Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 9


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ο δε Σαυλος, πνεων ετι απειλην και φονον κατα των μαθητων του Κυριου, ηλθε προς τον αρχιερεα1 Pendant ce temps Saul ne démordait pas de sa soif de violence et de meurtre contre les disciples du Seigneur. Il alla trouver le grand prêtre
2 και εζητησε παρ' αυτου επιστολας εις Δαμασκον προς τας συναγωγας, οπως εαν ευρη τινας εκ της οδου ταυτης, ανδρας τε και γυναικας, φερη δεδεμενους εις Ιερουσαλημ.2 pour lui demander des lettres de pouvoir à l’intention des synagogues de Damas. Il voulait faire enchaîner les hommes et les femmes appartenant au Chemin qu’il pourrait y trouver; il les amènerait ensuite à Jérusalem.
3 Ενω δε πορευομενος επλησιαζεν εις την Δαμασκον, εξαιφνης ηστραψε περι αυτον φως απο του ουρανου,3 Il se met donc en route et, comme il approche de Damas, une lumière venue du ciel resplendit auprès de lui.
4 και πεσων επι την γην, ηκουσε φωνην λεγουσαν προς αυτον? Σαουλ, Σαουλ, τι με διωκεις;4 Il tombe par terre et entend une voix qui lui parle: "Saul, Saul, pourquoi me persécutes-tu?”
5 Και ειπε? Τις εισαι, Κυριε; Και ο Κυριος ειπεν? Εγω ειμαι ο Ιησους, τον οποιον συ διωκεις? σκληρον σοι ειναι να λακτιζης προς κεντρα.5 Il demande: "Qui es-tu, Seigneur?” Et lui répond: "Je suis Jésus que tu persécutes.
6 Ο δε τρεμων και εκθαμβος γενομενος, ειπε? Κυριε, τι θελεις να καμω; Και ο Κυριος ειπε προς αυτον? Σηκωθητι και εισελθε εις την πολιν, και θελει σοι λαληθη τι πρεπει να καμης.6 Mais relève-toi et entre dans la ville; là on te dira ce que tu dois faire.”
7 Οι δε ανδρες οι συνοδευοντες αυτον ισταντο αφωνοι, ακουοντες μεν την φωνην, μηδενα ομως βλεποντες.7 Les hommes qui faisaient route avec lui restaient sans comprendre: ils entendaient parler, mais ils ne voyaient personne,
8 Εσηκωθη δε ο Σαυλος απο της γης, και εχων ανεωγμενους τους οφθαλμους αυτου δεν εβλεπεν ουδενα? και χειραγωγουντες αυτον εισηγαγον εις Δαμασκον.8 et lorsque Saul se relève de terre, il a beau ouvrir les yeux, il ne voit rien. Ils le prennent donc par la main et l’amènent à Damas.
9 Και ητο τρεις ημερας χωρις να βλεπη, και δεν εφαγεν ουδε επιεν.9 Là il reste trois jours ne voyant rien, sans boire et sans manger.
10 Ητο δε τις μαθητης εν Δαμασκω Ανανιας ονομαζομενος, και ειπε προς αυτον ο Κυριος δι' οραματος? Ανανια? Ο δε ειπεν? Ιδου εγω, Κυριε.10 Il y avait à Damas un disciple du nom d’Ananias. Le Seigneur l’appela dans une vision: "Ananias!” Il répondit: "Me voici, Seigneur!”
11 Και ο Κυριος ειπε προς αυτον? Σηκωθεις υπαγε εις την οδον την ονομαζομενην Ευθειαν και ζητησον εν τη οικια του Ιουδα τινα Σαυλον ονομαζομενον Ταρσεα? διοτι ιδου, προσευχεται,11 Et le Seigneur lui dit: "Lève-toi et va jusqu’à la Rue Droite. Tu iras trouver dans la maison de Judas un certain Saul qui est de Tarse. En ce moment il est en prière;
12 και ειδε δι' οραματος ανθρωπον Ανανιαν ονομαζομενον οτι εισηλθε και εθεσεν επ' αυτον την χειρα, δια να αναβλεψη.12 il a vu en vision un homme du nom d’Ananias qui lui imposait les mains afin qu’il recouvre la vue.”
13 Απεκριθη δε ο Ανανιας? Κυριε, ηκουσα απο πολλων περι του ανδρος τουτου, οσα κακα επραξεν εις τους αγιους σου εν Ιερουσαλημ?13 Ananias reprit: "Seigneur, bien des gens m’ont parlé de lui et de tout le mal qu’il a fait aux saints à Jérusalem.
14 και εδω εχει εξουσιαν παρα των αρχιερεων να δεση παντας τους επικαλουμενους το ονομα σου.14 Et ici même le grand prêtre lui a donné pouvoir pour faire enchaîner tous ceux qui invoquent ton nom.”
15 Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος? Υπαγε, διοτι ουτος ειναι σκευος εκλογης εις εμε, δια να βασταση το ονομα μου ενωπιον εθνων και βασιλεων και των υιων Ισραηλ?15 Mais le Seigneur lui dit: "Vas-y donc. Il sera pour moi un instrument exceptionnel pour porter mon nom devant les païens et leurs rois, tout comme devant les fils d’Israël.
16 επειδη εγω θελω δειξει εις αυτον οσα πρεπει να παθη υπερ του ονοματος μου.16 Je me charge de lui montrer tout ce qu’il aura à souffrir pour mon Nom.”
17 Υπηγε δε ο Ανανιας και εισηλθεν εις την οικιαν, και επιθεσας επ' αυτον τας χειρας ειπε? Σαουλ αδελφε, ο Κυριος με απεστειλεν, ο Ιησους οστις εφανη εις σε εν τη οδω καθ' ην ηρχου, δια να αναβλεψης και να πλησθης Πνευματος Αγιου.17 Ananias partit donc. Il entra dans cette maison et lui fit l’imposition des mains en disant: "Frère Saul, c’est le Seigneur qui m’envoie, Jésus lui-même qui t’est apparu sur ta route: recouvre la vue et sois rempli de l’Esprit Saint.”
18 Και ευθυς επεσον απο των οφθαλμων αυτου ως λεπη, και ανεβλεψεν ευθυς, και σηκωθεις εβαπτισθη.18 Aussitôt tombèrent de ses yeux comme des écailles et il put voir. Il se leva et fut baptisé,
19 Και λαβων τροφην εδυναμωθη. Διετριψε δε ο Σαυλος ημερας τινας μετα των εν Δαμασκω μαθητων,19 puis il recommença à s’alimenter et reprit des forces. Saul resta quelques jours avec les disciples de Damas,
20 και ευθυς εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις τον Χριστον οτι ουτος ειναι ο Υιος του Θεου.20 mais bien vite il se mit à parler de Jésus dans les synagogues: il le présentait comme le Fils de Dieu.
21 Εξεπληττοντο δε παντες οι ακουοντες και ελεγον? Δεν ειναι ουτος, οστις εξωλοθρευσεν εν Ιερουσαλημ τους επικαλουμενους το ονομα τουτο και εδω δια τουτο ειχεν ελθει δια να φερη αυτους δεδεμενους προς τους αρχιερεις;21 Ses auditeurs n’en revenaient pas; ils disaient: "Penser qu’à Jérusalem il s’acharnait contre ceux qui invoquent ce Nom! Et s’il est venu ici, c’était pour les faire enchaîner et les amener aux chefs des prêtres!”
22 Ο δε Σαυλος μαλλον ενεδυναμουτο και συνεχεε τους Ιουδαιους τους κατοικουντας εν Δαμασκω, αποδεικνυων οτι ουτος ειναι ο Χριστος.22 Saul n’en était que plus déterminé quand il démontrait que c’est lui, Jésus, le Messie; et il réfutait toutes les objections des Juifs de Damas.
23 Και αφου παρηλθον ημεραι ικαναι, συνεβουλευθησαν οι Ιουδαιοι να θανατωσωσιν αυτον?23 Au bout d’un certain temps, les Juifs se mirent d’accord pour se débarrasser de lui.
24 εγνωστοποιηθη δε εις τον Σαυλον η επιβουλη αυτων. Και παρεφυλαττον τας πυλας ημεραν και νυκτα, δια να θανατωσωσιν αυτον?24 Saul fut mis au courant de leur projet. De jour comme de nuit on montait la garde aux portes pour le tuer.
25 λαβοντες δε αυτον οι μαθηται, δια νυκτος κατεβιβασαν δια του τειχους κρεμασαντες εντος σπυριδος.25 Mais les disciples le firent descendre de nuit le long de la muraille en le mettant dans un panier au bout d’une corde.
26 Και ελθων ο Σαυλος εις Ιερουσαλημ επροσπαθει να προσκολληθη εις τους μαθητας? πλην παντες εφοβουντο αυτον, μη πιστευοντες οτι ειναι μαθητης.26 Arrivé à Jérusalem, Saul chercha à se joindre aux disciples, mais tous avaient peur de lui; ils ne pouvaient pas croire qu’il était maintenant disciple.
27 Ο Βαρναβας δε παραλαβων αυτον εφερε προς τους αποστολους, και διηγηθη προς αυτους πως ειδε τον Κυριον εν τη οδω και οτι ελαλησε προς αυτον, και πως εν Δαμασκω, εκηρυξε μετα παρρησιας εν τω ονοματι του Ιησου.27 Ce fut Barnabé qui le prit pour le conduire aux apôtres. Il leur expliqua comment Saul avait vu le Seigneur sur la route et ce qu’il lui avait dit; il leur dit aussi avec quelle assurance Saul avait agi à Damas au nom de Jésus.
28 Και ητο μετ' αυτων εν Ιερουσαλημ εισερχομενος και εξερχομενος και μετα παρρησιας κηρυττων εν τω ονοματι του Κυριου Ιησου,28 Saul se mit à travailler en commun avec eux, proclamant avec beaucoup d’enthousiasme le Nom du Seigneur.
29 και ελαλει και εφιλονεικει μετα των Ελληνιστων? εκεινοι δε κατεγινοντο εις το να θανατωσωσιν αυτον.29 Il parlait aux Hellénistes et discutait avec eux; eux de leur côté, se préparaient à l’éliminer.
30 Μαθοντες δε οι αδελφοι, κατεβιβασαν αυτον εις Καισαρειαν και εξαπεστειλαν αυτον εις Ταρσον.30 Les frères parvinrent à le savoir; ils le conduisirent à Césarée, et de là on l’envoya à Tarse.
31 Αι μεν λοιπον εκκλησιαι καθ' ολην την Ιουδαιαν και Γαλιλαιαν και Σαμαρειαν ειχον ειρηνην, οικοδομουμεναι και περιπατουσαι εν τω φοβω του Κυριου, και δια της παρηγοριας του Αγιου Πνευματος επληθυνοντο.31 L’Église eut un temps de paix dans toute la Judée, la Samarie et la Galilée. Elle s’édifiait, elle cheminait dans la crainte du Seigneur, et elle avait en abondance le réconfort de l’Esprit Saint.
32 Ο δε Πετρος, διερχομενος δια παντων, κατεβη και προς τους αγιους τους κατοικουντας την Λυδδαν.32 Pierre passait dans les différents endroits. C’est ainsi qu’il descendit chez les saints qui résidaient à Lydda.
33 Και ευρεν ανθρωπον τινα Αινεαν το ονομα, οστις ητο παραλυτικος, απο ετων οκτω κατακειμενος επι κραββατου.33 Il trouva là un certain Énée, un paralysé qui depuis huit ans déjà était immobilisé sur une civière.
34 Και ειπε προς αυτον ο Πετρος? Αινεα, σε ιατρευει Ιησους ο Χριστος? σηκωθητι και στρωσον την κλινην σου. Και ευθυς εσηκωθη.34 Pierre lui dit: "Énée, le Christ Jésus te guérit. Lève-toi et arrange ton lit!” Énée se leva aussitôt.
35 Και ειδον αυτον παντες οι κατοικουντες την Λυδδαν και τον Σαρωνα, οιτινες επεστρεψαν εις τον Κυριον.35 Tous les habitants de Lydda et de Saron en furent témoins, à la suite de quoi ils se tournèrent vers le Seigneur.
36 Και εν Ιοππη ητο τις μαθητρια ονοματι Ταβιθα, ητις διερμηνευομενη λεγεται Δορκας? αυτη ητο πληρης αγαθων εργων και ελεημοσυνων, τας οποιας εκαμνε?36 À Joppé vivait une certaine Tabitha. Ce nom se traduit Dorcas, c’est-à-dire Gazelle. C’était une disciple dont on ne pouvait compter les bonnes œuvres et les aumônes qu’elle faisait.
37 κατ' εκεινας δε τας ημερας συνεβη ασθενησασα να αποθανη? και λουσαντες αυτην εθεσαν εις ανωγεον.37 Elle tomba malade à ce moment-là et elle mourut. Après avoir lavé son corps, on le déposa dans la chambre à l’étage.
38 Και επειδη η Λυδδα ητο πλησιον της Ιοππης, ακουσαντες οι μαθηται οτι ο Πετρος ειναι εν αυτη, απεστειλαν προς αυτον δυο ανδρας, παρακαλουντες να μη βραδυνη να περαση εως εις αυτους.38 Comme Lydda est près de Joppé, les disciples apprirent que Pierre se trouvait là et ils lui envoyèrent deux hommes pour l’inviter de façon pressante: "Passe jusque chez nous, fais au plus vite.”
39 Και σηκωθεις ο Πετρος, υπηγε μετ' αυτων? τον οποιον ελθοντα ανεβιβασαν εις το ανωγεον, και παρεσταθησαν ενωπιον αυτου πασαι αι χηραι, κλαιουσαι και δεικνυουσαι χιτωνας και ιματια, οσα η Δορκας ειργαζετο οτε ητο μετ' αυτων.39 Pierre se lève et part avec eux. Aussitôt arrivé, ils le conduisent à l’étage et lui font voir toutes les veuves en pleurs. Elles-mêmes lui montrent les tuniques et les manteaux que faisait Dorcas quand elle était avec elles.
40 Ο δε Πετρος, εκβαλων εξω παντας, εγονατισε και προσηυχηθη και στραφεις προς το σωμα, ειπε? Ταβιθα, αναστηθι. Η δε ηνοιξε τους οφθαλμους αυτης και ιδουσα τον Πετρον ανεκαθησεν.40 Pierre les fait toutes sortir et se met à genoux en prière. Puis il se tourne vers le corps et il dit: "Lève-toi, Tabitha!” Elle ouvre les yeux, elle reconnaît Pierre et elle s’assied.
41 Ο δε εδωκε χειρα εις αυτην και εσηκωσεν αυτην, και φωναξας τους αγιους και τας χηρας παρεστησεν αυτην ζωσαν.41 Alors il lui donne la main et la fait lever; après avoir appelé les saints et les veuves, il la leur présente en vie.
42 Εγεινε δε τουτο γνωστον καθ' ολην την Ιοππην, και πολλοι επιστευσαν εις τον Κυριον.42 La chose fut connue dans tout Joppé et beaucoup de gens crurent dans le Seigneur.
43 Και ο Πετρος εμεινεν ικανας ημερας εν Ιοππη παρα τινι Σιμωνι βυρσοδεψη.43 Pierre resta à Joppé un bon bout de temps; il logeait chez un nommé Simon, tanneur de son métier.