Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 22


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Miután mindezek megtörténtek, Isten próbára tette Ábrahámot. Megszólította őt: »Ábrahám!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!«1 και εγενετο μετα τα ρηματα ταυτα ο θεος επειραζεν τον αβρααμ και ειπεν προς αυτον αβρααμ αβρααμ ο δε ειπεν ιδου εγω
2 Isten akkor azt mondta neki: »Vedd egyszülött fiadat, Izsákot, akit szeretsz, és menj el a Mória földjére. Áldozd fel ott egészen elégő áldozatul az egyik hegyen, amelyet majd mutatok neked!«2 και ειπεν λαβε τον υιον σου τον αγαπητον ον ηγαπησας τον ισαακ και πορευθητι εις την γην την υψηλην και ανενεγκον αυτον εκει εις ολοκαρπωσιν εφ' εν των ορεων ων αν σοι ειπω
3 Erre Ábrahám kora reggel felkelt, megnyergelte szamarát, maga mellé vette két szolgáját és a fiát, Izsákot, s miután fát hasogatott az egészen elégő áldozathoz, elindult arra a helyre, amelyet Isten mondott neki.3 αναστας δε αβρααμ το πρωι επεσαξεν την ονον αυτου παρελαβεν δε μεθ' εαυτου δυο παιδας και ισαακ τον υιον αυτου και σχισας ξυλα εις ολοκαρπωσιν αναστας επορευθη και ηλθεν επι τον τοπον ον ειπεν αυτω ο θεος
4 A harmadik napon, amikor felemelte szemét, meglátta azt a helyet a távolban.4 τη ημερα τη τριτη και αναβλεψας αβρααμ τοις οφθαλμοις ειδεν τον τοπον μακροθεν
5 Azt mondta erre szolgáinak: »Várjatok itt a szamárral; én meg a gyermek elmegyünk amoda, s miután imádkoztunk, visszatérünk hozzátok!«5 και ειπεν αβρααμ τοις παισιν αυτου καθισατε αυτου μετα της ονου εγω δε και το παιδαριον διελευσομεθα εως ωδε και προσκυνησαντες αναστρεψωμεν προς υμας
6 Vette tehát az egészen elégő áldozathoz való fát, feltette a fiára, Izsákra, ő pedig a tüzet és a kardot vitte a kezében. Amint így ketten együtt mentek,6 ελαβεν δε αβρααμ τα ξυλα της ολοκαρπωσεως και επεθηκεν ισαακ τω υιω αυτου ελαβεν δε και το πυρ μετα χειρα και την μαχαιραν και επορευθησαν οι δυο αμα
7 azt mondta Izsák az apjának, Ábrahámnak: »Apám!« Ő válaszolt: »Mit akarsz, fiam?« »Íme – mondta a fiú –, itt a tűz meg a fa, de hol van az egészen elégő áldozat?«7 ειπεν δε ισαακ προς αβρααμ τον πατερα αυτου ειπας πατερ ο δε ειπεν τι εστιν τεκνον λεγων ιδου το πυρ και τα ξυλα που εστιν το προβατον το εις ολοκαρπωσιν
8 Ábrahám azt felelte: »Fiam, Isten majd gondoskodik magának egészen elégő áldozatról!« Így mentek ketten együtt,8 ειπεν δε αβρααμ ο θεος οψεται εαυτω προβατον εις ολοκαρπωσιν τεκνον πορευθεντες δε αμφοτεροι αμα
9 míg végül eljutottak arra a helyre, amelyet Isten mutatott neki. Ábrahám oltárt épített ott, elrendezte rajta a fát, s miután megkötözte a fiát, Izsákot, feltette az oltárra, a farakásra.9 ηλθον επι τον τοπον ον ειπεν αυτω ο θεος και ωκοδομησεν εκει αβρααμ θυσιαστηριον και επεθηκεν τα ξυλα και συμποδισας ισαακ τον υιον αυτου επεθηκεν αυτον επι το θυσιαστηριον επανω των ξυλων
10 Aztán Ábrahám kinyújtotta kezét, és megfogta a kardot, hogy feláldozza a fiát.10 και εξετεινεν αβρααμ την χειρα αυτου λαβειν την μαχαιραν σφαξαι τον υιον αυτου
11 De íme, az Úr angyala kiáltott a mennyből, és azt mondta: »Ábrahám, Ábrahám!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!«11 και εκαλεσεν αυτον αγγελος κυριου εκ του ουρανου και ειπεν αυτω αβρααμ αβρααμ ο δε ειπεν ιδου εγω
12 Azt mondta erre neki: »Ne nyújtsd ki kezed a gyermekre, és ne árts neki semmit! Most már tudom, hogy féled Istent, s a kedvemért egyszülött fiadnak sem kegyelmeztél!«12 και ειπεν μη επιβαλης την χειρα σου επι το παιδαριον μηδε ποιησης αυτω μηδεν νυν γαρ εγνων οτι φοβη τον θεον συ και ουκ εφεισω του υιου σου του αγαπητου δι' εμε
13 Erre Ábrahám felemelte a szemét, s meglátott maga mögött egy kost, amely szarvánál fogva fennakadt a bozótban. Elhozta, és a fia helyett azt áldozta fel egészen elégő áldozatul.13 και αναβλεψας αβρααμ τοις οφθαλμοις αυτου ειδεν και ιδου κριος εις κατεχομενος εν φυτω σαβεκ των κερατων και επορευθη αβρααμ και ελαβεν τον κριον και ανηνεγκεν αυτον εις ολοκαρπωσιν αντι ισαακ του υιου αυτου
14 Annak a helynek ezért ezt a nevet adta: »Az Úr gondoskodik!« Azért mondják mindmáig: »A hegyen majd gondoskodik az Úr!«14 και εκαλεσεν αβρααμ το ονομα του τοπου εκεινου κυριος ειδεν ινα ειπωσιν σημερον εν τω ορει κυριος ωφθη
15 Majd másodszor is megszólította az Úr angyala Ábrahámot a mennyből, és azt mondta:15 και εκαλεσεν αγγελος κυριου τον αβρααμ δευτερον εκ του ουρανου
16 »Önmagamra esküszöm – mondja az Úr –, hogy mivel ezt megtetted, s a kedvemért egyszülött fiadnak sem kegyelmeztél,16 λεγων κατ' εμαυτου ωμοσα λεγει κυριος ου εινεκεν εποιησας το ρημα τουτο και ουκ εφεισω του υιου σου του αγαπητου δι' εμε
17 megáldalak, és megsokasítom ivadékodat, mint az ég csillagait és mint a tengerpart fövenyét: utódod birtokolni fogja ellenségeinek kapuit,17 η μην ευλογων ευλογησω σε και πληθυνων πληθυνω το σπερμα σου ως τους αστερας του ουρανου και ως την αμμον την παρα το χειλος της θαλασσης και κληρονομησει το σπερμα σου τας πολεις των υπεναντιων
18 és a te utódodban nyer áldást a föld minden népe, mivel engedelmeskedtél szavamnak!«18 και ενευλογηθησονται εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης ανθ' ων υπηκουσας της εμης φωνης
19 Erre Ábrahám visszatért szolgáihoz, elindultak, és elmentek együtt Beersebába; Ábrahám ezután Beersebában lakott.19 απεστραφη δε αβρααμ προς τους παιδας αυτου και ανασταντες επορευθησαν αμα επι το φρεαρ του ορκου και κατωκησεν αβρααμ επι τω φρεατι του ορκου
20 Miután ezek így végbementek, hírül hozták Ábrahámnak, hogy Melka szintén szült fiakat Náchornak, a fivérének:20 εγενετο δε μετα τα ρηματα ταυτα και ανηγγελη τω αβρααμ λεγοντες ιδου τετοκεν μελχα και αυτη υιους ναχωρ τω αδελφω σου
21 Húszt, az elsőszülöttet, Búzt, ennek öccsét, továbbá Kámuelt, Arám atyját,21 τον ωξ πρωτοτοκον και τον βαυξ αδελφον αυτου και τον καμουηλ πατερα συρων
22 Kászedet, Azáut, valamint Feldást, Jedláfot22 και τον χασαδ και τον αζαυ και τον φαλδας και τον ιεδλαφ και τον βαθουηλ
23 és Bátuelt, akitől Rebekka született: ezt a nyolcat szülte Melka Náchornak, Ábrahám fivérének.23 και βαθουηλ εγεννησεν την ρεβεκκαν οκτω ουτοι υιοι ους ετεκεν μελχα τω ναχωρ τω αδελφω αβρααμ
24 Mellékfelesége pedig, akit Reumának hívtak, Tábét, Gáhámot, Táhást és Maákát szülte.24 και η παλλακη αυτου η ονομα ρεημα ετεκεν και αυτη τον ταβεκ και τον γααμ και τον τοχος και τον μωχα