Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 4


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και επραξαν οι υιοι Ισραηλ παλιν πονηρα ενωπιον του Κυριου, αφου ετελευτησεν ο Αωδ.1 Áod halála után azonban Izrael fiai ismét azt cselekedték, ami gonosz az Úr színe előtt,
2 Και επωλησεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ιαβειν, βασιλεως Χανααν, οστις εβασιλευεν εν Ασωρ? και αρχηγος των στρατευματων αυτου ητο ο Σισαρα, οστις κατωκει εκ Αρωσεθ των εθνων.2 és ezért az Úr Jábinnak, Kánaán azon királyának a kezébe adta őket, aki Hácorban uralkodott, s akinek hadvezérét Siserának hívták. Ez a Nemzetek-Harósetjében lakott.
3 Και εβοησαν προς τον Κυριον οι υιοι Ισραηλ? διοτι ειχεν εννεακοσιας αμαξας σιδηρας? και αυτος κατεθλιψε σφοδρα τους υιους Ισραηλ εικοσι ετη.3 Ekkor Izrael fiai az Úrhoz kiáltottak, mert neki kilencszáz kaszás-szekere volt, és húsz esztendőn át nagyon nyomorgatta őket.
4 Και η Δεβορρα, γυνη προφητις, γυνη του Λαφιδωθ, αυτη εκρινε τον Ισραηλ κατα τον καιρον εκεινον.4 Debóra prófétanő, Lápidót felesége bíráskodott ebben az időben a nép felett.
5 Και αυτη κατωκει υπο τον φοινικα της Δεβορρας, μεταξυ Ραμα και Βαιθηλ, εν τω ορει Εφραιμ? και ανεβαινον προς αυτην οι υιοι Ισραηλ δια να κρινωνται.5 A róla elnevezett pálmafa alatt ült törvényt, Ráma és Bétel között, Efraim hegységén, s hozzá jártak fel Izrael fiai minden ügyük megítélésére.
6 Και εστειλε και εκαλεσε τον Βαρακ τον υιον του Αβινεεμ απο Κεδες-νεφαλι, και ειπε προς αυτον, Δεν προσταξε Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, λεγων, Υπαγε και συναξον δυναμιν εν τω ορει Θαβωρ και λαβε μετα σου δεκα χιλιαδας ανδρων εκ των υιων Νεφθαλι και εκ των υιων Ζαβουλων,6 Ő elküldött és elhívatta Bárákot, Abinoem fiát Kádes-Naftaliból és azt mondta neki: »Ezt parancsolta neked az Úr, Izrael Istene: Eredj, vigyél hadsereget a Tábor hegyére, s végy magad mellé tízezer harcost Naftali fiai és Zebulon fiai közül
7 και θελω επισυρει προς σε εις τον ποταμον Κισων τον Σισαρα, τον αρχηγον του στρατευματος Ιαβειν, και τας αμαξας αυτου και το πληθος αυτου, και θελω παραδωσει αυτον εις την χειρα σου;7 és én kivonultatom ellened a Kíson patakhoz Siserát, Jábin hadvezérét, harci szekereivel és egész seregével együtt és a kezedbe adom.«
8 Και ειπε προς αυτην ο Βαρακ, Εαν συ ελθης μετ' εμου, θελω υπαγει? αλλ' εαν δεν ελθης μετ' εμου, δεν θελω υπαγει.8 Bárák ekkor így szólt: »Ha velem jössz, elmegyek, ha nem akarsz velem jönni, nem megyek.«
9 Η δε ειπε, Θελω ελθει εξαπαντος μετα σου? πλην δεν θελεις λαβει τιμην εν τη οδω εις την οποιαν υπαγεις? διοτι εις χειρα γυναικος θελει πωλησει ο Κυριος τον Σισαρα. Και η Δεβορρα εσηκωθη και υπηγε μετα του Βαρακ εις Κεδες.9 Erre ő azt felelte neki: »Jó, hát elmegyek veled, de ezúttal a győzelmet nem neked fogják tulajdonítani, mert Sisera asszony kezébe fog kerülni.« Fel is készült Debóra, s elment Bárákkal Kádesbe.
10 Και συνεκαλεσεν ο Βαρακ τον Ζαβουλων και τον Νεφθαλι εις Κεδες, και ανεβη μετα δεκα χιλιαδων ανδρων κατα ποδας αυτου? και η Δεβορρα ανεβη μετ' αυτου.10 Erre ő összehívta Zebulont és Naftalit és tízezer harcossal Debóra kíséretében felvonult.
11 Ο δε Εβερ ο Κεναιος, εκ των υιων του Οβαβ πενθερου του Μωυσεως, ειχε χωρισθη απο των Κεναιων και ειχε στησει την σκηνην αυτου εως της δρυος Ζααναειμ, της πλησιον Κεδες.11 A kenita Héber pedig elvált egykor a többi kenitától, Hóbáb testvéreitől, Mózes rokonának fiaitól és sátrait azon a területen ütötte fel, amely a Szenním nevű, Kedes mellett levő völgyig húzódott.
12 Και ανηγγειλαν προς τον Σισαρα, οτι Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ ανεβη εις το ορος Θαβωρ.12 Amikor aztán hírül vitték Siserának, hogy Bárák, Abinoem fia felvonult a Tábor hegyére,
13 Και συνηθροισεν ο Σισαρα πασας τας αμαξας αυτου, εννεακοσιας αμαξας σιδηρας, και παντα τον λαον τον μετ' αυτου, απο Αρωσεθ των εθνων εις τον ποταμον Κισων.13 ő egybegyűjtötte kilencszáz kaszás-szekerét és egész hadseregét a Nemzetek-Harósetjéből a Kíson patakhoz.
14 Και ειπεν η Δεβορρα προς τον Βαρακ, Σηκωθητι? διοτι αυτη ειναι η ημερα, καθ' ην ο Κυριος παρεδωκε τον Σισαρα εις την χειρα σου? δεν εξηλθεν ο Κυριος εμπροσθεν σου; Και κατεβη ο Βαρακ απο του ορους Θαβωρ και δεκα χιλιαδες ανδρες κατοπιν αυτου.14 Azt mondta ekkor Debóra Báráknak: »Rajta, mert ez az a nap, amelyen az Úr a kezedbe adja Siserát: íme, ő maga lesz vezéred.« Leszállt tehát Bárák a Tábor hegyéről, s vele a tízezer harcos,
15 Και κατετροπωσεν ο Κυριος τον Σισαρα και πασας τας αμαξας και παν το στρατευμα, εν στοματι μαχαιρας, εμπροσθεν του Βαρακ? και κατεβη ο Σισαρα απο της αμαξης και εφυγε πεζος.15 és az Úr úgy megrettentette Siserát és minden harci szekerét és egész seregét a kard élével Bárák színe előtt, hogy Sisera leugrott szekeréről és gyalog lábbal menekült,
16 Κατεδιωξε δε ο Βαρακ κατοπιν των αμαξων και κατοπιν του στρατευματος εως της Αρωσεθ των εθνων? και επεσε παν το στρατευμα του Σισαρα εν στοματι μαχαιρας? δεν εμεινεν ουδε εις.16 és Bárák egészen a Nemzetek-Harósetjéig kergette a szaladó harci szekereket meg a hadsereget, s az ellenség egész sokasága egy szálig elhullott.
17 Και εφυγεν ο Σισαρα πεζος εις την σκηνην της Ιαηλ, γυναικος του Εβερ του Κεναιου? διοτι ητο ειρηνη μεταξυ του Ιαβειν βασιλεως της Ασωρ και του οικου του Εβερ του Κεναιου.17 Sisera futva, Jáhelnek, a kenita Héber feleségének sátrához tartott, mert Jábin, Hácor királya és a kenita Héber háza között békesség volt.
18 Και εξηλθεν η Ιαηλ εις συναντησιν του Σισαρα και ειπε προς αυτον, Εισελθε, κυριε μου, εισελθε προς εμε? μη φοβου. Και οτε εισηλθε προς αυτην εις την σκηνην, εσκεπασεν αυτον με καλυμμα.18 Ekkor Jáhel kiment Sisera elé és azt mondta neki: »Térj be hozzám, uram, térj be, ne félj.« Ő be is tért Jáhel sátrába, s miután ez a takaróval betakarta,
19 Και ειπε προς αυτην. Ποτισον με, παρακαλω, ολιγον υδωρ, διοτι εδιψησα. Και ηνοιξε τον ασκον του γαλακτος και εποτισεν αυτον και εσκεπασεν αυτον.19 azt mondta neki: »Adj, kérlek, egy kis vizet, mert nagyon szomjazom.« Erre ez felnyitotta a tejes tömlőt, inni adott neki, aztán megint betakarta.
20 Και ειπε προς αυτην, Στηθι εις την θυραν της σκηνης, και εαν ελθη τις και σε ερωτηση, λεγων, Ειναι τις ενταυθα; ειπε, Ουχι.20 Azt mondta ekkor neki Sisera: »Állj ki a sátor ajtajába, s ha valaki jön és megkérdezi: ‘Van-e itt valaki?’ – feleld azt: ‘Nincsen.’«
21 Και ελαβεν Ιαηλ η γυνη του Εβερ τον πασσαλον της σκηνης, και βαλουσα σφυραν εις την χειρα αυτης, υπηγεν ησυχως προς αυτον και ενεπηξε τον πασσαλον εις τον μηνιγγα αυτου, ωστε εκαρφωθη εις την γην? διοτι αυτος αποκαμωμενος ων εκοιματο βαθεως. Και απεθανε.21 Jáhel, Héber felesége azonban vette a sátorcöveket, s fogta a kalapácsot is, és csendesen belopózott. Ráillesztette a cöveket halántékára, a kalapáccsal beleverte agyvelejébe, és leütötte a földig. Az egyesítette az álmot a halállal, kiszenvedett és meghalt.
22 Και ιδου, ο Βαρακ κατεδιωκε τον Σισαρα? η δε Ιαηλ εξηλθεν εις συναντησιν αυτου και ειπε προς αυτον, Ελθε, και θελω σοι δειξει τον ανδρα τον οποιον ζητεις. Και οτε εισηλθε προς αυτην, ιδου, ο Σισαρα εκειτο νεκρος, και ο πασσαλος εις τον μηνιγγα αυτου.22 Amikor aztán íme, Bárák, aki Siserát hajszolta, odaért, Jáhel kiment eléje és azt mondta neki: »Gyere, megmutatom neked azt az embert, akit keresel.« Ő betért hozzá, s látta, hogy Sisera ott fekszik halva, s a cövek a halántékában van.
23 Και εταπεινωσεν ο Θεος κατα την ημεραν εκεινην τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.23 Így alázta meg Isten azon a napon Jábint, Kánaán királyát Izrael fiai előtt,
24 Και εκραταιουτο η χειρ των υιων Ισραηλ και κατισχυεν επι Ιαβειν βασιλεα Χανααν, εωσου εξωλοθρευσαν τον Ιαβειν βασιλεα Χανααν.24 ők pedig napról-napra erősebbek lettek és egyre erősödő kézzel addig szorították Jábint, Kánaán királyát, amíg el nem törölték.