Scrutatio

Domenica, 16 giugno 2024 - Sant´ Aureliano ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 11


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ? και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.1 E intervenne, dopo uno mese, Naas della gente di Ammon ascendeo, e combatteo contro a Jabes di Galaad. E tutti gli uomini di Jabes dissero a Naas; fa patti con esso noi, e saremo tuoi servi.
2 Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.2 E rispuose Naas di Ammon: in questo farò patto con voi, cioè ch' io caverò a cadauno di voi l'occhio ritto, e porrovvi obbrobrio in tutto Israel.
3 Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ? και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.3 E gli antichi di Jabes rispuosero a lui: concedici sette dì, che noi mandiamo per tutte le terre d' Israel messaggi; e se non sia chi ci difenda, usciremo a te.
4 Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου? και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.4 E vennero messaggi in Galaad di Saul; e dissero queste parole, intendendole il popolo. E il popolo levò la sua voce, e pianse..
5 Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου? και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.5 E Saul veniva (la mattina) del campo dietro a' buoi, e disse: che hae il popolo che piagne? E narrorgli tutte le parole degli uomini di Jabes.
6 Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους? και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.6 E udite queste parole, lo Spirito di Dio venne in Saul; e nel suo furore fu molto irato.
7 Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.7 E tolse tutti due i buoi, e tagliolli in pezzi; e per messaggi gli mandò per tutte le terre d' Israel, dicendo: chiunque non uscirà fuori, e seguiterà Saul e Samuel, così sarà fatto ai suoi buoi. E il timore di Dio fue nel popolo, e uscirono quasi come uno uomo.
8 Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.8 E fece di loro richiesta in Bezec; e furono i figliuoli d' Israel CCC milia di uomini, e gli uomini di Giuda trenta milia.
9 Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ? Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις? και υπερεχαρησαν.9 E dissero a' messi ch' erano venuti: dite così agli uomini di Jabes di Galaad: domani, quando il sole riscalderà, sarà la vostra salute. Onde vennero i messi agli uomini di Jabes, li quali si rallegrarono.
10 Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.10 E dissero domani usciremo a voi; e farete a noi tutto quello che vi piacerà.
11 Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα? και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα? και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.11 E fatto l'altro dì, Saul ordinò il popolo in tre parti; ed entrò nel mezzo del campo nella vigilia del mattutino, e percosse Ammon insino che il sole riscaldò; gli altri si sparsero in tal modo, che non si ritrovarono due insieme.
12 Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.12 E disse il popolo a Samuel: chi è quelli che disse: Saul non regnerà sopra noi? Dateci questi uomini, e ucciderengli.
13 Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην? διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.13 E Saul disse: non sarà ucciso uomo oggi; però che oggi ha fatta Iddio salute in Israel.
14 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.14 E Samuel disse al popolo: venite e andiamo in Galgala, e rinnoveremo ivi il regno.
15 Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα? και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις? και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου? και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.15 E tutto il popolo andò in Galgala, e fecero ivi Saul re in cospetto del Signore in Galgala, e offerirono vittime pacifiche dinanzi a Dio. E molto si rallegrarono Saul e tutti gli uomini d' Israel.