuk.6 Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
7 Ők azt felelték: »Miért mondja ezt a mi urunk, mintha szolgáid ekkora vétket követtek volna el?7 Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα?
8 Azt a pénzt, amit a zsákjaink szájában találtunk, Kánaán földjéről visszahoztuk neked: hogyan loptunk volna tehát aranyat vagy ezüstöt urad házából?8 ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
9 Ha szolgáid közül bárkinél előkerül, amit keresel, az haljon meg, mi pedig rabszolgái leszünk urunknak!«9 εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
10 Ő azt mondta nekik: »Legyen, ahogy állítjátok! De ha bárkinél előkerül, az rabszolgám lesz, ti pedig sértetlenek maradtok.«10 Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε? εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
11 Erre mindegyik sietve lerakta zsákját a földre, és kinyitotta.11 Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
12 Ő végigkutatta mindegyiket, a legnagyobbtól kezdve a legkisebbig, és Benjamin zsákjában megtalálta a poharat.12 Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον? και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
13 Erre megszaggatták ruháikat, újra felrakodtak a szamarakra, és visszatértek a városba.13 Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
14 Júda a testvéreivel együtt bement Józsefhez – ő ugyanis még nem távozott el arról a helyről –, és mindnyájan a földre vetették magukat előtte.14 Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει? και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
15 Ő azt mondta nekik: »Miért tettétek ezt? Nem tudjátok, hogy nincs hozzám hasonló a jósolás tudományában?«15 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
16 Júda azt válaszolta neki: »Mit feleljünk uramnak, mit szóljunk, vagy mit hozhatnánk fel mentségünkre? Isten feltárta szolgáid vétségét. Íme, mindannyian rabszolgái vagyunk uramnak: mi is, és az is, akinél megkerült a pohár!«16 Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου? ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
17 József azt felelte: »Távol álljon tőlem, hogy így cselekedjek! Aki a poharat ellopta, az legyen a rabszolgám, ti pedig menjetek szabadon atyátokhoz!«17 Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο? ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος? σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
18 Júda ekkor közelebb járult és bizakodva így szólt: »Kérlek, uram, hadd szóljon szolgád egy szót a füledbe, és ne haragudj meg szolgádra, hiszen olyan vagy, mint a fáraó!18 Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου? ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου? διοτι συ εισαι ως Φαραω.
19 Az én uram a múltkor azt kérdezte szolgáitól: ‘Van-e atyátok vagy testvéretek?’19 Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
20 Mi azt feleltük uramnak: Van egy idős apánk és egy kisöcsénk, aki az ő öregségében született. Az édes testvére meghalt, így egyedül ő maradt meg anyjától, és az apja igen szereti.20 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε? και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
21 Ekkor te azt mondtad szolgáidnak: ‘Hozzátok el hozzám, hadd lássam őt!’21 Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
22 Mi kijelentettük uramnak: Nem hagyhatja el az a gyermek az apját, mert ha elhagyja, meghal az apja.22 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
23 Te azonban azt mondtad szolgáidnak: ‘Ha el nem jön veletek legkisebb öcsétek, ne kerüljetek többé a színem elé!’23 Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
24 Amikor tehát felmentünk szolgádhoz, az apánkhoz, elbeszéltünk neki mindent, amit uram mondott.24 Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
25 Amikor aztán azt mondta apánk: ‘Menjetek el ismét, és vegyetek egy kis gabonát nekünk,’25 Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
26 mi azt mondtuk neki: Nem mehetünk. Ha eljön velünk legkisebb öcsénk, vele együtt elmegyünk. Mert ha ő nem lesz velünk, nem merünk annak az embernek a színe elé kerülni.26 Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν? εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ' ημων, τοτε θελομεν καταβη? διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ' ημων.
27 Erre ő azt felelte: ‘Tudjátok, hogy csak kettőt szült nekem ez a feleségem.27 Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου?
28 Az egyik elment tőlem, és így szóltam: Fenevad falta fel! És mindeddig nem került elő.28 και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου? και δεν ειδον αυτον εως του νυν?
29 Ha ezt is elviszitek, és valami éri az úton, ősz fejemet bánatával juttatjátok az alvilágba.’29 εαν δε λαβητε και τουτον απ' εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
30 Ha tehát én most elmegyek szolgádhoz, az apánkhoz, és hiányzik a fiú – mivel az ő lelke ennek a lelkén csüng –,30 Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ' ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
31 amikor meglátja, hogy nincs velünk, meghal, és ősz fejét bánatával juttatják szolgáid az alvilágba.31 καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
32 A gyermek helyett hadd legyek én a rabszolgád, aki kezességet vállaltam apámnál ezekkel a szavakkal: Ha vissza nem hozom, bűnös legyek atyám előtt minden időre!32 Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
33 Hadd maradjak tehát én, a te szolgád, a gyermek helyett uram szolgálatában, a gyermek pedig hadd menjen fel testvéreivel!33 Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου?
34 Úgysem tudnék visszatérni apámhoz e gyermek nélkül, hogy ne legyek tanúja a bajnak, amely alatt összeroskad az apám!«34 διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ' εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.