Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 15


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Cependant tous les publicains et les pécheurs s'approchaient de lui pour l'entendre.1 Επλησιαζον δε εις αυτον παντες οι τελωναι και οι αμαρτωλοι, δια να ακουωσιν αυτον.
2 Et les Pharisiens et les scribes de murmurer: "Cet homme, disaient-ils, fait bon accueil aux pécheurs etmange avec eux!"2 Και διεγογγυζον οι Φαρισαιοι και οι γραμματεις, λεγοντες οτι ουτος αμαρτωλους δεχεται και συντρωγει μετ' αυτων.
3 Il leur dit alors cette parabole:3 Ειπε δε προς αυτους την παραβολην ταυτην, λεγων?
4 "Lequel d'entre vous, s'il a cent brebis et vient à en perdre une, n'abandonne les 89 autres dans le désertpour s'en aller après celle qui est perdue, jusqu'à ce qu'il l'ait retrouvée?4 Τις ανθρωπος εξ υμων εαν εχη εκατον προβατα και χαση εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα εν τη ερημω και υπαγει ζητων το απολωλος, εωσου ευρη αυτο;
5 Et, quand il l'a retrouvée, il la met, tout joyeux, sur ses épaules5 Και ευρων αυτο, βαλλει επι τους ωμους αυτου χαιρων.
6 et, de retour chez lui, il assemble amis et voisins et leur dit: Réjouissez-vous avec moi, car je l'airetrouvée, ma brebis qui était perdue!6 Και ελθων εις τον οικον, συγκαλει τους φιλους και τους γειτονας, λεγων προς αυτους? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον το προβατον μου το απολωλος.
7 C'est ainsi, je vous le dis, qu'il y aura plus de joie dans le ciel pour un seul pécheur qui se repent quepour 99 justes, qui n'ont pas besoin de repentir.7 Σας λεγω οτι ουτω θελει εισθαι χαρα εν τω ουρανω δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα μαλλον παρα δια ενενηκοντα εννεα δικαιους, οιτινες δεν εχουσι χρειαν μετανοιας.
8 "Ou bien, quelle est la femme qui, si elle a dix drachmes et vient à en perdre une, n'allume une lampe,ne balaie la maison et ne cherche avec soin, jusqu'à ce qu'elle l'ait retrouvée?8 Η τις γυνη εχουσα δεκα δραχμας, εαν χαση δραχμην μιαν, δεν αναπτει λυχνον και σαρονει την οικιαν και ζητει επιμελως, εως οτου ευρη αυτην;
9 Et, quand elle l'a retrouvée, elle assemble amies et voisines et leur dit: Réjouissez-vous avec moi, carje l'ai retrouvée, la drachme que j'avais perdue!9 και αφου ευρη, συγκαλει τας φιλας και τας γειτονας, λεγουσα? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον την δραχμην την οποιαν εχασα.
10 C'est ainsi, je vous le dis, qu'il naît de la joie devant les anges de Dieu pour un seul pécheur qui serepent."10 Ουτω, σας λεγω, χαρα γινεται ενωπιον των αγγελων του Θεου δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα.
11 Il dit encore: "Un homme avait deux fils.11 Ειπε δε? Ανθρωπος τις ειχε δυο υιους.
12 Le plus jeune dit à son père: Père, donne-moi la part de fortune qui me revient. Et le père leurpartagea son bien.12 Και ειπεν ο νεωτερος αυτων προς τον πατερα? Πατερ, δος μοι το ανηκον μερος της περιουσιας. Και διεμοιρασεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου.
13 Peu de jours après, rassemblant tout son avoir, le plus jeune fils partit pour un pays lointain et ydissipa son bien en vivant dans l'inconduite.13 Και μετ' ολιγας ημερας συναξας παντα ο νεωτερος υιος, απεδημησεν εις χωραν μακραν και εκει διεσκορπισε την περιουσιαν αυτου ζων ασωτως.
14 "Quand il eut tout dépensé, une famine sévère survint en cette contrée et il commença à sentir laprivation.14 Αφου δε εδαπανησε παντα, εγεινε πεινα μεγαλη εν τη χωρα εκεινη, και αυτος ηρχισε να στερηται.
15 Il alla se mettre au service d'un des habitants de cette contrée, qui l'envoya dans ses champs garderles cochons.15 Τοτε υπηγε και προσεκολληθη εις ενα των πολιτων της χωρας εκεινης, οστις επεμψεν αυτον εις τους αγρους αυτου δια να βοσκη χοιρους.
16 Il aurait bien voulu se remplir le ventre des caroubes que mangeaient les cochons, et personne ne luien donnait.16 Και επεθυμει να γεμιση την κοιλιαν αυτου απο των ξυλοκερατων, τα οποια ετρωγον οι χοιροι, και ουδεις εδιδεν εις αυτον.
17 Rentrant alors en lui-même, il se dit: Combien de mercenaires de mon père ont du pain ensurabondance, et moi je suis ici à périr de faim!17 Ελθων δε εις εαυτον, ειπε? Ποσοι μισθωτοι του πατρος μου περισσευουσιν αρτον, και εγω χανομαι υπο της πεινης.
18 Je veux partir, aller vers mon père et lui dire: Père, j'ai péché contre le Ciel et envers toi;18 Σηκωθεις θελω υπαγει προς τον πατερα μου και θελω ειπει προς αυτον? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου?
19 je ne mérite plus d'être appelé ton fils, traite-moi comme l'un de tes mercenaires.19 και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου? καμε με ως ενα των μισθωτων σου.
20 Il partit donc et s'en alla vers son père. "Tandis qu'il était encore loin, son père l'aperçut et fut pris depitié; il courut se jeter à son cou et l'embrassa tendrement.20 Και σηκωθεις ηλθε προς τον πατερα αυτου. Ενω, δε απειχεν ετι μακραν, ειδεν αυτον ο πατηρ αυτου και εσπλαγχνισθη, και δραμων επεπεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον.
21 Le fils alors lui dit: Père, j'ai péché contre le Ciel et envers toi, je ne mérite plus d'être appelé ton fils.21 ειπε δε προς αυτον ο υιος? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου, και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου.
22 Mais le père dit à ses serviteurs: Vite, apportez la plus belle robe et l'en revêtez, mettez-lui un anneauau doigt et des chaussures aux pieds.22 Και ο πατηρ ειπε προς τους δουλους αυτου? Φερετε εξω την στολην την πρωτην και ενδυσατε αυτον, και δοτε δακτυλιδιον εις την χειρα αυτου και υποδηματα εις τους ποδας,
23 Amenez le veau gras, tuez-le, mangeons et festoyons,23 και φεροντες τον μοσχον τον σιτευτον σφαξατε, και φαγοντες ας ευφρανθωμεν,
24 car mon fils que voilà était mort et il est revenu à la vie; il était perdu et il est retrouvé! Et ils semirent à festoyer.24 διοτι ουτος ο υιος μου νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη. Και ηρχισαν να ευφραινωνται.
25 "Son fils aîné était aux champs. Quand, à son retour, il fut près de la maison, il entendit de la musiqueet des danses.25 Ητο δε ο πρεσβυτερος αυτου υιος εν τω αγρω? και καθως ερχομενος επλησιασεν εις την οικιαν, ηκουσε συμφωνιαν και χορους,
26 Appelant un des serviteurs, il s'enquérait de ce que cela pouvait bien être.26 και προσκαλεσας ενα των δουλων, ηρωτα τι ειναι ταυτα.
27 Celui-ci lui dit: C'est ton frère qui est arrivé, et ton père a tué le veau gras, parce qu'il l'a recouvré enbonne santé.27 Ο δε ειπε προς αυτον οτι ο αδελφος σου ηλθε? και εσφαξεν ο πατηρ σου τον μοσχον τον σιτευτον, διοτι απηλαυσεν αυτον υγιαινοντα.
28 Il se mit alors en colère, et il refusait d'entrer. Son père sortit l'en prier.28 Και ωργισθη και δεν ηθελε να εισελθη. Εξηλθε λοιπον ο πατηρ αυτου και παρεκαλει αυτον.
29 Mais il répondit à son père: Voilà tant d'années que je te sers, sans avoir jamais transgressé un seul detes ordres, et jamais tu ne m'as donné un chevreau, à moi, pour festoyer avec mes amis;29 Ο δε αποκριθεις ειπε προς τον πατερα? Ιδου, τοσα ετη σε δουλευω, και ποτε εντολην σου δεν παρεβην, και εις εμε ουδε εριφιον εδωκας ποτε δια να ευφρανθω μετα των φιλων μου.
30 et puis ton fils que voici revient-il, après avoir dévoré ton bien avec des prostituées, tu fais tuer pourlui le veau gras!30 Οτε δε ο υιος σου ουτος, ο καταφαγων σου τον βιον μετα πορνων, ηλθεν, εσφαξας δι' αυτον τον μοσχον τον σιτευτον.
31 "Mais le père lui dit: Toi, mon enfant, tu es toujours avec moi, et tout ce qui est à moi est à toi.31 Ο δε ειπε προς αυτον? Τεκνον, συ παντοτε μετ' εμου εισαι, και παντα τα εμα σα ειναι?
32 Mais il fallait bien festoyer et se réjouir, puisque ton frère que voilà était mort et il est revenu à la vie;il était perdu et il est retrouvé!"32 επρεπε δε να ευφρανθωμεν και να χαρωμεν, διοτι ο αδελφος σου ουτος νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη.