Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 8


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ειπον προς αυτον οι ανδρες Εφραιμ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας, οτι δεν εκαλεσας ημας οτε υπηγες να πολεμησης εναντιον του Μαδιαμ; και ελογομαχησαν σφοδρα μετ' αυτου.1 Les hommes d’Éphraïm dirent à Gédéon: “Qu’est-ce que tu nous as fait là? Tu ne nous as même pas appelés lorsque tu allais combattre les Madianites?” Ils étaient très en colère contre lui.
2 Ο δε ειπε προς αυτους, Τι εκαμα τωρα ως προς εσας; δεν ειναι καλητερον το αποτρυγημα του Εφραιμ παρα τον τρυγητον του Αβι-εζερ;2 Alors Gédéon leur répondit: “Toute la vendange d’Abiézer ne valait pas ce qu’Éphraïm a grappillé derrière lui.
3 παρεδωκεν ο Θεος εις τας χειρας σας τους αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ? και τι ηδυναμην να καμω ως προς εσας; Τοτε το πνευμα αυτων ησυχασε προς αυτον, οτε ελαλησε τον λογον τουτον.3 N’est-ce pas entre vos mains que Yahvé a livré les chefs de Madian Oreb et Zéeb? Ce que j’ai fait n’est rien en comparaison.” Quand il eut ainsi parlé, leur colère s’apaisa.
4 Και ελθων ο Γεδεων εις τον Ιορδανην, διεβη, αυτος και οι τριακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, αποκαμωμενοι, ομως καταδιωκοντες.4 Arrivé au Jourdain, Gédéon le traversa avec les 300 hommes qui l’accompagnaient, mais ils étaient épuisés par la poursuite.
5 Και ειπε προς τους ανθρωπους της Σοκχωθ, Δοτε, παρακαλω, αρτους τινας εις τον λαον τον ακολουθουντα με? διοτι ειναι αποκαμωμενος, και εγω καταδιωκω οπισω του Ζεβεε και του Σαλμανα, των βασιλεων του Μαδιαμ.5 C’est pourquoi il dit aux gens de Soukkot: “Donnez, s’il vous plaît, des galettes de pain à cette troupe qui m’accompagne, car mes gens sont à bout de forces. Je suis en train de poursuivre Zébah et Salmouna, les rois de Madian.”
6 Και απεκριθησαν οι αρχηγοι της Σοκχωθ, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ειναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις το στρατευμα σου;6 Mais les anciens de Soukkot répondirent: “As-tu déjà lié les mains à Zébah et Salmouna? Et tu voudrais que nous donnions du pain à tes hommes?”
7 Και ειπεν ο Γεδεων, Δια τουτο, αφου παραδωση ο Κυριος τον Ζεβεε και τον Σαλμανα εις την χειρα μου, τοτε εγω θελω καταξανει τας σαρκας σας με τας ακανθας της ερημου και με τους τριβολους.7 Gédéon leur répondit: “Très bien! Aussitôt que Yahvé aura livré entre mes mains Zébah et Salmouna, je vous arracherai la peau avec les épines du désert, avec les chardons.”
8 Και ανεβη εκειθεν εις Φανουηλ και ελαλησεν ωσαυτως προς αυτους? και απεκριθησαν οι ανδρες της Φανουηλ προς αυτον καθως απεκριθησαν οι ανδρες της Σοκχωθ.8 Il partit donc de là vers Pénuel et il adressa les mêmes paroles aux gens de Pénuel. Ils répondirent comme l’avaient fait ceux de Soukkot.
9 Ο δε ειπε και προς τους ανδρας της Φανουηλ, λεγων, Οταν επιστρεψω εν ειρηνη, θελω κατασκαψει τον πυργον τουτον.9 Il répliqua donc aux gens de Pénuel: “Lorsque je reviendrai vainqueur, je renverserai cette tour.”
10 Ο Ζεβεε δε και ο Σαλμανα ησαν εν Καρκορ και τα στρατευματα αυτων μετ' αυτων, ως δεκαπεντε χιλιαδες, παντες οι εναπολειφθεντες ολου του στρατευματος των κατοικων της ανατολης? διοτι επεσον εκατον εικοσι χιλιαδες ανδρων συροντων ρομφαιαν.10 Zébah et Salmouna étaient à Karkor avec une troupe d’environ 15 000 hommes (c’étaient les survivants de la grande armée des fils de l’Orient, car il en était déjà tombé 120 000).
11 Και ανεβη ο Γεδεων απο της οδου των κατοικουντων εν σκηναις, απο ανατολων της Νοβα και της Ιογβεα, και επαταξε το στρατοπεδον? ητο δε το στρατοπεδον εν αφοβια.11 Gédéon monta par le Chemin des Nomades, à l’est de Nobah et de Yogboha, et il écrasa leur armée qui se croyait en sûreté.
12 Ο δε Ζεβεε και ο Σαλμανα εφευγον, και αυτος κατεδιωκεν οπισω αυτων, και συνελαβε τους δυο βασιλεις του Μαδιαμ, τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και απαν το στρατοπεδον κατετροπωσε.12 Zébah et Salmouna s’enfuirent, mais il les poursuivit et fit prisonniers les deux rois de Madian, Zébah et Salmouna, tandis que toute leur armée était mise en déroute.
13 Και επεστρεψεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκ της μαχης απο της αναβασεως της Αρες.13 Après la bataille, Gédéon, fils de Yoach s’en retourna par la montée de Harès.
14 Και συλλαβων νεον τινα εκ των ανδρων της Σοκχωθ, ηρωτησεν αυτον? ο δε περιεγραψε προς αυτον τους αρχηγους της Σοκχωθ και τους πρεσβυτερους αυτης, εβδομηκοντα επτα ανδρας.14 Là il arrêta un jeune homme de Soukkot et l’interrogea. Celui-ci lui donna par écrit les noms des chefs de Soukkot et des anciens: ils étaient au nombre de 77.
15 Και ηλθεν ο Γεδεων προς τους ανδρας της Σοκχωθ και ειπεν, Ιδου, ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, δια τους οποιους με ωνειδισατε, λεγοντες, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ηναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις τους ανθρωπους σου, τους αποκαμωμενους;15 Gédéon alla trouver les gens de Soukkot et leur dit: “Voici Zébah et Salmouna à propos desquels vous vous êtes moqués de moi. Vous avez bien dit: Quand Zébah et Salmouna seront tombés entre tes mains, nous donnerons du pain à tous ces hommes épuisés.”
16 Και ελαβε τους πρεσβυτερους της πολεως και τας ακανθας της ερημου και τους τριβολους, και επαιδευσε με αυτα τους ανδρας της Σοκχωθ.16 Alors il saisit les anciens de la ville, puis il ramassa des épines du désert et des chardons, avec lesquels il déchira les gens de Soukkot.
17 Και τον πυργον της Φανουηλ κατεσκαψε και εθανατωσε τους ανδρας της πολεως.17 Gédéon renversa la tour de Pénuel et massacra les habitants de la ville.
18 Τοτε ειπε προς τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, Οποιοι ησαν οι ανθρωποι τους οποιους εθανατωσατε εν Θαβωρ; Οι δε ειπον, Οποιος συ, τοιουτοι ησαν? εκαστος ωμοιαζεν υιον βασιλεως.18 Puis il dit à Zébah et à Salmouna: “Comment donc étaient ces hommes que vous avez tués sur le Thabor?” Ils répondirent: “Ils te ressemblaient, chacun d’eux avait l’allure d’un fils de roi.”
19 Ο δε ειπεν, Αδελφοι μου, υιοι της μητρος μου ησαν? ζη Κυριος, εαν ηθελετε φυλαξει την ζωην αυτων, εγω δεν ηθελον σας θανατωσει.19 Gédéon répondit: “C’étaient mes frères, les fils de ma mère! Aussi vrai que Yahvé est vivant, si vous leur aviez laissé la vie, je ne vous tuerais pas.”
20 Και ειπε προς τον Ιεθερ τον πρωτοτοκον αυτου, Σηκωθεις θανατωσον αυτους? αλλ' ο νεος δεν εσυρε την ρομφαιαν αυτου, διοτι εφοβειτο, επειδη ητο ετι παιδιον.20 Alors il commanda à Yéter, son aîné: “Vas-y, tue-les!” Mais l’enfant ne tira pas son épée car il avait peur: il était encore jeune.
21 Τοτε ειπεν ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, Σηκωθητι συ και πεσον εφ' ημας? διοτι κατα τον ανθρωπον και η δυναμις αυτου. Και σηκωθεις ο Γεδεων εθανατωσε τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και ελαβε τους μηνισκους τους περι τον τραχηλον των καμηλων αυτων.21 Alors Zébah et Salmouna lui dirent: “Vas-y toi-même et frappe-nous! On reconnaît l’homme à sa force.” Gédéon tua donc Zébah et Salmouna et prit les croissants qui étaient aux cous de leurs chameaux.
22 Και ειπον οι ανδρες Ισραηλ προς τον Γεδεων, Γενου αρχων εφ' ημας, και συ και ο υιος σου και ο υιος του υιου σου, διοτι εσωσας ημας απο της χειρος του Μαδιαμ.22 Les Israélites dirent à Gédéon: “Puisque tu nous as délivrés de la main des Madianites, c’est toi qui vas régner sur nous, et après toi, ton fils et ton petit-fils.”
23 Ο δε Γεδεων ειπε προς αυτους, Δεν θελω γεινει αρχων εφ' υμας εγω, αλλ' ουδε ο υιος μου θελει γεινει αρχων εφ' υμας? ο Κυριος θελει εισθαι αρχων εφ' υμας.23 Gédéon leur répondit: “Ni moi, ni mon fils ne régnerons sur vous: Yahvé sera votre roi.”
24 Και ειπεν ο Γεδεων προς αυτους, θελω ζητησει απο σας ζητημα? να μοι δωσητε εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου? διοτι οι εχθροι ειχον ενωτια χρυσα, οντες Ισμαηλιται.24 Gédéon ajouta: “Je vous demande seulement que chacun d’entre vous me donne sur son butin un anneau (les vaincus étaient des Ismaélites et ils avaient des anneaux d’or).”
25 Και απεκριθησαν, Θελομεν δωσει αυτα μετα χαρας. Και ηπλωσαν φορεμα και ερριπτεν εκει εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου.25 Ils lui dirent: “Bien sûr, nous te le donnons.” Ils étendirent un manteau à terre et jetèrent chacun un anneau pris sur son butin.
26 Και το βαρος των χρυσων ενωτιων, τα οποια εζητησεν, ητο χιλιοι και επτακοσιοι σικλοι χρυσοι? εκτος των μηνισκων και των περιδεραιων και των πορφυρων, τα οποια ησαν επι τους βασιλεις του Μαδιαμ, και εκτος των περιλαιμιων, τα οποια ησαν εις τους τραχηλους των καμηλων αυτων.26 Le poids des anneaux d’or fut de 1 700 sicles, sans compter les croissants, les boucles d’oreilles et les habits de pourpre que portaient les rois de Madian; sans compter non plus les colliers qui pendaient au cou de leurs chameaux.
27 Και εκαμεν ο Γεδεων εφοδ εξ αυτων και εθεσεν αυτο εν τη πολει αυτου, εν Οφρα? και επορνευσε πας ο Ισραηλ οπισω αυτου εκει? και εγεινε παγις εις τον Γεδεων και εις τον οικον αυτου.27 De tout cela Gédéon fit un éphod qu’il dressa dans sa ville à Ofra. Tous les Israélites allaient s’y vendre, ce fut un piège pour Gédéon et pour sa famille.
28 Και εταπεινωθη ο Μαδιαμ εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, και δεν εσηκωσε πλεον την κεφαλην αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη εν ταις ημεραις του Γεδεων.28 Quant aux Madianites, ils furent désormais soumis aux Israélites et ne relevèrent plus la tête. Le pays fut en paix pendant 40 ans, le temps que vécut Gédéon.
29 Τοτε υπηγεν ο Ιεροβααλ υιος του Ιωας και κατωκησεν εν τω οικω αυτου.29 Yéroubbaal, fils de Yoach, s’en retourna et résida dans sa maison.
30 Ειχε δε Γεδεων εβδομηκοντα υιους εξελθοντας εκ των μηρων αυτου? διοτι ειχε γυναικας πολλας.30 Gédéon eut 70 fils, tous issus de lui, car il avait de nombreuses femmes.
31 Και η παλλακη αυτου, η εν Συχεμ, και αυτη εγεννησεν εις αυτον υιον, τον οποιον αυτος ωνομασεν Αβιμελεχ.31 Il avait à Sichem une concubine qui lui donna elle aussi un fils, et il l’appela Abimélek.
32 Και απεθανεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εν γηρατι καλω και εταφη εν τω ταφω Ιωας του πατρος αυτου, εν τη Οφρα των Αβι-εζεριτων.32 Gédéon, fils de Yoach, mourut dans une heureuse vieillesse. On l’enterra dans le tombeau de son père Yoach, à Ofra dans le territoire d’Abiézer.
33 Αποθανοντος δε του Γεδεων, επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ και επορνευσαν κατοπιν των Βααλειμ και εστησαν εις εαυτους τον Βααλ-βεριθ δια Θεον.33 Après la mort de Gédéon, les Israélites recommencèrent à se prostituer à la suite des Baals: ils se donnèrent comme dieu Baal-Bérit.
34 Και δεν ενεθυμηθησαν οι υιοι Ισραηλ Κυριον τον Θεον αυτων, τον σωσαντα αυτους εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτων κυκλοθεν.34 C’est ainsi que les Israélites oublièrent Yahvé leur Dieu, qui les avait délivrés de tous leurs ennemis à l’entour.
35 Και δεν εκαμον ελεος εις τον οικον του Ιεροβααλ Γεδεων, αναλογως προς παντα τα αγαθα, τα οποια εκαμεν εις τον Ισραηλ.35 Ils ne montrèrent pas davantage de reconnaissance à la famille de Yéroubbaal-Gédéon pour tout le bien qu’il avait fait à Israël.