Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 A két angyal este érkezett Szodomába, amikor Lót éppen a város kapujában üldögélt. Amint meglátta őket, felkelt, és eléjük ment. A földig hajtotta arcát előttük,1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?
2 és így szólt: »Könyörgök, uraim, térjetek be szolgátok házába, és szálljatok meg ott! Mossátok meg lábatokat, reggel aztán elmehettek utatokra!« Azok azt mondták: »Nem, majd megalszunk az utcán!«2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.
3 De nagyon unszolta őket, így betértek hozzá, és bementek a házába. Ő pedig lakomát készített, kovásztalan kenyeret sütött, és ettek.3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.
4 Mielőtt azonban lefeküdni mentek volna, a város lakói, Szodoma férfiai körülvették a házat, gyerektől az aggastyánig az egész nép.4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?
5 Szólították Lótot, s azt mondták neki: »Hol vannak azok a férfiak, akik betértek hozzád az éjjel? Hozd ki őket ide, hadd ismerjük meg őket!«5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.
6 Kiment erre hozzájuk Lót – maga mögött bezárva az ajtót –, és azt mondta:6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,
7 »Kérlek titeket, testvéreim, ne tegyetek ilyen gonoszságot.7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?
8 Van két leányom, akik még nem ismertek férfit. Kihozom őket hozzátok, és éljetek vissza velük, ahogy nektek tetszik, csak ezekkel a férfiakkal ne tegyetek semmi gonoszat, hiszen hajlékom árnyékába jöttek.«8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.
9 Ám azok azt mondták: »Takarodj innen!« Aztán pedig így szóltak: »Jövevényként jött ide, és ő akar bíráskodni? Majd mindjárt elbánunk veled, alaposabban, mint azokkal!« – Azzal nagy erővel Lótra rohantak, s már majdnem betörték az ajtót.9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?
10 De íme, azok a férfiak kinyújtották kezüket, behúzták Lótot magukhoz, és bezárták az ajtót.10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?
11 A kinn lévőket pedig vaksággal sújtották, az aprajától a nagyjáig, úgyhogy nem tudták megtalálni az ajtót.11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.
12 Ekkor így szóltak Lóthoz: »Kid van még itt? Vődet, vagy fiaidat, vagy leányaidat, vagy bárkidet, akid van, vidd ki ebből a városból!12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?
13 Mi ugyanis eltöröljük ezt a helyet, mivel megsokasodott a jajkiáltás ellenük az Úr előtt, s ő elküldött minket, hogy pusztítsuk el.«13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.
14 Kiment tehát Lót, és szólt a vejeinek, akik a leányait el akarták venni: »Keljetek fel, menjetek ki ebből a helységből, mert az Úr eltörli ezt a várost!« Ám azok úgy gondolták, hogy csak tréfálkozik.14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.
15 Amikor aztán megvirradt, így sürgették őt az angyalok: »Kelj fel, vedd feleségedet és két lányodat, hogy el ne vessz te is a város gonoszsága miatt!«15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.
16 És mivel késedelmeskedett, a férfiak megragadták a kezét, a felesége kezét, és a két leányáét, mert az Úr megkegyelmezett neki.16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.
17 Kivezették, a városon kívül elengedték, és így szóltak hozzá: »Mentsd az életedet! Ne tekints hátra, és meg ne állj az egész környéken, hanem menekülj a hegyre, hogy el ne vessz te is!«17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.
18 Ám Lót azt mondta nekik: »Kérlek, uram,18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?
19 hiszen kegyelmet talált előtted szolgád, s nagy volt irgalmasságod, amelyet velem cselekedtél, hogy megmentsd az életemet! Nem menekülhetek a hegyre, mert akkor utolérhet a veszedelem, és meghalok.19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?
20 Egy város közel van itt, oda elfuthatnék. Kicsi az, ott megmenekülhetek – ugye valóban kicsi az? – és életben maradhatok.«20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.
21 Erre azt válaszolta neki: »Íme, ebben is meghallgatom kérésedet, s nem dúlom fel azt a várost, amelyért szóltál.21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?
22 Siess, és menekülj oda, mert semmit sem tehetek, amíg be nem érsz oda.« – Ezért nevezték el azt a várost Coárnak.22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.
23 Éppen akkor jött fel a nap a földre, amikor Lót bement Coárba.23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.
24 Ekkor az Úr kénkövet és tüzet hullatott az Úrtól az égből Szodomára és Gomorrára,24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?
25 és elpusztította Isten ezeket a városokat, és az egész környéket, a városok minden lakóját, s a föld minden növényét.25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.
26 Lót felesége pedig, aki hátratekintett, sóoszloppá változott.26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.
27 Amikor aztán Ábrahám felkelt reggel, és onnan, ahol azelőtt az Úrral állt,27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?
28 letekintett Szodomára és Gomorrára és a környék egész földjére, azt látta, hogy olyan füst száll fel a földből, mint az olvasztókemence füstje.28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.
29 Így tehát Isten, amikor elpusztította a környék városait, megemlékezett Ábrahámról, és kimentette Lótot azoknak a városoknak a pusztulásából, amelyekben lakott.29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.
30 Lót aztán felment Coárból, és a hegyen telepedett le két lányával együtt – félt ugyanis Coárban maradni. Egy barlangban lakott két lányával.30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.
31 A nagyobbik azt mondta a kisebbnek: »Az apánk öreg már, s nincs más férfi ezen a földön, aki be tudna jönni hozzánk, az egész föld szokása szerint.31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?
32 Gyere, részegítsük meg őt borral, és aludjunk vele, hogy utódot támasszunk apánktól!«32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
33 Bort adtak tehát inni apjuknak azon az éjszakán, aztán bement a nagyobbik, és az apjával aludt. Az meg nem is vette észre, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
34 Másnap aztán azt mondta a nagyobbik a kisebbnek: »Íme, tegnap én aludtam az apámmal. Adjunk neki ma éjjel is bort inni, s aludj vele te is, hogy utódot támasszunk apánktól!«34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
35 Azon az éjszakán is bort adtak inni az apjuknak, aztán bement a kisebbik lány, és vele aludt. Az ezúttal sem érezte meg, amikor a lány odafeküdt, sem azt, amikor felkelt.35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
36 Fogant is apjától Lótnak mindkét lánya.36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.
37 A nagyobb fiút szült, és elnevezte Moábnak – ő a mai moabiták apja.37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.
38 A kisebb is fiút szült, s elnevezte Ammonnak, azaz Népem fiának – ő a mai ammoniták apja.38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.