Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 9


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ελεγε προς αυτους? Αληθως, σας λεγω οτι ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου ελθουσαν μετα δυναμεως.1 Jésus leur dit encore: "En vérité, je vous le dis, certains qui sont ici ne feront pas l’expérience de la mort avant d’avoir vu le Royaume de Dieu venir avec puissance.”
2 Και μεθ' ημερας εξ παραλαμβανει ο Ιησους τον Πετρον και τον Ιακωβον και τον Ιωαννην και αναβιβαζει αυτους εις ορος υψηλον κατ' ιδιαν μονους? και μετεμορφωθη εμπροσθεν αυτων?2 Six jours après, Jésus prit avec lui Pierre, Jacques et Jean, et les emmena à l’écart, seuls, sur une haute montagne. Là, devant eux, il fut transfiguré.
3 και τα ιματια αυτου εγειναν στιλπνα, λευκα λιαν ως χιων, οποια λευκαντης επι της γης δεν δυναται να λευκανη.3 Ses vêtements devinrent éclatants de lumière, d’une blancheur telle qu’aucun blanchisseur sur la terre ne peut blanchir de la sorte.
4 Και εφανη εις αυτους ο Ηλιας μετα του Μωυσεως, και ησαν συλλαλουντες μετα του Ιησου.4 Alors Élie leur apparut, avec Moïse: les deux étaient en conversation avec Jésus.
5 Και αποκριθεις ο Πετρος λεγει προς τον Ιησουν? Ραββι, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, δια σε μιαν και δια τον Μωυσην μιαν και δια τον Ηλιαν μιαν.5 Pierre prit la parole pour dire à Jésus: "Rabbi, cela tombe bien que nous soyons ici; nous allons dresser trois tentes: une pour toi, une pour Moïse et une pour Élie.”
6 Διοτι δεν ηξευρε τι να ειπη? επειδη ησαν πεφοβισμενοι.6 En réalité, il ne savait plus que dire, car ils étaient effrayés.
7 Και νεφελη επεσκιασεν αυτους, και ηλθε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.7 Une nuée survint alors qui les prit sous son ombre, et de la nuée se fit entendre une voix: "Celui-ci est mon Fils, le Bien-Aimé, écoutez-le!”
8 Και εξαιφνης περιβλεψαντες, δεν ειδον πλεον ουδενα, αλλα τον Ιησουν μονον μεθ' εαυτων.8 Et soudain, regardant autour d’eux, ils ne virent plus personne: seul Jésus était avec eux.
9 Ενω δε κατεβαινον απο του ορους, παρηγγειλεν εις αυτους να μη διηγηθωσιν εις μηδενα οσα ειδον, ειμη οταν ο Υιος του ανθρωπου αναστηθη εκ νεκρων.9 Comme ils descendaient de la montagne, Jésus leur ordonna de ne raconter à personne ce qu’ils avaient vu, jusqu’à ce que le Fils de l’Homme soit ressuscité d’entre les morts.
10 Και εφυλαξαν τον λογον εν εαυτοις, συζητουντες προς αλληλους τι ειναι το να αναστηθη εκ νεκρων.10 Ils respectèrent cet ordre, mais entre eux ils se demandaient ce que c’était que ressusciter d’entre les morts.
11 Και ηρωτων αυτον λεγοντες, Δια τι λεγουσιν οι γραμματεις οτι πρεπει να ελθη ο Ηλιας πρωτον;11 C’est alors qu’ils lui posèrent la question: "Pourquoi les maîtres de la Loi disent-ils que d’abord viendra Élie?”
12 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Ο Ηλιας μεν ελθων πρωτον αποκαθιστα παντα? και οτι ειναι γεγραμμενον περι του Υιου του ανθρωπου οτι πρεπει να παθη πολλα και να εξουδενωθη?12 Jésus leur répondit: "Bien sûr, d’abord vient Élie qui remet tout en ordre… mais comment est-il écrit du Fils de l’Homme qu’il doit souffrir beaucoup et être méprisé?
13 σας λεγω ομως οτι και ο Ηλιας ηλθε, και επραξαν εις αυτον οσα ηθελησαν, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου.13 Élie est bien revenu, et ils l’ont traité comme ils voulaient, selon ce qui est écrit de lui.”
14 Και οτε ηλθε προς τους μαθητας, ειδε περι αυτους οχλον πολυν και γραμματεις καμνοντας συζητησεις μετ' αυτων.14 Lorsqu’ils rejoignirent les disciples, ils virent tout un attroupement autour d’eux, et des maîtres de la Loi qui discutaient avec eux.
15 Και ευθυς πας ο οχλος ιδων αυτον εγεινεν εκθαμβος και προστρεχοντες ησπαζοντο αυτον.15 Ce fut une surprise pour tout ce monde quand ils virent Jésus; ils coururent au-devant de lui pour le saluer.
16 Και ηρωτησε τους γραμματεις? Τι συζητειτε μετ' αυτων;16 Alors Jésus demande aux gens: "Qu’avez-vous à discuter avec eux?”
17 Και αποκριθεις εις εκ του οχλου, ειπε? Διδασκαλε, εφερα προς σε τον υιον μου, εχοντα πνευμα αλαλον.17 De la foule un homme lui répond: "Maître, je t’ai amené mon fils qui est possédé d’un esprit muet.
18 Και οπου πιαση αυτον σπαραττει αυτον, και αφριζει και τριζει τους οδοντας αυτου και ξηραινεται? και ειπον προς τους μαθητας σου να εκβαλωσιν αυτο, αλλα δεν ηδυνηθησαν.18 Quand il s’empare de mon fils, il le déchire: l’enfant bave, grince des dents et devient tout raide. J’ai demandé à tes disciples de le faire sortir, mais ils n’ont pas été capables.”
19 Εκεινος δε αποκριθεις προς αυτον, λεγει? Ω γενεα απιστος, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων; εως ποτε θελω υπομενει υμας; φερετε αυτον προς εμε.19 Jésus répond: "Gens sans foi, jusqu’à quand serai-je avec vous! Jusqu’à quand devrai-je vous supporter? Amenez-le moi.”
20 Και εφεραν αυτον προς αυτον. Και ως ειδεν αυτον, ευθυς το πνευμα εσπαραξεν αυτον, και πεσων επι της γης εκυλιετο αφριζων.20 Ils le lui amènent. À la vue de Jésus, l’esprit secoue l’enfant violemment, il tombe à terre et se roule en bavant.
21 Και ηρωτησε τον πατερα αυτου? Ποσος καιρος ειναι αφου τουτο εγεινεν εις αυτον; Ο δε ειπε? Παιδιοθεν.21 Jésus interroge son père: "Depuis combien de temps cela lui arrive-t-il? Le père répond: "Depuis son enfance.
22 Και πολλακις αυτον και εις πυρ ερριψε και εις υδατα, δια να απολεση αυτον? αλλ' εαν δυνασαι τι, βοηθησον ημας, σπλαγχνισθεις εφ' ημας.22 Souvent même il l’a jeté dans le feu et dans l’eau: il pouvait le tuer. Aie pitié de nous, et si tu peux, viens à notre secours!”
23 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Το εαν δυνασαι να πιστευσης, παντα ειναι δυνατα εις τον πιστευοντα.23 Jésus lui dit: "Si tu peux… Mais tout est possible pour celui qui croit!”
24 Και ευθυς κραξας ο πατηρ του παιδιου μετα δακρυων, ελεγε? Πιστευω, Κυριε? βοηθει εις την απιστιαν μου.24 Aussitôt le père de l’enfant s’écrie: "Je crois, mais viens en aide à mon manque de foi!”
25 Ιδων δε ο Ιησους οτι επισυντρεχει οχλος, επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον, λεγων προς αυτο? το πνευμα το αλαλον και κωφον, εγω σε προσταζω, Εξελθε απ' αυτου και μη εισελθης πλεον εις αυτον.25 Quand Jésus voit que les gens arrivent plus en nombre, il menace l’esprit impur: "Esprit muet et sourd, je te l’ordonne: sors de cet enfant et ne reviens plus jamais!”
26 Και το πνευμα κραξαν και πολλα σπαραξαν αυτον, εξηλθε, και εγεινεν ως νεκρος, ωστε πολλοι ελεγον οτι απεθανεν.26 À ce moment l’esprit pousse un cri, secoue violemment l’enfant et sort. L’enfant était resté comme mort, et plusieurs disaient: "Il est mort!”
27 Ο δε Ιησους πιασας αυτον απο της χειρος ηγειρεν αυτον, και εσηκωθη.27 Mais Jésus le prend par la main et le réveille: l’enfant se remet sur pied.
28 Και οτε εισηλθεν εις οικον, οι μαθηται αυτου ηρωτων αυτον κατιδιαν, Δια τι ημεις δεν ηδυνηθημεν να εκβαλωμεν αυτο;28 Jésus revient à la maison; quand ils sont seuls, ses disciples l’interrogent: "Pourquoi n’avons-nous pas pu le faire sortir?”
29 Και ειπε προς αυτους? Τουτο το γενος δεν δυναται να εξελθη δι' ουδενος αλλου τροπου ειμη δια προσευχης και νηστειας.29 Jésus leur répond: "Il n’y a que la prière pour faire sortir cette espèce-là.”
30 Και εξελθοντες εκειθεν διεβαινον δια της Γαλιλαιας, και δεν ηθελε να μαθη τουτο ουδεις.30 Ils quittèrent cet endroit, et ils allaient de place en place à travers la Galilée. Jésus ne voulait pas qu’on le sache,
31 Διοτι εδιδασκε τους μαθητας αυτου και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας ανθρωπων, και θελουσι θανατωσει αυτον, και θανατωθεις την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.31 car il était occupé à instruire ses disciples. Alors il leur dit: "Le Fils de l’Homme sera livré aux mains des hommes. Ils le tueront, et trois jours après sa mort il ressuscitera.”
32 Εκεινοι ομως δεν ηνοουν τον λογον και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον.32 Eux ne comprenaient pas cet avertissement, et ils avaient peur de lui en demander davantage.
33 Και ηλθεν εις Καπερναουμ? και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, ηρωτα αυτους? Τι διελογιζεσθε καθ' οδον προς αλληλους;33 Ils arrivèrent à Capharnaüm. Une fois à la maison, Jésus les interrogea: "De quoi discutiez-vous en chemin?”
34 Οι δε εσιωπων? διοτι καθ' οδον διελεχθησαν προς αλληλους τις ειναι μεγαλητερος.34 Ils se turent, car en chemin ils s’étaient disputés à propos de qui était le plus grand.
35 Και καθησας εκαλεσε τους δωδεκα και λεγει προς αυτους? Οστις θελει να ηναι πρωτος, θελει εισθαι παντων εσχατος και παντων υπηρετης.35 Alors Jésus s’assoit, il appelle les Douze et leur dit: "Si quelqu’un veut être le premier, qu’il soit le dernier de tous, qu’il soit le serviteur de tous.”
36 Και λαβων παιδιον εστησεν αυτο εν τω μεσω αυτων, και εναγκαλισθεις αυτο ειπε προς αυτους?36 Puis il place au milieu d’eux un enfant, il l’embrasse et leur dit:
37 Οστις δεχθη εν των τοιουτων παιδιων εις το ονομα μου, εμε δεχεται? και οστις δεχθη εμε, δεν δεχεται εμε, αλλα τον αποστειλαντα με.37 "Si quelqu’un reçoit en mon nom l’un de ces enfants, c’est moi qu’il reçoit; et celui qui me reçoit, ce n’est pas moi qu’il reçoit, mais celui qui m’a envoyé.”
38 Απεκριθη δε προς αυτον ο Ιωαννης, λεγων? Διδασκαλε, ειδομεν τινα εκβαλλοντα δαιμονια εις το ονομα σου, οστις δεν ακολουθει ημας, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει ημας.38 Jean lui dit: "Maître, nous avons vu quelqu’un qui se servait de ton nom pour chasser les démons, et nous l’avons empêché car il n’est pas disciple avec nous.”
39 Ο δε Ιησους ειπε? Μη εμποδιζετε αυτον? διοτι δεν ειναι ουδεις οστις θελει καμει θαυμα εις το ονομα μου και θελει δυνηθη ευθυς να με κακολογηση.39 Jésus lui répond: "Ne l’empêchez pas! Car personne ne peut faire un miracle en mon nom et aussitôt après parler mal de moi.
40 Επειδη οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.40 “Celui qui n’est pas contre nous est pour nous.
41 Διοτι οστις σας ποτιση ποτηριον υδατος εις το ονομα μου, επειδη εισθε του Χριστου, αληθως σας λεγω, δεν θελει χασει τον μισθον αυτου.41 Celui qui vous donne un verre d’eau parce que vous êtes disciples du Christ, je vous dis qu’il ne perdra pas sa récompense.”
42 Και οστις σκανδαλιση ενα των μικρων των πιστευοντων εις εμε, συμφερει εις αυτον καλητερον να περιτεθη μυλου πετρα περι τον τραχηλον αυτου και να ριφθη εις την θαλασσαν.42 “Si quelqu’un devait faire chuter l’un de ces petits qui croient, mieux vaudrait pour lui qu’on lui attache au cou une meule de moulin et qu’on le jette dans la mer.
43 Και εαν σε σκανδαλιζη η χειρ σου, αποκοψον αυτην? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην κουλλος, παρα εχων τας δυο χειρας να απελθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,43 “Si ta main doit te faire chuter, coupe-la! Mieux vaut pour toi entrer dans la vie avec une seule main, que t’en aller avec tes deux mains à la géhenne,
44 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.44 au feu qui ne s’éteint pas.
45 Και εαν ο πους σου σε σκανδαλιζη, αποκοψον αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην χωλος, παρα εχων τους δυο ποδας να ριφθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,45 “Et si ton pied doit te faire chuter, coupe-le! Mieux vaut pour toi entrer dans la vie avec un seul pied, qu’être jeté avec tes deux pieds dans la géhenne.
46 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.46 NO TEXT
47 Και εαν ο οφθαλμος σου σε σκανδαλιζη, εκβαλε αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης μονοφθαλμος εις την βασιλειαν του Θεου, παρα εχων δυο οφθαλμους να ριφθης εις την γεενναν του πυρος,47 “Si ton œil doit te faire chuter, jette-le loin de toi! Mieux vaut pour toi entrer dans le Royaume de Dieu avec un seul œil que d’en avoir deux et d’être jeté dans la géhenne,
48 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.48 où le ver ne meurt pas et où le feu ne s’éteint pas.
49 Διοτι πας τις με πυρ θελει αλατισθη, και πασα θυσια με αλας θελει αλατισθη.49 Car ce feu fera l’office du sel.
50 Καλον το αλας? αλλ' εαν το αλας γεινη αναλατον, με τι θελετε αρτυσει αυτο; εχετε αλας εν εαυτοις και ειρηνευετε εν αλληλοις.50 “Le sel est bon; mais si le sel n’est plus salé, comment lui redonnerez-vous du mordant? Ayez du sel en vous-mêmes et vivez en paix les uns avec les autres.”