Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 14


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ημεραν δε τινα ειπεν Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των Φιλισταιων, την εν τω περαν? προς τον πατερα αυτου ομως δεν εφανερωσε τουτο.1 Jonathan, le fils de Saül, dit au jeune homme qui portait ses armes: “Allons et passons vers le poste des Philistins qui est de l’autre côté.” Mais il ne dit rien à son père.
2 Ο δε Σαουλ εκαθητο επι του ακρου του Γαβαα, υπο την ροδιαν την εν Μιγρων? και ο λαος ο μετ' αυτου ητο εως εξακοσιοι ανδρες?2 Or Saül siégeait à la frontière de Guibéa, sous le grenadier qui est près de l’aire, et avec lui se tenaient environ 600 hommes.
3 και Αχια, ο υιος του Αχιτωβ, αδελφου του Ιχαβωδ, υιου του Φινεες, υιου του Ηλει, ιερευς του Κυριου εν Σηλω, φορων εφοδ. Και ο λαος δεν ηξευρεν οτι υπηγεν ο Ιωναθαν.3 Ahiya, fils d’Ahitoub, frère d’Ikabod, fils de Pinhas, fils d’Héli, qui était prêtre de Yahvé à Silo, portait l’éphod. Personne dans la troupe ne remarqua que Jonathan était parti.
4 Μεταξυ δε των διαβασεων, δια των οποιων ο Ιωναθαν εζητει να περαση προς την φρουραν των Φιλισταιων, ητο αποτομος βραχος εξ ενος μερους και αποτομος βραχος εκ του αλλου μερους? και το ονομα του ενος Βοσες, το δε ονομα του αλλον Σενε.4 De chaque côté du défilé que Jonathan cherchait à traverser pour atteindre le poste philistin, il y avait un rocher: l’un était le rocher de Bosès et l’autre s’appelait Senné.
5 Το μετωπον του ενος βραχου ητο προς βορραν απεναντι Μιχμας, και το του αλλου προς νοτον απεναντι Γαβαα.5 Le premier rocher se trouve au nord, en face de Mikmas, le second au sud face à Guéba.
6 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των απεριτμητων τουτων? ισως ενεργηση ο Κυριος υπερ ημων? διοτι δεν ειναι εις τον Κυριον εμποδιον να σωση δια πολλων η δι' ολιγων.6 Jonathan dit au jeune homme qui portait ses armes: “Allons et traversons vers le poste de ces incirconcis. Peut-être Yahvé fera-t-il quelque chose pour nous, car rien n’arrête Yahvé. Qu’on soit beaucoup ou très peu, il peut toujours délivrer.”
7 Και ειπε προς αυτον ο οπλοφορος αυτου, Καμε ο, τι ειναι εν τη καρδια σου? προχωρει? ιδου, εγω ειμαι μετα σου κατα την καρδιαν σου.7 Le jeune homme répondit: “Fais à ton idée pour le mieux, je suis avec toi et tu décides.”
8 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν, Ιδου, ημεις θελομεν περασει προς τους ανδρας και θελομεν δειχθη εις αυτους?8 Jonathan lui dit: “Écoute, nous passerons vers ces hommes et nous nous montrerons à eux.
9 εαν ειπωσι προς ημας ουτω, Σταθητε εως να ελθωμεν προς εσας? τοτε θελομεν σταθη εν τω τοπω ημων και δεν θελομεν αναβη προς αυτους?9 S’ils nous disent: Arrêtez-vous, attendez que nous venions!, nous resterons sur place et nous ne monterons pas vers eux.
10 αλλ' εαν ειπωσιν ουτως, Αναβητε προς ημας? τοτε θελομεν αναβη? διοτι ο Κυριος παρεδωκεν αυτους εις την χειρα ημων? και τουτο θελει εισθαι εις ημας το σημειον.10 Mais s’ils nous disent: Montez vers nous!, nous monterons. Ce sera le signe que Yahvé les a livrés entre nos mains.”
11 Εδειχθησαν λοιπον αμφοτεροι εις την φρουραν των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι ειπον, Ιδου, οι Εβραιοι εξερχονται εκ των τρυπων, οπου ειχον κρυφθη.11 Ils se montrèrent donc tous les deux au poste des Philistins. Ceux-ci pensèrent: “Voici des Hébreux qui sortent des trous où ils se cachaient.”
12 Και ελαλησαν οι ανδρες της φρουρας προς τον Ιωναθαν και προς τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, και ειπον, Αναβητε προς ημας, και θελομεν σας φανερωσει τι. Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον οπλοφορον αυτου, Αναβα κατοπιν μου? διοτι παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ισραηλ.12 Les hommes du poste s’adressèrent à Jonathan et au jeune homme qui portait ses armes, ils leur dirent: “Montez vers nous, nous avons quelque chose à vous apprendre.” Jonathan dit à son compagnon: “Monte derrière moi, car Yahvé les a livrés entre les mains d’Israël.”
13 Και ανερπυσεν ο Ιωναθαν με τας χειρας αυτου και με τους ποδας αυτου, και ο βασταζων τα οπλα αυτου κατοπιν αυτου? και επεσον εμπροσθεν του Ιωναθαν? και ο βασταζων τα οπλα αυτου εθανατονεν αυτους κατοπιν αυτου.13 Jonathan monta en escaladant avec les mains et les pieds et son compagnon le suivit. Les Philistins tombaient devant Jonathan et son compagnon les achevait derrière lui.
14 Αυτη δε η πρωτη σφαγη, την οποιαν εκαμον ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου, ητο περιπου εικοσι ανδρες, εις διαστημα γης ημισεως στρεμματος.14 Jonathan et son compagnon firent là un premier massacre: une vingtaine d’hommes tombèrent sur un terrain qui mesurait à peine un arpent.
15 Και εγεινε τρομος εν τω στρατοπεδω, εν τοις αγροις και εν παντι τω λαω? η φρουρα και οι λεηλατουντες, και αυτοι κατετρομαξαν, και η γη συνεταραχθη? ωστε ητο ως τρομος Θεου.15 La terreur se répandit dans le camp, dans la campagne et dans tout le peuple. Le poste et la troupe des guerriers furent saisis de peur eux aussi, la terre trembla, c’était comme une terreur venant de Dieu.
16 Και ειδον οι φρουροι του Σαουλ εν Γαβαα του Βενιαμιν, και ιδου, το πληθος διελυετο και βαθμηδον διεσκορπιζετο.16 Les sentinelles de Saül qui étaient à Guibéa de Benjamin virent que le camp des Philistins se dispersait de tous côtés.
17 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον λαον τον μετ' αυτου, Απαριθμησατε τωρα και ιδετε τις ανεχωρησεν εξ ημων. Και οτε απηριθμησαν, ιδου, ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου δεν ησαν.17 Alors Saül dit à ceux qui étaient avec lui: “Passez en revue le peuple et voyez qui est parti de chez nous.” On passa le peuple en revue et il ne manquait que Jonathan et le jeune homme qui portait ses armes.
18 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Αχια, Φερε εδω την κιβωτον του Θεου. Διοτι η κιβωτος του Θεου ητο τοτε μετα των υιων Ισραηλ.18 Saül dit à Ahiya: “Apporte l’éphod.” C’était lui en effet qui portait l’éphod en présence d’Israël.
19 Και ενω ελαλει ο Σαουλ προς τον ιερεα, ο θορυβος εν τω στρατοπεδω των Φιλισταιων επροχωρει επι το μαλλον και επληθυνετο? ο δε Σαουλ ειπε προς τον ιερεα, Συρε οπισω την χειρα σου.19 Mais pendant que Saül parlait au prêtre, la confusion allait en grandissant dans le camp des Philistins. Finalement Saül dit au prêtre: “Retire ta main.”
20 Και συνηθροισθησαν ο Σαουλ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και ηλθον εως εις την μαχην? και ιδου, παντος ανδρος η ρομφαια ητο εναντιον του συντροφου αυτου, σφαγη μεγαλη σφοδρα.20 Puis Saül et toutes les troupes se rassemblèrent et arrivèrent au lieu du combat. Il y avait là une énorme panique: ils tiraient leur épée les uns contre les autres.
21 οι δε Εβραιοι οι μετα των Φιλισταιων οντες ως αλλοτε, οιτινες ειχον αναβη μετ' αυτων εις το στρατοπεδον εκ των περιξ, και αυτοι ετι ηνωθησαν μετα των Ισραηλιτων, οιτινες ησαν μετα του Σαουλ και Ιωναθαν.21 Les Hébreux qui s’étaient mis au service des Philistins et qui étaient montés avec eux au camp, se retournèrent pour se joindre aux Israélites qui étaient avec Saül et Jonathan.
22 Και παντες οι ανδρες του Ισραηλ οι κρυπτομενοι εν τω ορει Εφραιμ, ακουσαντες οτι οι Φιλισταιοι εφευγον, εδραμον και αυτοι κατοπιν αυτων εις πολεμον.22 Tous les Israélites qui s’étaient cachés dans la montagne d’Éphraïm se lancèrent à leur tour à la poursuite des Philistins qui s’enfuyaient devant eux.
23 Και εσωσεν ο Κυριος τον Ισραηλ εν τη ημερα εκεινη? και η μαχη επερασεν εις Βαιθ-αυεν.23 Ce jour-là Yahvé donna la victoire à Israël. La bataille s’étendit au-delà de Beth-Aven.
24 Οι δε ανδρες του Ισραηλ απεκαμον την ημεραν εκεινην? διοτι ο Σαουλ ειχεν ορκισει τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην εως εσπερας, και εκδικηθω απο των εχθρων μου. Οθεν δεν εγευθη τροφην πας ο λαος.24 Au moment où les Israélites étaient serrés de tous côtés, Saül avait déclaré solennellement devant tout le peuple: “Maudit soit celui qui mangera quelque chose avant le soir, avant que j’aie tiré vengeance de mes ennemis!” Et tout le peuple était resté à jeun.
25 Και παν το πληθος ηλθεν εις δασος, οπου ητο μελι κατα γης.25 Or on trouva du miel sur le terrain.
26 Και οτε εισηλθεν ο λαος εις το δασος, ιδου, το μελι εσταλαξεν? ουδεις ομως επλησιασε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου? διοτι εφοβηθη ο λαος τον ορκον.26 Le peuple entra dans la forêt et vit ce miel qui coulait. Nul d’entre eux ne porta la main à sa bouche, car le peuple se rappelait la malédiction prononcée par le roi.
27 Ο Ιωναθαν ομως δεν ειχεν ακουσει, οτε ο πατηρ αυτου ωρκισε τον λαον? οθεν ηπλωσε το ακρον της ραβδου της εν τη χειρι αυτου και εβυθισεν αυτο εις κηρηθραν και εβαλε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου, και ανεβλεψαν οι οφθαλμοι αυτου.27 Mais Jonathan n’avait pas entendu le serment de son père; il avança le bout de son bâton, le plongea dans le rayon de miel et le ramena à sa bouche: ses yeux s’éclaircirent.
28 Απεκριθη δε εις εκ του λαου και ειπεν, Ο πατηρ σου ωρκισε δι' ορκου τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην σημερον? δια τουτο ο λαος ειναι εκλελυμενος.28 Quelqu’un de l’armée lui dit: “Ton père a déclaré solennellement devant tout le peuple: Maudit soit celui qui mangera quelque chose aujourd’hui.”
29 Ο δε Ιωναθαν ειπεν, Εταραξεν ο πατηρ μου τον κοσμον? ιδετε, παρακαλω, ποσον ανεβλεψαν οι οφθαλμοι μου, διοτι εγευθην ολιγον εκ τουτου του μελιτος?29 Jonathan répondit: “Mon père a fait bien du tort au pays; regardez donc comme mes yeux se sont éclaircis depuis que j’ai goûté un peu de miel.
30 ποσω μαλλον, εαν ο λαος ηθελε φαγει την σημερον ελευθερως εκ των λαφυρων των εχθρων αυτου, τα οποια ευρηκε; διοτι δεν ηθελε γεινει τωρα πολυ μεγαλητερα σφαγη μεταξυ των Φιλισταιων;30 Si aujourd’hui tout le peuple avait pris sur le butin de ses ennemis de quoi manger, la défaite des Philistins aurait sûrement été plus grande.”
31 Επαταξαν δε εν εκεινη τη ημερα τους Φιλισταιους απο Μιχμας εως Αιαλων? και ο λαος ητο εκλελυμενος σφοδρα.31 Ce jour-là on écrasa les Philistins de Mikmas jusqu’à Ayyalon, mais le peuple était à bout de forces.
32 Οθεν ερριφθη ο λαος εις τα λαφυρα, και ελαβε προβατα και βοας και μοσχους και εσφαξαν κατα γης? και ετρωγεν ο λαος μετα του αιματος.32 Le peuple alors se jeta sur le butin, il prit du petit bétail, des bœufs, des veaux, les immola à même la terre et se mit à manger au-dessus du sang.
33 Ανηγγειλαν δε προς τον Σαουλ, λεγοντες, Ιδου, ο λαος αμαρτανει εις τον Κυριον, διοτι τρωγουσι μετα του αιματος. Και ειπε, Παραβαται εσταθητε? κυλισατε προς εμε σημερον λιθον μεγαν.33 On avertit Saül: “Le peuple est en train de pécher contre Yahvé: les gens mangent la viande au-dessus du sang.” Saül s’écria: “Vous êtes tous des infidèles! Roulez ici une grande pierre.”
34 Και ειπεν ο Σαουλ, Διασπαρθητε μεταξυ του λαου και ειπατε προς αυτους, Φερετε μοι ενταυθα εκαστος τον βουν αυτου και εκαστος το προβατον αυτου, και σφαξατε ενταυθα και φαγετε? και μη αμαρτανετε εις τον Κυριον, τρωγοντες μετα του αιματος. Και εφεραν πας ο λαος εκαστος τον βουν αυτου μεθ' εαυτου εκεινην την νυκτα και εσφαξαν εκει.34 Puis Saül ajouta: “Dispersez-vous au milieu du peuple et dites-leur que chacun amène ici son bœuf ou son mouton. Vous les immolerez et vous les mangerez, mais ne péchez pas contre Yahvé en mangeant la viande au-dessus du sang.” Chacun amena donc ce qu’il avait sous la main ce soir-là: ils firent l’immolation en ce lieu.
35 Και ωκοδομησεν ο Σαουλ θυσιαστηριον εις τον Κυριον? τουτο ητο το πρωτον θυσιαστηριον, το οποιον ωκοδομησεν ο Σαουλ εις τον Κυριον.35 Saül y construisit un autel à Yahvé, ce fut le premier autel qu’il lui construisit.
36 Και ειπεν ο Σαουλ, Ας καταβωμεν εξοπισω των Φιλισταιων δια νυκτος, και ας διαρπασωμεν αυτους εως να φεγξη η ημερα, και ας μη αφησωμεν μηδε ενα εξ αυτων. Και ειπον, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον. Τοτε ειπεν ο ιερευς, Ας προσελθωμεν ενταυθα εις τον Θεον.36 Saül dit encore: “Descendons à la poursuite des Philistins pendant la nuit, pillons-les jusqu’à ce que brille l’aube et ne laissons personne en vie parmi eux.” On lui répondit: “Fais à ton idée!” Le prêtre dit alors: “Il nous faut consulter Dieu.”
37 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Θεον, Να καταβω εξοπισω των Φιλισταιων; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα του Ισραηλ; Αλλα δεν απεκριθη προς αυτον την ημεραν εκεινην.37 Saül consulta Dieu: “Dois-je descendre à la poursuite des Philistins? Les livreras-tu entre les mains d’Israël?” Mais ce jour-là Dieu ne lui répondit pas.
38 Και ειπεν ο Σαουλ, Πλησιασατε ενταυθα παντες οι αρχηγοι του λαου? και μαθετε και ιδετε, εις ποιον εσταθη η αμαρτια αυτη σημερον?38 Alors Saül dit: “Approchez vous tous, chefs du peuple, regardez et vérifiez en quoi a consisté le péché.
39 διοτι ζη Κυριος, ο σωσας τον Ισραηλ, οτι και εις τον Ιωναθαν τον υιον μου αν εσταθη, θελει βεβαιως θανατωθη. Και δεν ευρεθη ουδεις μεταξυ παντος του λαου, οστις απεκριθη προς αυτον.39 Je le jure par la vie de Yahvé qui vient de délivrer Israël: même si c’est mon fils Jonathan qui a péché, il mourra.” Dans tout le peuple nul ne lui répondit.
40 Και ειπε προς παντα τον Ισραηλ, Σταθητε σεις εκ του ενος μερους, εγω δε και Ιωναθαν ο υιος μου θελομεν σταθη εκ του αλλου μερους. Και ειπεν ο λαος προς τον Σαουλ, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον.40 Alors il dit à tout Israël: “Vous, vous serez d’un côté, moi et mon fils Jonathan, nous nous mettrons de l’autre.” Le peuple dit à Saül: “Fais à ton idée!”
41 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, Δειξον τον αθωον. Και επιασθη ο Ιωναθαν και ο Σαουλ? ο δε λαος απελυθη.41 Saül demanda à Yahvé: “Dieu d’Israël, pourquoi n’as-tu pas répondu à ton serviteur aujourd’hui? Si cette faute se trouve en moi ou en mon fils Jonathan, donne les Ourim. Mais si cette faute se trouve du côté de ton peuple Israël, donne les Toumim.” Jonathan et Saül furent désignés tandis que le peuple était épargné.
42 Και ειπεν ο Σαουλ, Ριψατε κληρους μεταξυ εμου και Ιωναθαν του υιου μου. Και επιασθη ο Ιωναθαν.42 Saül dit: “Jetez le sort entre moi et mon fils Jonathan.” Et Jonathan fut désigné.
43 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Ιωναθαν, Φανερωσον μοι τι επραξας. Και εφανερωσε προς αυτον ο Ιωναθαν, και ειπε, Τωοντι εγευθην ολιγον μελι δια του ακρου της ραβδου της εν τη χειρι μου? ιδου, εγω, αποθνησκω.43 Alors Saül dit à Jonathan: “Dis-moi ce que tu as fait.” Jonathan répondit: “J’ai simplement goûté un peu de miel au bout du bâton que j’avais dans la main, mais je suis prêt à mourir.”
44 Και απεκριθη ο Σαουλ, Ουτω να καμη ο Θεος και ουτω να προσθεση? βεβαιως θελεις αποθανει, Ιωναθαν.44 Saül répondit: “Que Dieu me maudisse, et me maudisse encore si tu ne meurs pas, Jonathan!”
45 Ο δε λαος ειπε προς τον Σαουλ, Ο Ιωναθαν θελει αποθανει, οστις εκαμε την μεγαλην ταυτην σωτηριαν εις τον Ισραηλ; Μη γενοιτο? Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ εκ της κεφαλης αυτου θελει πεσει εις την γην? διοτι ενηργησε μετα του Θεου την ημεραν ταυτην. Και ελυτρωσεν ο λαος τον Ιωναθαν, και δεν απεθανε.45 Mais le peuple dit à Saül: “Jonathan va-t-il mourir, lui qui a donné une si grande victoire à Israël? Il n’en est pas question! Par la vie de Yahvé, il ne tombera pas à terre un seul des cheveux de sa tête, car c’est avec Dieu qu’il a agi en ce jour.” C’est ainsi que le peuple sauva la tête de Jonathan.
46 Τοτε ανεβη ο Σαουλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι υπηγαν εις τον τοπον αυτων.46 Saül cessa de poursuivre les Philistins; il remonta cependant que les Philistins s’en retournaient chez eux.
47 Και ελαβεν ο Σαουλ την βασιλειαν επι τον Ισραηλ, και επολεμησεν εναντιον παντων των εχθρων αυτου κυκλω? εναντιον του Μωαβ και εναντιον των υιων του Αμμων και εναντιον του Εδωμ και εναντιον των βασιλεων της Σωβα και εναντιον των Φιλισταιων? και εναντιον παντων οπου και αν εστρεφετο, κατετροπονε.47 Saül avait affermi sa royauté sur Israël; il combattit contre tous ses ennemis: Moab, les fils d’Ammon, Édom, les rois de Soba et les Philistins. Partout où il se tournait, il était vainqueur.
48 Συνεκροτησεν ετι δυναμιν και επαταξε τον Αμαληκ, και ηλευθερωσε τον Ισραηλ εκ χειρος των διαρπαζοντων αυτους.48 Il écrasa Amalec au cours d’une grande expédition, et il délivra Israël des attaques des pillards.
49 Οι δε υιοι του Σαουλ ησαν Ιωναθαν και Ισονει και Μελχι-σουε? και τα ονοματα των δυο θυγατερων αυτου, το ονομα της πρωτοτοκου Μεραβ, και το ονομα της νεωτερας Μιχαλ?49 Les fils de Saül étaient Jonathan, Ichyo et Malki-Choua. Il eut deux filles, l’aînée s’appelait Mérob et la seconde Mikal.
50 το δε ονομα της γυναικος του Σαουλ ητο Αχινοαμ, θυγατηρ του Αχιμαας. Και το ονομα του αρχιστρατηγου αυτου Αβενηρ, υιος του Νηρ, θειου του Σαουλ.50 La femme de Saül était Ahinoam, fille d’Ahimaas. Le chef de son armée se nommait Abner, il était fils de Ner, l’oncle de Saül.
51 Ο δε Κεις ο πατηρ του Σαουλ, και ο Νηρ ο πατηρ του Αβενηρ, ησαν υιοι του Αβιηλ.51 Kich, le père de Saül, et Ner, le père d’Abner, étaient fils d’Abiel. 52 Durant toute la vie de Saül on eut une guerre acharnée contre les Philistins. Chaque fois que Saül voyait un homme solide et courageux, il l’attachait à son service.
52 Ητο δε πολεμος δυνατος εναντιον των Φιλισταιων κατα πασας τας ημερας του Σαουλ? και οποτε εβλεπεν ο Σαουλ ανδρα τινα δυνατον η ανδρειον, παρελαμβανεν αυτον πλησιον εαυτου.