Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 16


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Κατηντησε δε εις Δερβην και Λυστραν. Και ιδου, ητο εκει μαθητης τις ονοματι Τιμοθεος, υιος γυναικος τινος Ιουδαιας πιστης, πατρος δε Ελληνος,1 He reached (also) Derbe and Lystra where there was a disciple named Timothy, the son of a Jewish woman who was a believer, but his father was a Greek.
2 οστις ειχε καλην μαρτυριαν υπο των εν Λυστροις και Ικονιω αδελφων.2 The brothers in Lystra and Iconium spoke highly of him,
3 Τουτον ηθελησεν ο Παυλος να εξελθη μεθ' εαυτου, και λαβων αυτον περιετεμε δια τους Ιουδαιους τους οντας εν τοις τοποις εκεινοις? επειδη εγνωριζον παντες τον πατερα αυτου οτι ητο Ελλην.3 and Paul wanted him to come along with him. On account of the Jews of that region, Paul had him circumcised, for they all knew that his father was a Greek.
4 Ως δε διηρχοντο τας πολεις, παρεδιδον εις αυτους διαταγας να φυλαττωσι τα δογματα τα εγκεκριμενα υπο των αποστολων και των πρεσβυτερων των εν Ιερουσαλημ.4 As they traveled from city to city, they handed on to the people for observance the decisions reached by the apostles and presbyters in Jerusalem.
5 Αι μεν λοιπον εκκλησιαι εστερεουντο εις την πιστιν και ηυξανοντο τον αριθμον καθ' ημεραν.5 Day after day the churches grew stronger in faith and increased in number.
6 Διελθοντες δε την Φρυγιαν και την γην της Γαλατιας, επειδη εμποδισθησαν υπο του Αγιου Πνευματος να κηρυξωσι τον λογον εν τη Ασια,6 They traveled through the Phrygian and Galatian territory because they had been prevented by the holy Spirit from preaching the message in the province of Asia.
7 ηλθον κατα την Μυσιαν και εδοκιμαζον να υπαγωσι προς την Βιθυνιαν? πλην δεν αφηκεν αυτους το Πνευμα.7 When they came to Mysia, they tried to go on into Bithynia, but the Spirit of Jesus did not allow them,
8 Περασαντες δε την Μυσιαν κατεβησαν εις Τρωαδα.8 so they crossed through Mysia and came down to Troas.
9 Και οραμα εφανη δια νυκτος εις τον Παυλον. Ανηρ τις Μακεδων ιστατο, παρακαλων αυτον και λεγων? Διαβα εις Μακεδονιαν και βοηθησον ημας.9 During (the) night Paul had a vision. A Macedonian stood before him and implored him with these words, "Come over to Macedonia and help us."
10 Και ως ειδε το οραμα, ευθυς εζητησαμεν να υπαγωμεν εις την Μακεδονιαν, συμπεραινοντες οτι ο Κυριος προσκαλει ημας, δια να κηρυξωμεν το ευαγγελιον προς αυτους.10 When he had seen the vision, we sought passage to Macedonia at once, concluding that God had called us to proclaim the good news to them.
11 Αποπλευσαντες λοιπον απο της Τρωαδος, επερασαμεν κατ' ευθειαν εις Σαμοθρακην και την ακολουθον ημεραν εις Νεαπολιν11 We set sail from Troas, making a straight run for Samothrace, and on the next day to Neapolis,
12 και εκειθεν εις Φιλιππους, ητις ειναι πρωτη πολις του μερους εκεινου της Μακεδονιας, αποικια Ρωμαικη. Και διετριβομεν εν τη πολει ταυτη ημερας τινας?12 and from there to Philippi, a leading city in that district of Macedonia and a Roman colony. We spent some time in that city.
13 και τη ημερα του σαββατου εξηλθομεν εξω της πολεως πλησιον του ποταμου, οπου εσυνειθιζετο να γινηται προσευχη, και καθησαντες ελαλουμεν προς τας εκει συνελθουσας γυναικας.13 On the sabbath we went outside the city gate along the river where we thought there would be a place of prayer. We sat and spoke with the women who had gathered there.
14 Και γυνη τις Λυδια το ονομα, πωλητρια πορφυρας εκ πολεως Θυατειρων, σεβομενη τον Θεον, ηκουε, της οποιας ο Κυριος διηνοιξε την καρδιαν δια να προσεχη εις τα λαλουμενα υπο του Παυλου.14 One of them, a woman named Lydia, a dealer in purple cloth, from the city of Thyatira, a worshiper of God, listened, and the Lord opened her heart to pay attention to what Paul was saying.
15 Αφου δε εβαπτισθη αυτη και ο οικος αυτης, παρεκαλεσε λεγουσα? Εαν με εκρινατε οτι ειμαι πιστη εις τον Κυριον, εισελθετε εις τον οικον μου και μεινατε? και μας εβιασεν.15 After she and her household had been baptized, she offered us an invitation, "If you consider me a believer in the Lord, come and stay at my home," and she prevailed on us.
16 Ενω δε επορευομεθα εις την προσευχην, απηντησεν ημας δουλη τις εχουσα πνευμα πυθωνος, ητις εδιδε πολυ κερδος εις τους κυριους αυτης μαντευομενη.16 As we were going to the place of prayer, we met a slave girl with an oracular spirit, who used to bring a large profit to her owners through her fortune-telling.
17 Αυτη ακολουθησασα τον Παυλον και ημας εκραζε, λεγουσα? Ουτοι οι ανθρωποι ειναι δουλοι του Θεου του Υψιστου, οιτινες κηρυττουσι προς ημας οδον σωτηριας.17 She began to follow Paul and us, shouting, "These people are slaves of the Most High God, who proclaim to you a way of salvation."
18 Τουτο δε εκαμνεν επι πολλας ημερας. Βαρυνθεις δε ο Παυλος και στραφεις, ειπε προς το πνευμα, Προσταζω σε εν τω ονοματι του Ιησου Χριστου να εξελθης απ' αυτης. Και εξηλθε την αυτην ωραν.18 She did this for many days. Paul became annoyed, turned, and said to the spirit, "I command you in the name of Jesus Christ to come out of her." Then it came out at that moment.
19 Ιδοντες δε οι κυριοι αυτης οτι εξηλθεν η ελπις του κερδους αυτων, πιασαντες τον Παυλον και τον Σιλαν, εσυραν εις την αγοραν προς τους αρχοντας,19 When her owners saw that their hope of profit was gone, they seized Paul and Silas and dragged them to the public square before the local authorities.
20 και φεροντες αυτους προς τους στρατηγους, ειπον? Ουτοι οι ανθρωποι εκταραττουσι την πολιν ημων, Ιουδαιοι οντες,20 They brought them before the magistrates and said, "These people are Jews and are disturbing our city
21 και διδασκουσιν εθιμα, τα οποια δεν ειναι εις ημας συγκεχωρημενον να παραδεχωμεθα μηδε να πραττωμεν, Ρωμαιοι οντες.21 and are advocating customs that are not lawful for us Romans to adopt or practice."
22 Και συνεφωρμησεν ο οχλος κατ' αυτων. Και οι στρατηγοι διασχισαντες αυτων τα ιματια, προσεταττον να ραβδιζωσιν αυτους,22 The crowd joined in the attack on them, and the magistrates had them stripped and ordered them to be beaten with rods.
23 και αφου εδωκαν εις αυτους πολλους ραβδισμους, εβαλον εις φυλακην, παραγγειλαντες τον δεσμοφυλακα να φυλαττη αυτους ασφαλως?23 After inflicting many blows on them, they threw them into prison and instructed the jailer to guard them securely.
24 οστις λαβων τοιαυτην παραγγελιαν, εβαλεν αυτους εις την εσωτεραν φυλακην και συνεκλεισε τους ποδας αυτων εις το ξυλον.24 When he received these instructions, he put them in the innermost cell and secured their feet to a stake.
25 Κατα δε το μεσονυκτιον ο Παυλος και ο Σιλας προσευχομενοι υμνουν τον Θεον? και ηκροαζοντο αυτους οι δεσμιοι.25 About midnight, while Paul and Silas were praying and singing hymns to God as the prisoners listened,
26 Και εξαιφνης εγεινε σεισμος μεγας, ωστε εσαλευθησαν τα θεμελια του δεσμωτηριου, και παρευθυς ηνοιχθησαν πασαι αι θυραι και ελυθησαν παντων τα δεσμα.26 there was suddenly such a severe earthquake that the foundations of the jail shook; all the doors flew open, and the chains of all were pulled loose.
27 Εξυπνησας δε ο δεσμοφυλαξ και ιδων ανεωγμενας τας θυρας της φυλακης, εσυρε μαχαιραν και εμελλε να θανατωση εαυτον, νομιζων οτι εφυγον οι δεσμιοι.27 When the jailer woke up and saw the prison doors wide open, he drew (his) sword and was about to kill himself, thinking that the prisoners had escaped.
28 Πλην ο Παυλος εκραξε μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Μη πραξης μηδεν κακον εις σεαυτον? διοτι παντες ειμεθα εδω.28 But Paul shouted out in a loud voice, "Do no harm to yourself; we are all here."
29 Ζητησας δε φωτα εισεπηδησε, και εντρομος γενομενος επεσεν εμπροσθεν του Παυλου και του Σιλα,29 He asked for a light and rushed in and, trembling with fear, he fell down before Paul and Silas.
30 και εκβαλων αυτους εξω, ειπε? Κυριοι, τι πρεπει να καμω δια να σωθω;30 Then he brought them out and said, "Sirs, what must I do to be saved?"
31 Οι δε ειπον? Πιστευσον εις τον Κυριον Ιησουν Χριστον, και θελεις σωθη, συ και ο οικος σου.31 And they said, "Believe in the Lord Jesus and you and your household will be saved."
32 Και ελαλησαν προς αυτον τον λογον του Κυριου και προς παντας τους εν τη οικια αυτου.32 So they spoke the word of the Lord to him and to everyone in his house.
33 Και παραλαβων αυτους εν εκεινη τη ωρα της νυκτος, ελουσε τας πληγας αυτων και εβαπτισθη ευθυς αυτος και παντες οι αυτου,33 He took them in at that hour of the night and bathed their wounds; then he and all his family were baptized at once.
34 και αναβιβασας αυτους εις τον οικον αυτου παρεθηκε τραπεζαν, και ευφρανθη πανοικι πιστευσας εις το Θεον.34 He brought them up into his house and provided a meal and with his household rejoiced at having come to faith in God.
35 Αφου δε εγεινεν ημερα, εστειλαν οι στρατηγοι τους ραβδουχους, λεγοντες? Απολυσον τους ανθρωπους εκεινους.35 But when it was day, the magistrates sent the lictors with the order, "Release those men."
36 Και ο δεσμοφυλαξ απηγγειλε τους λογους τουτους προς τον Παυλον, λεγων οτι οι στρατηγοι εστειλαν δια να απολυθητε? τωρα λοιπον εξελθετε και υπαγετε εν ειρηνη.36 The jailer reported the (se) words to Paul, "The magistrates have sent orders that you be released. Now, then, come out and go in peace."
37 Αλλ' ο Παυλος ειπε προς αυτους? Αφου εδειραν ημας δημοσια χωρις να καταδικασθωμεν, ανθρωπους Ρωμαιους οντας, εβαλον εις φυλακην? και τωρα μας εκβαλλουσι κρυφιως; ουχι βεβαιως, αλλ' αυτοι ας ελθωσι και ας μας εκβαλωσιν.37 But Paul said to them, "They have beaten us publicly, even though we are Roman citizens and have not been tried, and have thrown us into prison. And now, are they going to release us secretly? By no means. Let them come themselves and lead us out."
38 Ανηγγειλαν δε προς τους στρατηγους οι ραβδουχοι τους λογους τουτους? και εφοβηθησαν ακουσαντες οτι ειναι Ρωμαιοι,38 The lictors reported these words to the magistrates, and they became alarmed when they heard that they were Roman citizens.
39 και ελθοντες παρεκαλεσαν αυτους, και αφου εξεβαλον, παρεκαλουν αυτους να εξελθωσιν εκ της πολεως.39 So they came and placated them, and led them out and asked that they leave the city.
40 Οι δε εξελθοντες εκ της φυλακης, υπηγον εις τον οικον της Λυδιας, και ιδοντες τους αδελφους, παρηγορησαν αυτους και ανεχωρησαν.40 When they had come out of the prison, they went to Lydia's house where they saw and encouraged the brothers, and then they left.