Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΡΟΥΘ - Ruth 2


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ειχε δε η Ναομι συγγενη τινα του ανδρος αυτης, ανθρωπον δυνατον εν ισχυι, εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ? και το ονομα αυτου Βοοζ.1 Du côté de son mari, Noémi avait un parent qui s’appelait Booz; c’était un homme respecté qui était du même clan qu’Élimélek.
2 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις προς την Ναομι, Ας υπαγω, παρακαλω, εις τον αγρον δια να συναξω ασταχυα κατοπιν ουτινος ευρω χαριν εις τους οφθαλμους? και ειπε προς αυτην, Υπαγε, θυγατηρ μου.2 Ruth la Moabite dit à Noémi: “Laisse-moi aller dans les champs glaner des épis derrière quelqu’un qui ne me fera pas d’histoire.” Elle lui répondit: “Va, ma fille.”
3 Και υπηγε και ελθουσα εσταχυολογει εν τω αγρω κατοπιν των θεριστων? και ετυχεν εν μερει του αγρου του Βοοζ, οστις ητο εκ της συγγενειας του Ελιμελεχ.3 Ruth partit donc et s’en alla glaner dans les champs, derrière les moissonneurs. Par bonheur, elle arriva dans une pièce de terre appartenant à Booz, du clan d’Élimélek.
4 Και ιδου, ο Βοοζ ηλθεν εκ Βηθλεεμ και ειπε προς τους θεριστας, Κυριος μεθ' υμων. Και απεκριθησαν προς αυτον, Κυριος να σε ευλογηση.4 Or Booz arrivait de Bethléem: “Que Yahvé soit avec vous!” dit-il aux moissonneurs, et ils lui répondirent: “Que Yahvé te bénisse.”
5 Τοτε ειπεν ο Βοοζ προς τον υπηρετην αυτου, τον επιστατην των θεριστων, Τινος ειναι η νεα αυτη;5 Booz demanda alors à celui de ses serviteurs qui commandait les moissonneurs: “À qui est cette jeune femme?”
6 Και ο υπηρετης ο επιστατης των θεριστων απεκριθη και ειπεν, ειναι η νεα η Μωαβιτις, η επιστρεψασα μετα της Ναομι εκ γης Μωαβ?6 Le serviteur qui commandait les moissonneurs répondit: “Cette jeune femme est la Moabite, celle qui est revenue des champs de Moab avec Noémi.
7 και ειπεν, Ας σταχυολογησω, παρακαλω, και ας συναξω τι μεταξυ των δεματιων κατοπιν των θεριστων? και ηλθε και εσταθη απο πρωιας εως ταυτης της ωρας? ολιγον μονον ανεπαυθη εν τη οικια.7 Elle m’a dit: Permets-moi de glaner et de ramasser ce qui tombe des gerbes derrière les moissonneurs. Elle est donc venue et elle est restée là; depuis le matin jusqu’à présent elle s’est à peine arrêtée.”
8 Και ειπεν ο Βοοζ προς την Ρουθ, Δεν ακουεις, θυγατηρ μου; μη υπαγης να σταχυολογησης εν αλλω αγρω, μηδε να αναχωρησης εντευθεν, αλλα μενε ενταυθα μετα των κορασιων μου?8 Booz dit à Ruth: “Écoute-moi ma fille: ne va pas glaner dans un autre champ, ne t’éloigne pas d’ici mais attache-toi à mes servantes.
9 ας ηναι οι οφθαλμοι σου επι τον αγρον οπου θεριζουσι, και υπαγε κατοπιν αυτων? δεν προσεταξα εγω εις τους νεους να μη σε εγγισωσι; και οταν διψησης υπαγε εις τα αγγεια και πινε απο ο, τι αντλησωσιν οι νεοι.9 Regarde le champ qu’on moissonne et suis-les. Sache bien que j’ai défendu aux serviteurs de te frapper. Si tu as soif, va boire aux cruches l’eau qu’ils auront puisée.”
10 Η δε επεσε κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους και ειπε προς αυτον, Πως εγω ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ωστε να λαβης προνοιαν περι εμου, ενω ειμαι ξενη;10 Alors Ruth se prosterna la face contre terre et lui dit: “Qu’ai-je donc fait pour que tu me regardes avec bonté et que tu t’intéresses à moi qui ne suis qu’une étrangère?”
11 Και ο Βοοζ απεκριθη και ειπε προς αυτην, Ανηγγελθησαν προς εμε ακριβως παντα οσα εκαμες εις την πενθεραν σου μετα τον θανατον του ανδρος σου? και οτι αφηκας τον πατερα σου και την μητερα σου και την γην της γεννησεως σου, και ηλθες προς λαον, τον οποιον δεν εγνωριζες προτερον?11 Booz lui répondit: “On m’a rapporté tout ce que tu as fait pour ta belle-mère après la mort de ton mari. On m’a dit comment tu as quitté ton père, ta mère et ton pays natal, pour te rendre dans un peuple que tu ne connaissais pas, ni d’hier, ni d’avant-hier.
12 ο Κυριος να ανταμειψη το εργον σου, και ο μισθος σου να ηναι πληρης παρα Κυριου του Θεου του Ισραηλ, υπο τας πτερυγας του οποιου ηλθες να σκεπασθης.12 Que Yahvé te rende aujourd’hui ce que tu as fait et que tu obtiennes une bonne récompense de la part de Yahvé, le Dieu d’Israël, puisque tu es venue t’abriter sous ses ailes.”
13 Η δε ειπεν, Ας ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου? επειδη με παρηγορησας και επειδη ελαλησας ευμενως προς την δουλην σου, αν και εγω δεν ειμαι ουδε ως μια των θεραπαινιδων σου.13 Elle lui dit: “Je voudrais bien mériter ta bonté, mon seigneur. Tu m’as consolée et tu as parlé au cœur de ta servante, alors que je ne suis même pas comme l’une de tes servantes.”
14 Και ειπε προς αυτην ο Βοοζ την ωραν του φαγητου, Ελθε και φαγε εκ του αρτου και βρεξον το ψωμιον σου εις το οξος. Και αυτη εκαθισεν εις τα πλαγια των θεριστων? εκεινος δε εδωκεν εις αυτην σιτον πεφρυγανισμενον, και εφαγε και εχορτασθη και επερισσευσε.14 Au moment du repas Booz lui dit: “Approche un peu, mange de ce pain et trempe ton morceau dans le vinaigre.” Elle s’assit donc à côté des moissonneurs et Booz lui mit un tas de grains rôtis devant elle. Elle mangea à sa faim et emporta le reste.
15 Και εσηκωθη να σταχυολογηση, και προσεταξεν ο Βοοζ εις τους νεους αυτου, λεγων, Και μεταξυ των δεματιων ας σταχυολογη, και μη επιπληττετε αυτην?15 Ensuite elle se leva de nouveau pour glaner. Booz donna cet ordre à ses serviteurs: “Qu’elle glane même entre les gerbes, ne la tourmentez pas.
16 και μαλιστα αφινετε να πιπτη τι απο των χειροβολων δια αυτην και αφινετε να συλλεγη και μη ελεγχετε αυτην.16 Ayez même soin de tirer vous-mêmes quelques épis de vos gerbes. Vous les laisserez tomber pour qu’elle les ramasse et vous ne crierez pas sur elle.”
17 Και εσταχυολογησεν εν τω αγρω εως εσπερας και εκοπανισεν οσον εσταχυολογησε? και ητο εως εν εφα κριθης.17 Ruth glana ainsi dans le champ jusqu’au soir et lorsqu’elle eut battu ce qu’elle avait ramassé, il y avait environ une mesure d’orge.
18 Και εσηκωσεν αυτο και εισηλθεν εις την πολιν? και ειδεν η πενθερα αυτης οσον εσταχυολογησε? και εκβαλουσα η Ρουθ, εδωκεν εις αυτην ο, τι ειχε περισσευσει αφου εχορτασθη.18 Elle l’emporta, rentra à la ville, et sa belle-mère vit ce qu’elle avait ramassé. Elle tira même ce qu’elle avait mis en réserve de son repas, et le lui donna.
19 Και ειπε προς αυτην η πενθερα αυτης, Που εσταχυολογησας σημερον; και που εδουλευσας; ευλογημενος να ηναι εκεινος οστις ελαβε προνοιαν περι σου. Και εκεινη εφανερωσε προς την πενθεραν αυτης εις τινος αγρον εδουλευσε και ειπε, το ονομα του ανθρωπου, εις τον οποιον εδουλευσα σημερον, ειναι Βοοζ.19 “Où as-tu glané aujourd’hui? lui dit sa belle-mère, dans quel champ as-tu ramassé? Béni soit celui qui s’est intéressé à toi!” Ruth apprit à sa belle-mère chez qui elle avait travaillé. Elle lui dit: “L’homme chez qui j’ai travaillé aujourd’hui s’appelle Booz.”
20 Και ειπεν η Ναομι προς την νυμφην αυτης, Ευλογημενος παρα Κυριου εκεινος οστις δεν αφηκε το ελεος αυτου προς τους ζωντας και προς τους τεθνεωτας. Και ειπε προς αυτην η Ναομι, Συγγενης ημων ειναι ο ανθρωπος ουτος εκ των πλησιον συγγενων ημων.20 Noémi dit alors à sa belle-fille: “Qu’il soit béni de Yahvé, qui ne cesse de montrer sa bonté envers les vivants et envers les morts!” Et Noémi ajouta: “Cet homme est notre proche parent, il est l’un de ceux qui ont sur nous un droit de rachat.”
21 Και ειπεν η Ρουθ η Μωαβιτις, Αυτος με ειπε προσετι, Συ θελεις μενει μετα των ανθρωπων μου, εωσου τελειωσωσιν ολον τον θερισμον μου.21 Ruth la Moabite dit alors à sa belle-mère: “Il m’a dit encore: Reste avec mes serviteurs jusqu’à ce qu’ils aient terminé toute la moisson.”
22 Και ειπεν η Ναομι προς την Ρουθ την νυμφην αυτης, Ειναι καλον, θυγατηρ μου, να εκβαινης μετα των κορασιων αυτου, και να μη σε απαντησωσιν εν αλλω αγρω.22 Noémi dit à Ruth, sa belle-fille: “C’est une bonne chose ma fille que tu restes avec ses servantes, car dans un autre champ on risquerait de te maltraiter.”
23 Και προσεκολληθη εις τα κορασια του Βοοζ δια να σταχυολογη, εωσου τελειωση ο θερισμος των κριθων και ο θερισμος του σιτου? και εκαθητο μετα της πενθερας αυτης.23 Elle resta donc au milieu des servantes de Booz pour glaner jusqu’à la fin de la moisson des orges et de la moisson des blés; elle habitait avec sa belle-mère.