Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni - John 10


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Αληθως, αληθως σας λεγω, οστις δεν εισερχεται δια της θυρας εις την αυλην των προβατων, αλλα αναβαινει αλλαχοθεν, εκεινος ειναι κλεπτης και ληστης?1 In verità, in verità vi dico: chi non entra nell'ovile per la porta, ma vi sale da altra parte, è ladro e assassino.
2 οστις ομως εισερχεται δια της θυρας, ειναι ποιμην των προβατων.2 Chi invece entra per la porta è pastore delle pecore.
3 Εις τουτον ο θυρωρος ανοιγει, και τα προβατα την φωνην αυτου ακουουσι, και τα εαυτου προβατα κραζει κατ' ονομα και εξαγει αυτα.3 A lui apre il portinaio, e le pecore ascoltano la sua voce, ed egli le chiama a nome, e le mena fuori.
4 Και οταν εκβαλη τα εαυτου προβατα, υπαγει εμπροσθεν αυτων, και τα προβατα ακολουθουσιν αυτον, διοτι γνωριζουσι την φωνην αυτου.4 E, quando ha messe fuori le sue pecore, cammina davanti a loro, e le pecore lo seguono, perchè ne riconoscono la voce.
5 Ξενον ομως δεν θελουσιν ακολουθησει, αλλα θελουσι φυγει απ' αυτου, διοτι δεν γνωριζουσι την φωνην των ξενων.5 Ad un estraneo, però, non van dietro, ma fuggono da lui, perchè non riconoscono la vece degli estranei.
6 Ταυτην την παραβολην ειπε προς αυτους ο Ιησους? εκεινοι ομως δεν ενοησαν τι ησαν ταυτα, τα οποια ελαλει προς αυτους.6 Questa similitudine disse loro Gesù; ma essi non capirono quello che volesse dire.
7 Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω οτι εγω ειμαι η θυρα των προβατων.7 Onde Gesù disse loro di nuovo: In verità, in verità vi dico: io sono la porta delle pecore.
8 Παντες οσοι ηλθον προ εμου κλεπται ειναι και λησται? αλλα δεν ηκουσαν αυτους τα προβατα.8 Quanti son venuti son tutti ladri e assassini; e le pecore non li hanno ascoltati.
9 Εγω ειμαι η θυρα? δι' εμου εαν τις εισελθη, θελει σωθη και θελει εισελθει και εξελθει και θελει ευρει βοσκην.9 Io sono la porta. Chi per me passerà sarà salvo; entrerà ed uscirà e troverà pascoli.
10 Ο κλεπτης δεν ερχεται, ειμη δια να κλεψη και θυση και απολεση? εγω ηλθον δια να εχωσι ζωην και να εχωσιν αυτην εν αφθονια.10 Il ladro non viene che per rubare, ammazzare e distruggere. Io sono venuto perchè abbiano la vita e l'abbiano in sovrabbondanza.
11 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος. Ο ποιμην ο καλος την ψυχην αυτου βαλλει υπερ των προβατων?11 Io sono il buon pastore. Il buon pastore dà la vita per le sue pecorelle.
12 ο δε μισθωτος και μη ων ποιμην, του οποιου δεν ειναι τα προβατα ιδικα του, θεωρει τον λυκον ερχομενον και αφινει τα προβατα και φευγει? και ο λυκος αρπαζει αυτα και σκορπιζει τα προβατα.12 Il mercenario invece e chi non è pastore, a cui non appartengono le pecore, vede venire il lupo, e lascia le pecore e fugge, e il lupo l'azzanna e disperde.
13 Ο δε μισθωτος φευγει, διοτι ειναι μισθωτος και δεν μελει αυτον περι των προβατων.13 Il mercenario fugge perchè è mercenario, e non gli importa delle pecore.
14 Εγω ειμαι ο ποιμην ο καλος, και γνωριζω τα εμα και γνωριζομαι υπο των εμων,14 Io sono il buon pastore, e conosco le mie e le mie conoscono me;
15 καθως με γνωριζει ο Πατηρ και εγω γνωριζω τον Πατερα, και την ψυχην μου βαλλω υπερ των προβατων.15 come il Padre conosce me ed io conosco il Padre; e per le mie pecorelle dò la vita.
16 Και αλλα προβατα εχω, τα οποια δεν ειναι εκ της αυλης ταυτης? και εκεινα πρεπει να συναξω, και θελουσιν ακουσει την φωνην μου, και θελει γεινει μια ποιμνη, εις ποιμην.16 Ed ho delle altre pecorelle che non sono di questo ovile, anche queste bisogna che raduni, e daranno ascolto alla mia voce, e si avrà un solo ovile e un solo pastore.
17 Δια τουτο ο Πατηρ με αγαπα, διοτι εγω βαλλω την ψυχην μου, δια να λαβω αυτην παλιν.17 Per questo mi ama il Padre, perchè dò la vita per nuovamente riprenderla.
18 Ουδεις αφαιρει αυτην απ' εμου, αλλ' εγω βαλλω αυτην απ' εμαυτου? εξουσιαν εχω να βαλω αυτην, και εξουσιαν εχω παλιν να λαβω αυτην? ταυτην την εντολην ελαβον παρα του Πατρος μου.18 E nessuno me la toglie; ma la dò io da me stesso e son padrone di darla e padrone di riprenderla. Questo comando ho ricevuto dal Padre mio.
19 Σχισμα λοιπον εγεινε παλιν μεταξυ των Ιουδαιων δια τους λογους τουτους.19 Nacque nuovo dissenso tra Giudei per queste parole.
20 Και ελεγον πολλοι εξ αυτων? Δαιμονιον εχει και ειναι μαινομενος? τι ακουετε αυτον;20 Molti di loro dicevano: E' indemoniato e pazzo; perchè state ad ascoltarlo?
21 Αλλοι ελεγον? Ουτοι οι λογοι δεν ειναι δαιμονιζομενου? μηπως δυναται δαιμονιον να ανοιγη οφθαλμους τυφλων;21 Altri dicevano: Questi non sono discorsi da indemoniato, può forse il demonio aprir gli occhi ai ciechi?
22 Εγειναν δε τα εγκαινια εν Ιεροσολυμοις, και ητο χειμων?22 E si faceva in Gerusalemme la festa della Dedicazione, ed era d'inverno.
23 και ο Ιησους περιεπατει εν τω ιερω εν τη στοα του Σολομωντος.23 E Gesù passeggiava nel tempio sotto il portico di Salomone.
24 Περιεκυκλωσαν λοιπον αυτον οι Ιουδαιοι και ελεγον προς αυτον? Εως ποτε κρατεις εν αμφιβολια την ψυχην ημων; εαν συ ησαι ο Χριστος, ειπε προς ημας παρρησια.24 Gli si affollarono allora d'intorno i Giudei e gli dissero: Fino a quando ci terrai sospesi? Se tu sei il Cristo, diccelo apertamente.
25 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Σας ειπον, και δεν πιστευετε. Τα εργα, τα οποια εγω καμνω εν τω ονοματι του Πατρος μου, ταυτα μαρτυρουσι περι εμου?25 Rispose loro Gesù: Ve l'ho detto e non credete: le opere che faccio nel nome del Padre mio, queste mi rendono testimonianza.
26 αλλα σεις δεν πιστευετε? διοτι δεν εισθε εκ των προβατων των εμων, καθως σας ειπον.26 Ma voi non credete, perchè non siete delle mie pecore.
27 Τα προβατα τα εμα ακουουσι την φωνην μου, και εγω γνωριζω αυτα, και με ακολουθουσι.27 Le mie pecorelle ascoltan la mia voce, io le conosco ed esse mi seguono.
28 Και εγω διδω εις αυτα ζωην αιωνιον, και δεν θελουσιν απολεσθη εις τον αιωνα, και ουδεις θελει αρπασει αυτα εκ της χειρος μου.28 E dò loro la vita eterna, e in eterno mai periranno e nessuno le strapperà dalla mia mano.
29 Ο Πατηρ μου, οστις μοι εδωκεν αυτα, ειναι μεγαλητερος παντων, και ουδεις δυναται να αρπαση εκ της χειρος του Πατρος μου.29 Il Padre mio, che me l'ha date, è più grande di tutti e nessuno può rapirle di mano al Padre mio.
30 Εγω και ο Πατηρ εν ειμεθα.30 Io ed il Padre mio siamo una sola cosa.
31 Επιασαν λοιπον παλιν οι Ιουδαιοι λιθους, δια να λιθοβολησωσιν αυτον.31 I Giudei diedero allora di piglio alle pietre per lapidarlo.
32 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Πολλα καλα εργα εδειξα εις εσας εκ του Πατρος μου? δια ποιον εργον εξ αυτων με λιθοβολειτε;32 Gesù disse loro: Molte buone opere vi mostrai per virtù del Padre mio; per quale di queste opere mi lapidate?
33 Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι, λεγοντες? Περι καλου εργου δεν σε λιθοβολουμεν, αλλα περι βλασφημιας, και διοτι συ ανθρωπος ων καμνεις σεαυτον Θεον.33 Gli risposero i Giudei: Non ti lapidiamo per nessuna opera buona; ma per la bestemmia, perchè tu che sei uomo ti fai Dio.
34 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Δεν ειναι γεγραμμενον εν τω νομω υμων, Εγω ειπα, θεοι εισθε;34 Replicò loro Gesù: Non è scritto nella vostra legge: Io dissi: voi siete dèi?
35 Εαν εκεινους ειπε θεους, προς τους οποιους εγεινεν ο λογος του Θεου, και δεν δυναται να αναιρεθη η γραφη,35 Ora se dèi chiamò quelli ai quali Dio parlò, e la Scrittura non può mancare,
36 εκεινον, τον οποιον ο Πατηρ ηγιασε και απεστειλεν εις τον κοσμον, σεις λεγετε οτι βλασφημεις, διοτι ειπον, Υιος του Θεου ειμαι;36 a me che il Padre ha consacrato e mandato al mondo, voi dite: Tu bestemmi, perchè ho detto: Son Figlio di Dio?
37 Εαν δεν καμνω τα εργα του Πατρος μου, μη πιστευετε εις εμε?37 Se non fo le opere del Padre mio non mi credete.
38 αλλ' εαν καμνω, αν και εις εμε δεν πιστευητε, πιστευσατε εις τα εργα, δια να γνωρισητε και πιστευσητε οτι ο Πατηρ ειναι εν εμοι και εγω εν αυτω.38 Ma se le fo, anche se non volete credere a me, credete alle opere; onde conosciate e crediate che il Padre è in me ed io nel Padre.
39 Εζητουν λοιπον παλιν να πιασωσιν αυτον? και εξεφυγεν εκ της χειρος αυτων.39 Tentavano pertanto di prenderlo, ma uscì loro di mano.
40 Και υπηγε παλιν περαν του Ιορδανου, εις τον τοπον οπου εβαπτιζε κατ' αρχας ο Ιωαννης, και εμεινεν εκει.40 E se ne andò di nuovo oltre il Giordano, nel luogo dove principiò Giovanni a battezzare, e ci si fermò.
41 Και πολλοι ηλθον προς αυτον και ελεγον οτι ο Ιωαννης μεν ουδεν θαυμα εκαμε, παντα ομως οσα ειπεν ο Ιωαννης περι τουτου, ησαν αληθινα.41 E molti andavano a lui e dicevano: Giovanni, certo, non fece alcun prodigio,
42 Και εκει επιστευσαν πολλοι εις αυτον.42 ma quanto Giovanni disse di lui era vero. E molti credettero in lui.