Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 6


font
GREEK BIBLEBIBLIA
1 Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου? και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.1 Salió de allí y vino a su patria, y sus discípulos le siguen.
2 Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη? και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον? Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;2 Cuando llegó el sábado se puso a enseñar en la sinagoga. La multitud, al oírle, quedaba maravillada, y decía: «¿De dónde le viene esto? y ¿qué sabiduría es ésta que le ha sido dada? ¿Y esos milagros hechos por sus manos?
3 δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.3 ¿No es éste el carpintero, el hijo de María y hermano de Santiago, Joset, Judas y Simón? ¿Y no están sus hermanas aquí entre nosotros?» Y se escandalizaban a causa de él.
4 Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.4 Jesús les dijo: «Un profeta sólo en su patria, entre sus parientes y en su casa carece de prestigio».
5 Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους?5 Y no podía hacer allí ningún milagro, a excepción de unos pocos enfermos a quienes curó imponiéndoles las manos.
6 και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.6 Y se maravilló de su falta de fe. Y recorría los pueblos del contorno enseñando.
7 Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο? και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,7 Y llama a los Doce y comenzó a enviarlos de dos en dos, dándoles poder sobre los espíritus inmundos.
8 και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,8 Les ordenó que nada tomasen para el camino, fuera de un bastón: ni pan, ni alforja, ni calderilla en la faja;
9 αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.9 sino: «Calzados con sandalias y no vistáis dos túnicas».
10 Και ελεγε προς αυτους? Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.10 Y les dijo: «Cuando entréis en una casa, quedaos en ella hasta marchar de allí.
11 Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.11 Si algún lugar no os recibe y no os escuchan, marchaos de allí sacudiendo el polvo de la planta de vuestros pies, en testimonio contra ellos».
12 Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,12 Y, yéndose de allí, predicaron que se convirtieran;
13 και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.13 expulsaban a muchos demonios, y ungían con aceite a muchos enfermos y los curaban.
14 Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης? διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου? και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.14 Se enteró el rey Herodes, pues su nombre se había hecho célebre. Algunos decían: «Juan el Bautista ha resucitado de entre los muertos y por eso actúan en él fuerzas milagrosas».
15 Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι? αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.15 Otros decían: «Es Elías»; otros: «Es un profeta como los demás profetas».
16 Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα? αυτος ανεστη εκ νεκρων.16 Al enterarse Herodes, dijo: «Aquel Juan, a quien yo decapité, ése ha resucitado».
17 Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.17 Es que Herodes era el que había enviado a prender a Juan y le había encadenado en la cárcel por causa de Herodías, la mujer de su hermano Filipo, con quien Herodes se había casado.
18 Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.18 Porque Juan decía a Herodes: «No te está permitido tener la mujer de tu hermano».
19 Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.19 Herodías le aborrecía y quería matarle, pero no podía,
20 Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.20 pues Herodes temía a Juan, sabiendo que era hombre justo y santo, y le protegía; y al oírle, quedaba muy perplejo, y le escuchaba con gusto.
21 Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,21 Y llegó el día oportuno, cuando Herodes, en su cumpleaños, dio un banquete a sus magnates, a los tribunos y a los principales de Galilea.
22 και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον? Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.22 Entró la hija de la misma Herodías, danzó, y gustó mucho a Herodes y a los comensales. El rey, entonces, dijo a la muchacha: «Pídeme lo que quieras y te lo daré».
23 Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.23 Y le juró: «Te daré lo que me pidas, hasta la mitad de mi reino».
24 Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης? Τι να ζητησω; Η δε ειπε? Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.24 Salió la muchacha y preguntó a su madre: «¿Qué voy a pedir?» Y ella le dijo: «La cabeza de Juan el Bautista».
25 Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα? Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.25 Entrando al punto apresuradamente adonde estaba el rey, le pidió: «Quiero que ahora mismo me des, en una bandeja, la cabeza de Juan el Bautista».
26 Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.26 El rey se llenó de tristeza, pero no quiso desairarla a causa del juramento y de los comensales.
27 Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη27 Y al instante mandó el rey a uno de su guardia, con orden de traerle la cabeza de Juan. Se fue y le decapitó en la cárcel
28 και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.28 y trajo su cabeza en una bandeja, y se la dio a la muchacha, y la muchacha se la dio a su madre.
29 Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.29 Al enterarse sus discípulos, vinieron a recoger el cadáver y le dieron sepultura.
30 Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.30 Los apóstoles se reunieron con Jesús y le contaron todo lo que habían hecho y lo que habían enseñado.
31 Και ειπε προς αυτους? Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον? διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν?31 El, entonces, les dice: «Venid también vosotros aparte, a un lugar solitario, para descansar un poco». Pues los que iban y venían eran muchos, y no les quedaba tiempo ni para comer.
32 και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.32 Y se fueron en la barca, aparte, a un lugar solitario.
33 Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.33 Pero les vieron marcharse y muchos cayeron en cuenta; y fueron allá corriendo, a pie, de todas las ciudades y llegaron antes que ellos.
34 Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.34 Y al desembarcar, vio mucha gente, sintió compasión de ellos, pues estaban como ovejas que no tienen pastor, y se puso a enseñarles muchas cosas.
35 Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα?35 Era ya una hora muy avanzada cuando se le acercaron sus discípulos y le dijeron: «El lugar está deshabitado y ya es hora avanzada.
36 απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους? διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.36 Despídelos para que vayan a las aldeas y pueblos del contorno a comprarse de comer».
37 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον? να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;37 El les contestó: «Dadles vosotros de comer». Ellos le dicen: «¿Vamos nosotros a comprar doscientos denarios de pan para darles de comer?»
38 Ο δε λεγει προς αυτους? Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι? Πεντε, και δυο οψαρια.38 El les dice: «¿Cuántos panes tenéis? Id a ver». Después de haberse cerciorado, le dicen: «Cinco, y dos peces».
39 Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.39 Entonces les mandó que se acomodaran todos por grupos sobre la verde hierba.
40 Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.40 Y se acomodaron por grupos de cien y de cincuenta.
41 Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.41 Y tomando los cinco panes y los dos peces, y levantando los ojos al cielo, pronunció la bendición, partió los panes y los iba dando a los discípulos para que se los fueran sirviendo. También repartió entre todos los dos peces.
42 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.42 Comieron todos y se saciaron.
43 Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.43 Y recogieron las sobras, doce canastos llenos y también lo de los peces.
44 Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.44 Los que comieron los panes fueron 5.000 hombres.
45 Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον?45 Inmediatamente obligó a sus discípulos a subir a la barca y a ir por delante hacia Betsaida, mientras él despedía a la gente.
46 και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.46 Después de despedirse de ellos, se fue al monte a orar.
47 Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.47 Al atardecer, estaba la barca en medio del mar y él, solo, en tierra.
48 Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι? διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους? και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.48 Viendo que ellos se fatigaban remando, pues el viento les era contrario, a eso de la cuarta vigilia de la noche viene hacia ellos caminando sobre el mar y quería pasarles de largo.
49 Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν?49 Pero ellos viéndole caminar sobre el mar, creyeron que era un fantasma y se pusieron a gritar,
50 διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους? Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.50 pues todos le habían visto y estaban turbados. Pero él, al instante, les habló, diciéndoles: «¡Animo!, que soy yo, no temáis».
51 Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος? και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.51 Subió entonces donde ellos a la barca, y amainó el viento, y quedaron en su interior completamente estupefactos,
52 Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.52 pues no habían entendido lo de los panes, sino que su mente estaba embotada.
53 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.53 Terminada la travesía, llegaron a tierra en Genesaret y atracaron.
54 Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,54 Apenas desembarcaron, le reconocieron en seguida,
55 εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.55 recorrieron toda aquella región y comenzaron a traer a los enfermos en camillas adonde oían que él estaba.
56 Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.56 Y dondequiera que entraba, en pueblos, ciudades o aldeas, colocaban a los enfermos en las plazas y le pedían que tocaran siquiera la orla de su manto; y cuantos la tocaron quedaban salvados.