Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 28


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Hívatta erre Izsák Jákobot, megáldotta, és megparancsolta neki: »Ne végy feleséget Kánaán lányai közül,1 προσκαλεσαμενος δε ισαακ τον ιακωβ ευλογησεν αυτον και ενετειλατο αυτω λεγων ου λημψη γυναικα εκ των θυγατερων χανααν
2 hanem eredj, menj el Paddan-Arámba, Bátuelnek, anyád atyjának a házához, s onnan végy magadnak feleséget, Lábánnak, anyád testvérének a lányai közül!2 αναστας αποδραθι εις την μεσοποταμιαν εις τον οικον βαθουηλ του πατρος της μητρος σου και λαβε σεαυτω εκειθεν γυναικα εκ των θυγατερων λαβαν του αδελφου της μητρος σου
3 A mindenható Isten pedig áldjon meg téged, szaporítson és sokasítson meg, hogy népek seregévé légy!3 ο δε θεος μου ευλογησαι σε και αυξησαι σε και πληθυναι σε και εση εις συναγωγας εθνων
4 Adja Ábrahám áldásait neked, és utódodnak, hogy birtokold ezt a földet, amelyen idegenként laktál, s amelyet nagyapádnak megígért!«4 και δωη σοι την ευλογιαν αβρααμ του πατρος μου σοι και τω σπερματι σου μετα σε κληρονομησαι την γην της παροικησεως σου ην εδωκεν ο θεος τω αβρααμ
5 Miután Izsák így elbocsátotta őt, útra kelt, és elment Paddan-Arámba Lábánhoz, az arám Bátuel fiához, Jákob és Ézsau anyjának, Rebekkának a testvéréhez.5 και απεστειλεν ισαακ τον ιακωβ και επορευθη εις την μεσοποταμιαν προς λαβαν τον υιον βαθουηλ του συρου αδελφον δε ρεβεκκας της μητρος ιακωβ και ησαυ
6 Ézsau megtudta, hogy apja megáldotta Jákobot, és elküldte Paddan-Arámba, hogy onnan vegyen feleséget, és hogy az áldás után megparancsolta neki: »Ne végy feleséget Kánaán lányai közül!«6 ειδεν δε ησαυ οτι ευλογησεν ισαακ τον ιακωβ και απωχετο εις την μεσοποταμιαν συριας λαβειν εαυτω εκειθεν γυναικα εν τω ευλογειν αυτον και ενετειλατο αυτω λεγων ου λημψη γυναικα απο των θυγατερων χανααν
7 és hogy Jákob engedelmeskedett szüleinek, és elment Szíriába.7 και ηκουσεν ιακωβ του πατρος και της μητρος αυτου και επορευθη εις την μεσοποταμιαν συριας
8 Azt is tudta, hogy apja nem nézi jó szemmel Kánaán lányait.8 και ειδεν ησαυ οτι πονηραι εισιν αι θυγατερες χανααν εναντιον ισαακ του πατρος αυτου
9 Ezért elment Izmaelhez, és az eddigieken kívül feleségül vette Máheletet, Izmaelnek, Ábrahám fiának a lányát, Nábajót húgát.9 και επορευθη ησαυ προς ισμαηλ και ελαβεν την μαελεθ θυγατερα ισμαηλ του υιου αβρααμ αδελφην ναβαιωθ προς ταις γυναιξιν αυτου γυναικα
10 Jákob tehát elindult Beersebából, és Hárán felé tartott.10 και εξηλθεν ιακωβ απο του φρεατος του ορκου και επορευθη εις χαρραν
11 Eljutott egy helyre, és ott, amikor a nap leszállt, le akart pihenni. Fogott tehát egy ott heverő követ, a feje alá tette, és elaludt azon a helyen.11 και απηντησεν τοπω και εκοιμηθη εκει εδυ γαρ ο ηλιος και ελαβεν απο των λιθων του τοπου και εθηκεν προς κεφαλης αυτου και εκοιμηθη εν τω τοπω εκεινω
12 Álmában azt látta, hogy egy létra áll a földön, a teteje pedig az eget éri, és Isten angyalai fel és le járkálnak rajta.12 και ενυπνιασθη και ιδου κλιμαξ εστηριγμενη εν τη γη ης η κεφαλη αφικνειτο εις τον ουρανον και οι αγγελοι του θεου ανεβαινον και κατεβαινον επ' αυτης
13 Az Úr a létrára támaszkodott, és azt mondta neki: »Én vagyok az Úr, atyádnak, Ábrahámnak Istene és Izsáknak Istene! A földet, amelyen alszol, neked és utódodnak fogom adni.13 ο δε κυριος επεστηρικτο επ' αυτης και ειπεν εγω κυριος ο θεος αβρααμ του πατρος σου και ο θεος ισαακ μη φοβου η γη εφ' ης συ καθευδεις επ' αυτης σοι δωσω αυτην και τω σπερματι σου
14 Annyi utódod lesz, mint a föld porszeme. Kiterjedsz nyugatra és keletre, északra és délre. Benned és utódodban nyer áldást a föld minden nemzetsége.14 και εσται το σπερμα σου ως η αμμος της γης και πλατυνθησεται επι θαλασσαν και επι λιβα και επι βορραν και επ' ανατολας και ενευλογηθησονται εν σοι πασαι αι φυλαι της γης και εν τω σπερματι σου
15 Íme, én veled leszek, és őrződ leszek, bárhová mégy, és visszahozlak erre a földre. Nem hagylak el, amíg nem teljesítem mindazt, amit mondtam!«15 και ιδου εγω μετα σου διαφυλασσων σε εν τη οδω παση ου εαν πορευθης και αποστρεψω σε εις την γην ταυτην οτι ου μη σε εγκαταλιπω εως του ποιησαι με παντα οσα ελαλησα σοι
16 Amikor Jákob felébredt az álomból, így szólt: »Valóban az Úr van ezen a helyen, és én nem is tudtam!«16 και εξηγερθη ιακωβ απο του υπνου αυτου και ειπεν οτι εστιν κυριος εν τω τοπω τουτω εγω δε ουκ ηδειν
17 Aztán megrémülve azt mondta: »Milyen félelmetes ez a hely! Nem más ez, mint Isten háza és a menny kapuja!«17 και εφοβηθη και ειπεν ως φοβερος ο τοπος ουτος ουκ εστιν τουτο αλλ' η οικος θεου και αυτη η πυλη του ουρανου
18 Ezért Jákob, amikor reggel felkelt, fogta a követ, amelyet a feje alá rakott, és felállította emlékjelül, majd olajat öntött rá.18 και ανεστη ιακωβ το πρωι και ελαβεν τον λιθον ον υπεθηκεν εκει προς κεφαλης αυτου και εστησεν αυτον στηλην και επεχεεν ελαιον επι το ακρον αυτης
19 Azt a várost pedig elnevezte Bételnek – azelőtt Lúzának hívták.19 και εκαλεσεν ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινου οικος θεου και ουλαμλους ην ονομα τη πολει το προτερον
20 Fogadalmat is tett Jákob, ezekkel a szavakkal: »Ha velem lesz az Úr, és megőriz az úton, amelyen járok, ha ad nekem kenyeret, amit megeszem, és ruhát, amit felveszek,20 και ηυξατο ιακωβ ευχην λεγων εαν η κυριος ο θεος μετ' εμου και διαφυλαξη με εν τη οδω ταυτη η εγω πορευομαι και δω μοι αρτον φαγειν και ιματιον περιβαλεσθαι
21 s ha szerencsésen visszatérek atyám házába: az Úr lesz az én Istenem.21 και αποστρεψη με μετα σωτηριας εις τον οικον του πατρος μου και εσται μοι κυριος εις θεον
22 Ezt a követ pedig, amelyet emlékjelül ideállítottam, Isten házának fogják hívni, és neked áldozom a tizedét mindannak, amit adsz majd nekem!«22 και ο λιθος ουτος ον εστησα στηλην εσται μοι οικος θεου και παντων ων εαν μοι δως δεκατην αποδεκατωσω αυτα σοι .