Teremtés könyve 23
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Sára százhuszonhét esztendeig élt, | 1 Και εζησεν η Σαρρα εκατον εικοσιεπτα ετη? ταυτα ειναι τα ετη της ζωης της Σαρρας. |
2 aztán meghalt Kirját-Arbában – azaz Hebronban –, Kánaán földjén. Ábrahám odament, hogy meggyászolja és elsirassa. | 2 Και απεθανεν η Σαρρα εν Κιριαθ-αρβα? αυτη ειναι η Χεβρων εν γη Χανααν? και ηλθεν ο Αβρααμ δια να κλαυση την Σαρραν και να πενθηση αυτην. |
3 Amikor azután felkelt a halotti szertartástól, így szólt Hét fiaihoz: | 3 Και σηκωθεις ο Αβρααμ απ' εμπροσθεν του νεκρου αυτου, ελαλησε προς τους υιους του Χετ λεγων, |
4 »Jövevény és idegen vagyok én nálatok, adjatok nekem sírnak birtokot köztetek, hogy eltemethessem halottamat!« | 4 ξενος και παροικος ειμαι εγω μεταξυ σας? δοτε μοι κτημα ταφου μεταξυ σας, δια να θαψω τον νεκρον μου απ' εμπροσθεν μου. |
5 Hét fiai azt felelték: | 5 Απεκριθησαν δε οι υιοι του Χετ προς τον Αβρααμ λεγοντες προς αυτον, |
6 »Hallgass meg minket, uram! Isten fejedelme vagy te közöttünk! Sírjaink közül a legkiválóbban temesd el halottadat! Senki sem fogja neked megtiltani közülünk, hogy sírjába temesd halottadat.« | 6 Ακουσον ημας, κυριε μου? συ εισαι μεταξυ ημων ηγεμων εκ Θεου? θαψον τον νεκρον σου εις το εκλεκτοτερον εκ των μνημειων ημων? ουδεις εξ ημων θελει αρνηθη το μνημειον αυτου προς σε, δια να θαψης τον νεκρον σου. |
7 Felkelt erre Ábrahám, s meghajtotta magát a föld népe, vagyis Hét fiai előtt. | 7 Τοτε σηκωθεις ο Αβρααμ προσεκυνησε προς τον λαον του τοπου, προς τους υιους του Χετ? |
8 Azt mondta nekik: »Ha úgy tetszik nektek, hogy eltemessem halottamat, hallgassatok meg engem, s járjatok közben értem Efronnál, Szeor fiánál, | 8 και ελαλησε προς αυτους λεγων, Εαν ευαρεστηται η ψυχη σας να θαψω τον νεκρον μου απ' εμπροσθεν μου, ακουσατε μου και μεσιτευσατε υπερ εμου προς τον Εφρων τον υιον του Σωαρ, |
9 hogy adja ide nekem Makpéla barlangját, amely a szántóföldje végében van. Adja el nekem teljes áron sírnak birtokul, a ti színetek előtt!« | 9 και ας μοι δωση το σπηλαιον αυτου Μαχπελαχ, το εν τη ακρα του αγρου αυτου? εις πληρη τιμην ας μοι δωση αυτο, δια κτημα ταφου μεταξυ σας. |
10 Efron éppen Hét fiai között tartózkodott. Azt felelte tehát a hetita Efron Ábrahámnak, Hét összes fiainak hallatára, akik városának kapujába jöttek: | 10 Ο δε Εφρων εκαθητο εν τω μεσω των υιων του Χετ? και απεκριθη ο Εφρων ο Χετταιος προς τον Αβρααμ εις επηκοον των υιων του Χετ, παντων των εισερχομενων εις την πυλην της πολεως αυτου, λεγων, |
11 »Ne úgy legyen, uram! Inkább hallgasd meg, amit mondok: odaajándékozom én neked a szántót és a rajta lévő barlangot népem fiainak jelenlétében – temesd csak el halottadat!« | 11 Ουχι, κυριε μου, ακουσον μου? σοι διδω τον αγρον, σοι διδω και το σπηλαιον το εν αυτω? επι παρουσια των υιων του λαου μου διδω αυτα εις σε? θαψον τον νεκρον σου. |
12 Meghajtotta erre magát Ábrahám a föld népe előtt, | 12 Και προσεκυνησεν ο Αβρααμ εμπροσθεν του λαου του τοπου? |
13 és így szólt Efronhoz a föld népe előtt: »Kérlek, hallgass meg: pénzt adok én a szántóért! Fogadd el, és úgy temetem el oda halottamat!« | 13 και ειπε προς τον Εφρων εις επηκοον του λαου του τοπου λεγων, Εαν συ θελης, ακουσον μου, παρακαλω? θελω δωσει το αργυριον του αγρου? λαβε αυτο παρ' εμου, και θελω θαψει τον νεκρον μου εκει. |
14 Azt felelte erre Efron Ábrahámnak: | 14 Ο δε Εφρων απεκριθη προς τον Αβρααμ, λεγων προς αυτον, |
15 »Uram, hallgass meg! A föld négyszáz sékel ezüstöt ér: ez az ára köztem és közted, ugyan mi az? Temesd csak el halottadat!« | 15 Ακουσον μου, κυριε μου? γη τετρακοσιων σικλων αργυριου, τι ειναι μεταξυ εμου και σου; θαψον λοιπον τον νεκρον σου. |
16 Engedett Ábrahám Efronnak, és kimérte a pénzt, amelyet Efron Hét fiainak hallatára kívánt, a négyszáz sékel ezüstöt, amint szokás volt a kereskedőknél. | 16 Και ηκουσεν ο Αβρααμ τον Εφρων? και εζυγισεν ο Αβρααμ εις τον Εφρων το αργυριον, το οποιον ειπεν εις επηκοον των υιων του Χετ τετρακοσιους σικλους αργυριου, δεκτου μεταξυ εμπορων. |
17 Így szállt Efron egykori szántója, amely Makpélában volt, Mamréval szemben, mind maga, mind a barlangja és valamennyi fája körös-körül egész határában | 17 Και ο αγρος του Εφρων, οστις ητο εν Μαχπελαχ, εμπροσθεν της Μαμβρη, ο αγρος και το σπηλαιον το εν αυτω και παντα τα δενδρα τα εν τω αγρω και εν πασι τοις οριοις κυκλω, ησφαλισθησαν |
18 Ábrahámra birtokul, Hét fiainak és mindazoknak a színe előtt, akik városának kapujába jöttek. | 18 εις τον Αβρααμ δια κτημα, ενωπιον των υιων του Χετ, ενωπιον παντων των εισερχομενων εις την πυλην της πολεως αυτου. |
19 Ezek után Ábrahám eltemette a feleségét, Sárát Makpéla mezejének barlangjában, Mamréval – azaz Hebronnal – szemben, Kánaán földjén. | 19 Και μετα ταυτα εθαψεν ο Αβρααμ Σαρραν την γυναικα αυτου εν τω σπηλαιω του αγρου Μαχπελαχ, εμπροσθεν της Μαμβρη? αυτη ειναι Χεβρων εν γη Χανααν. |
20 Így szállt át a szántó és a rajta levő barlang Hét fiairól Ábrahámra, sírnak való birtokul. | 20 Και ο αγρος και το σπηλαιον το εν αυτω, ησφαλισθησαν εις τον Αβρααμ δια κτημα ταφον παρα των υιων του Χετ. |