Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 43


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Közben az éhínség egyre súlyosabb lett az egész vidéken.1 ο δε λιμος ενισχυσεν επι της γης
2 Amikor tehát elfogyasztották az élelmet, amelyet Egyiptomból hoztak, Jákob így szólt a fiaihoz: »Menjetek el ismét, vegyetek nekünk egy kis eleséget!«2 εγενετο δε ηνικα συνετελεσαν καταφαγειν τον σιτον ον ηνεγκαν εξ αιγυπτου και ειπεν αυτοις ο πατηρ αυτων παλιν πορευθεντες πριασθε ημιν μικρα βρωματα
3 Júda azt felelte: »Meghagyta nékünk az az ember, és esküvel is megerősítette, hogy ‘ne kerüljetek a színem elé, ha el nem hozzátok magatokkal legkisebb öcséteket!’3 ειπεν δε αυτω ιουδας λεγων διαμαρτυρια διαμεμαρτυρηται ημιν ο ανθρωπος λεγων ουκ οψεσθε το προσωπον μου εαν μη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων η
4 Ha tehát el akarod őt engedni velünk, akkor elmegyünk ismét, és megvesszük neked, amire szükség van.4 ει μεν ουν αποστελλεις τον αδελφον ημων μεθ' ημων καταβησομεθα και αγορασωμεν σοι βρωματα
5 Ha azonban nem akarod, nem megyünk, mert az az ember, mint ahogy már sokszor mondtuk, meghagyta nekünk: ‘Ne kerüljetek a színem elé legkisebb öcsétek nélkül!’«5 ει δε μη αποστελλεις τον αδελφον ημων μεθ' ημων ου πορευσομεθα ο γαρ ανθρωπος ειπεν ημιν λεγων ουκ οψεσθε μου το προσωπον εαν μη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων η
6 Izrael azt felelte nekik: »Hogy bajt szerezzetek vele nekem, azért mondtátok el neki, hogy van még egy öcsétek.«6 ειπεν δε ισραηλ τι εκακοποιησατε με αναγγειλαντες τω ανθρωπω ει εστιν υμιν αδελφος
7 Ám azok azt felelték: »Az az ember kérdezett ki sorban nemzetségünkről: hogy él-e az apánk, hogy van-e még testvérünk. Ezért feleltünk mi neki annak megfelelően, amit kérdezett. Tudhattuk-e, hogy azt fogja mondani: ‘Hozzátok el magatokkal öcséteket?’«7 οι δε ειπαν ερωτων επηρωτησεν ημας ο ανθρωπος και την γενεαν ημων λεγων ει ετι ο πατηρ υμων ζη ει εστιν υμιν αδελφος και απηγγειλαμεν αυτω κατα την επερωτησιν ταυτην μη ηδειμεν ει ερει ημιν αγαγετε τον αδελφον υμων
8 Júda ekkor így szólt az apjához, Izraelhez: »Engedd el velem a gyermeket, hadd menjünk, hogy életben maradhassunk, és meg ne haljunk, mi és a gyermekeink!8 ειπεν δε ιουδας προς ισραηλ τον πατερα αυτου αποστειλον το παιδαριον μετ' εμου και ανασταντες πορευσομεθα ινα ζωμεν και μη αποθανωμεν και ημεις και συ και η αποσκευη ημων
9 Felelek én a gyermekért: az én kezemből kérd őt számon! Ha vissza nem hozom és vissza nem adom neked, bűnös legyek előtted minden időre!9 εγω δε εκδεχομαι αυτον εκ χειρος μου ζητησον αυτον εαν μη αγαγω αυτον προς σε και στησω αυτον εναντιον σου ημαρτηκως εσομαι προς σε πασας τας ημερας
10 Ha ez a huzavona közbe nem jön, már kétszer is visszajöttünk volna!«10 ει μη γαρ εβραδυναμεν ηδη αν υπεστρεψαμεν δις
11 Izrael, az apjuk azt mondta erre nekik: »Ha így kell lennie, tegyétek hát meg, amit akartok! Tegyetek edényeitekbe e föld legkiválóbb gyümölcseiből, s vigyétek el ajándékul annak az embernek: egy kis gyantát és mézet, szóraxot, mirhazsengét, terebintdiót és mandulát!11 ειπεν δε αυτοις ισραηλ ο πατηρ αυτων ει ουτως εστιν τουτο ποιησατε λαβετε απο των καρπων της γης εν τοις αγγειοις υμων και καταγαγετε τω ανθρωπω δωρα της ρητινης και του μελιτος θυμιαμα και στακτην και τερεμινθον και καρυα
12 Pénzt meg kétannyit vigyetek magatokkal! Azt is vigyétek vissza, amit a zsákotokban találtatok, hátha tévedés történt!12 και το αργυριον δισσον λαβετε εν ταις χερσιν υμων το αργυριον το αποστραφεν εν τοις μαρσιπποις υμων αποστρεψατε μεθ' υμων μηποτε αγνοημα εστιν
13 Aztán vigyétek öcséteket is, és menjetek el ahhoz az emberhez!13 και τον αδελφον υμων λαβετε και ανασταντες καταβητε προς τον ανθρωπον
14 Az én mindenható Istenem pedig tegye őt könyörületessé hozzátok, hogy visszabocsássa veletek fogságban levő testvéreteket, és ezt a Benjamint is. Én magam meg így maradok, elárvultan, gyermek nélkül!«14 ο δε θεος μου δωη υμιν χαριν εναντιον του ανθρωπου και αποστειλαι τον αδελφον υμων τον ενα και τον βενιαμιν εγω μεν γαρ καθα ητεκνωμαι ητεκνωμαι
15 Fogták erre a férfiak az ajándékot, a kétszerannyi pénzt és Benjamint, lementek Egyiptomba, és József elé álltak.15 λαβοντες δε οι ανδρες τα δωρα ταυτα και το αργυριον διπλουν ελαβον εν ταις χερσιν αυτων και τον βενιαμιν και ανασταντες κατεβησαν εις αιγυπτον και εστησαν εναντιον ιωσηφ
16 Amikor József meglátta őket és velük Benjamint, megparancsolta háza felügyelőjének: »Vezesd be ezeket az embereket a házba, aztán vágj állatot, és készíts lakomát, mert velem fognak enni délben!«16 ειδεν δε ιωσηφ αυτους και τον βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν τω επι της οικιας αυτου εισαγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον θυματα και ετοιμασον μετ' εμου γαρ φαγονται οι ανθρωποι αρτους την μεσημβριαν
17 Az teljesítette a parancsot, és bevezette a férfiakat József házába.17 εποιησεν δε ο ανθρωπος καθα ειπεν ιωσηφ και εισηγαγεν τους ανθρωπους εις τον οικον ιωσηφ
18 Azok pedig megrettentek ott, és azt mondták egymásnak: »Bizonyosan a pénz miatt hoztak be minket ide, amelyet a múltkor visszavittünk zsákjainkban, hogy hamis vád alapja legyen, és erőszakos módon rabszolgaságra vessenek minket is, szamarainkat is.«18 ιδοντες δε οι ανθρωποι οτι εισηχθησαν εις τον οικον ιωσηφ ειπαν δια το αργυριον το αποστραφεν εν τοις μαρσιπποις ημων την αρχην ημεις εισαγομεθα του συκοφαντησαι ημας και επιθεσθαι ημιν του λαβειν ημας εις παιδας και τους ονους ημων
19 Azért még az ajtóban a ház felügyelője elé járultak,19 προσελθοντες δε προς τον ανθρωπον τον επι του οικου ιωσηφ ελαλησαν αυτω εν τω πυλωνι του οικου
20 és azt mondták: »Kérünk, uram, hallgass meg minket! A múltkor egyszer itt voltunk már eleséget venni.20 λεγοντες δεομεθα κυριε κατεβημεν την αρχην πριασθαι βρωματα
21 A vásárlás után, amikor a szállásra értünk, kinyitottuk zsákjainkat, és a pénzt a zsákok szájában találtuk. Most súlyban visszahoztuk azt,21 εγενετο δε ηνικα ηλθομεν εις το καταλυσαι και ηνοιξαμεν τους μαρσιππους ημων και τοδε το αργυριον εκαστου εν τω μαρσιππω αυτου το αργυριον ημων εν σταθμω απεστρεψαμεν νυν εν ταις χερσιν ημων
22 sőt más pénzt is hoztunk, hogy vegyünk, amire szükségünk van. Nem tudjuk, ki tette azt a zsákjainkba!«22 και αργυριον ετερον ηνεγκαμεν μεθ' εαυτων αγορασαι βρωματα ουκ οιδαμεν τις ενεβαλεν το αργυριον εις τους μαρσιππους ημων
23 Ám az így felelt: »Béke veletek, ne féljetek! Istenetek és atyátok Istene adta nektek azt a kincset zsákjaitokba. A pénzt ugyanis, amit nekem adtatok, én igazolom.« Aztán kivezette hozzájuk Simeont,23 ειπεν δε αυτοις ιλεως υμιν μη φοβεισθε ο θεος υμων και ο θεος των πατερων υμων εδωκεν υμιν θησαυρους εν τοις μαρσιπποις υμων το δε αργυριον υμων ευδοκιμουν απεχω και εξηγαγεν προς αυτους τον συμεων
24 és bevitte őket a házba. Vizet hozott, hogy mossák meg a lábukat, és abrakot adott szamaraiknak.24 και ηνεγκεν υδωρ νιψαι τους ποδας αυτων και εδωκεν χορτασματα τοις ονοις αυτων
25 Ők pedig előkészítették az ajándékot, mire József délben megjön; hallották ugyanis, hogy ott fognak enni.25 ητοιμασαν δε τα δωρα εως του ελθειν ιωσηφ μεσημβριας ηκουσαν γαρ οτι εκει μελλει αρισταν
26 Amikor aztán József hazatért, elé rakták az ajándékot, amelyet a kezükben hoztak, és földre borultak előtte.26 εισηλθεν δε ιωσηφ εις την οικιαν και προσηνεγκαν αυτω τα δωρα α ειχον εν ταις χερσιν αυτων εις τον οικον και προσεκυνησαν αυτω επι προσωπον επι την γην
27 Erre ő kegyesen köszöntötte őket, és megkérdezte tőlük: »Egészséges-e a ti idős atyátok, akiről beszéltetek nekem? Él-e még?«27 ηρωτησεν δε αυτους πως εχετε και ειπεν αυτοις ει υγιαινει ο πατηρ υμων ο πρεσβυτερος ον ειπατε ετι ζη
28 Ők azt felelték: »Egészséges a szolgád, a mi atyánk: még életben van.« Azzal meghajtották magukat, és leborultak előtte.28 οι δε ειπαν υγιαινει ο παις σου ο πατηρ ημων ετι ζη και ειπεν ευλογητος ο ανθρωπος εκεινος τω θεω και κυψαντες προσεκυνησαν αυτω
29 Amikor József felemelte szemét és meglátta Benjamint, az ő édes testvérét, így szólt: »Ez a ti legkisebb öcsétek, akiről beszéltetek nekem?« Aztán pedig azt mondta: »Fiam, legyen kegyes Isten irántad!«29 αναβλεψας δε τοις οφθαλμοις ιωσηφ ειδεν βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν ουτος ο αδελφος υμων ο νεωτερος ον ειπατε προς με αγαγειν και ειπεν ο θεος ελεησαι σε τεκνον
30 Aztán elsietett, mert megindult a szíve az öccse miatt, és kicsordultak a könnyei. Bement tehát a belső szobába, és sírt.30 εταραχθη δε ιωσηφ συνεστρεφετο γαρ τα εντερα αυτου επι τω αδελφω αυτου και εζητει κλαυσαι εισελθων δε εις το ταμιειον εκλαυσεν εκει
31 Aztán megmosta az arcát, erőt vett magán, ismét kijött, és így szólt: »Adjátok fel az étkeket!«31 και νιψαμενος το προσωπον εξελθων ενεκρατευσατο και ειπεν παραθετε αρτους
32 Miután feltálaltak, külön Józsefnek, külön a testvéreinek, és külön az egyiptomiaknak, akik ott ettek – az egyiptomiaknak ugyanis nem szabad a héberekkel együtt enniük, ők az ilyen lakomát tisztátalannak tartják –,32 και παρεθηκαν αυτω μονω και αυτοις καθ' εαυτους και τοις αιγυπτιοις τοις συνδειπνουσιν μετ' αυτου καθ' εαυτους ου γαρ εδυναντο οι αιγυπτιοι συνεσθιειν μετα των εβραιων αρτους βδελυγμα γαρ εστιν τοις αιγυπτιοις
33 leültették őket előtte: az elsőszülöttet rangja szerint, és a legfiatalabbikat is a maga kora szerint. Ezen ők nagyon elcsodálkoztak.33 εκαθισαν δε εναντιον αυτου ο πρωτοτοκος κατα τα πρεσβεια αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου εξισταντο δε οι ανθρωποι εκαστος προς τον αδελφον αυτου
34 Mindegyikük elvette a részét, amelyet tőle kapott – Benjaminnak akkora rész jutott, hogy ötször nagyobb volt, mint a többieké –, aztán ittak, és megrészegedtek vele együtt.34 ηραν δε μεριδας παρ' αυτου προς αυτους εμεγαλυνθη δε η μερις βενιαμιν παρα τας μεριδας παντων πενταπλασιως προς τας εκεινων επιον δε και εμεθυσθησαν μετ' αυτου