Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 14


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.1 Encore deux jours, et c’était la Pâque et la fête des Pains sans levain. Les chefs des prêtres et les maîtres de la Loi cherchaient la manière de s’emparer de Jésus dans un coup monté et de le mettre à mort.
2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.2 Mais ils se disaient: "Pas durant la fête, car le peuple pourrait s’agiter.”
3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.3 Jésus se trouvait à Béthanie dans la maison de Simon le lépreux. Pendant qu’il était à table, une femme s’approcha de lui, portant un vase d’albâtre avec une essence de myrrhe d’un très grand prix. Elle brisa le col du vase et versa le parfum sur la tête de Jésus.
4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;4 Plusieurs d’entre eux en furent indignés; ils se disaient: "Pourquoi avoir gâché ce parfum?
5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.5 On aurait pu vendre cette myrrhe plus de 300 deniers et les donner aux pauvres.” Et ils lui en faisaient le reproche.
6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.6 Mais Jésus leur dit: "Laissez-la tranquille, pourquoi lui cherchez-vous des ennuis? Ce qu’elle vient de faire pour moi est une bonne œuvre.
7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.7 Les pauvres, vous en aurez toujours avec vous et vous pourrez leur faire du bien chaque fois que vous le voudrez, mais moi vous ne m’aurez pas toujours.
8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.8 Elle a fait ce qui lui correspondait: elle a embaumé par avance mon corps pour la sépulture.
9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.9 En vérité, je vous le dis, partout où cet Évangile sera proclamé, jusqu’au bout du monde, on dira aussi ce qu’elle a fait et on gardera sa mémoire.”
10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.10 Alors Judas Iscariote, qui était l’un des Douze, s’en alla trouver les chefs des prêtres pour leur livrer Jésus.
11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.11 Ils en furent très heureux et promirent de lui donner de l’argent. Dès lors il chercha le moment favorable pour le livrer.
12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;12 Le premier jour des Pains sans Levain, où l’on devait immoler l’agneau de la Pâque, les disciples dirent à Jésus: "Où veux-tu que nous allions faire les préparatifs pour manger la Pâque?”
13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,13 Alors il envoie deux de ses disciples en leur disant: "Allez à la ville; un homme portant une cruche d’eau vous rejoindra: suivez-le.
14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;14 Et là où il entrera, dites au propriétaire: Le Maître te fait dire: Où est ma salle où je mangerai la Pâque avec mes disciples?
15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.15 Il vous montrera à l’étage une grande pièce garnie de coussins, bien aménagée; vous y préparerez tout ce qu’il nous faut.”
16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.16 Les disciples partirent, arrivèrent à la ville et trouvèrent tout comme Jésus le leur avait dit; ils firent les préparatifs de la Pâque.
17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?17 Le soir venu, Jésus arrive avec les Douze.
18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.18 Pendant qu’ils sont à table et mangent, Jésus leur dit: "En vérité je vous le dis, l’un de vous va me livrer, un de ceux qui mangent avec moi.”
19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;19 Profondément peinés, ils se mettent à lui dire l’un après l’autre: "Serait-ce moi?”
20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.20 Mais il leur dit: "C’est l’un des Douze, celui qui plonge avec moi la main dans le plat.
21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.21 Le Fils de l’Homme s’en va comme l’Écriture le dit de lui, mais malheur à cet homme par qui le Fils de l’Homme est livré! Il vaudrait mieux pour lui qu’il ne soit pas né.”
22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.22 Pendant qu’ils mangent, Jésus prend du pain, prononce une bénédiction et le rompt. Puis il le leur donne en disant: "Prenez, ceci est mon corps.”
23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.23 Il prend ensuite la coupe, il rend grâces, il la leur donne et ils en boivent tous.
24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.24 Puis il leur dit: "Ceci est mon sang, le sang de l’alliance, qui est versé pour une multitude.
25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.25 “En vérité je vous le dis: Je ne boirai plus du produit de la vigne jusqu’au jour où je le boirai nouveau dans le Royaume de Dieu.”
26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,26 Après cela ils chantèrent les hymnes et partirent vers le Mont des Oliviers.
27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?27 Alors Jésus leur dit: "Vous allez tous chuter, car il est écrit: Je frapperai le pasteur et les brebis seront dispersées.
28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.28 Mais quand je me relèverai, j’irai vous attendre en Galilée.”
29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.29 Pierre alors déclare: "Même si tous doutent de toi et chutent, moi non!”
30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.30 Jésus lui répond: "En vérité, je te le dis, cette nuit même, avant que le coq ne chante pour la seconde fois, toi, tu m’auras renié trois fois.”
31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.31 Mais lui insistait encore: "Même si je devais mourir avec toi, je ne te renierais pas.” Et tous disaient la même chose.
32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?32 Ils arrivent à une propriété du nom de Gethsémani et Jésus dit à ses disciples: "Asseyez-vous là pendant que j’irai prier.”
33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.33 Il prend avec lui Pierre, Jacques et Jean, et il commence à être envahi par la frayeur et l’angoisse.
34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.34 Il leur dit: "Mon âme est triste à en mourir, restez ici et veillez.”
35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,35 Puis il s’éloigne un peu et se prosterne face contre terre; il demande que cette heure passe loin de lui si cela se peut.
36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.36 Et il dit: "Abba, Père, tout t’est possible, éloigne cette coupe loin de moi! Et cependant, non pas comme je veux, mais comme tu veux.”
37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;37 Après quoi Jésus va vers les disciples et les trouve endormis; il dit à Pierre: "Simon, tu dors? Tu n’as pas été capable de rester une heure éveillé?
38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.38 Veillez et priez pour ne pas être pris dans la tentation. Car l’esprit est plein d’ardeur, mais la chair est faible.”
39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.39 De nouveau il s’éloigne pour prier et redit les mêmes paroles.
40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.40 Puis il revient vers les disciples et les trouve endormis; leurs yeux étaient lourds de sommeil et ils ne savaient que lui répondre.
41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.41 Une troisième fois il revient et leur dit: "C’est bien le moment de dormir et de vous reposer! Cette fois l’heure est venue où le Fils de l’Homme est livré aux mains des pécheurs.
42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.42 Levez-vous, allons! Celui qui me livre est proche”.
43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.43 Alors que Jésus parlait encore, arriva Judas, l’un des Douze, et avec lui tout un groupe armé d’épées et de bâtons, envoyé par les chefs des prêtres, les maîtres de la Loi et les Anciens.
44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.44 Celui qui le trahissait leur avait donné un signe: "Celui que j’embrasserai, c’est lui; arrêtez-le et emmenez-le sous bonne garde.”
45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.45 Aussitôt arrivé, Judas s’avança vers lui en disant: "Rabbi!” Et il l’embrassa.
46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.46 Les autres mirent la main sur Jésus et l’arrêtèrent.
47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.47 Un de ceux qui étaient là sortit son épée, frappa le serviteur du Grand Prêtre et lui coupa l’oreille.
48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;48 Alors Jésus prit la parole et leur dit: "Pour m’arrêter vous êtes venus avec épées et gourdins, comme si j’étais un brigand!
49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.49 Tous les jours pourtant, j’étais au milieu de vous dans le Temple pour y enseigner et vous ne m’avez pas arrêté. Mais il fallait que s’accomplissent les Écritures.”
50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.50 Tous l’abandonnèrent et prirent la fuite.
51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.51 Un jeune homme le suivait, qui n’avait sur lui qu’un drap, et ils l’arrêtèrent.
52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.52 Mais lui s’enfuit tout nu, laissant le drap entre leurs mains.
53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.53 Ils conduisirent alors Jésus chez le Grand Prêtre et tous les chefs des prêtres, les Anciens et les maîtres de la Loi se rassemblèrent.
54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.54 Pierre avait suivi de loin jusqu’à l’intérieur de la cour du Grand Prêtre; il s’assit et resta à se chauffer près du feu avec les hommes de la police du Temple.
55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.55 Les chefs des prêtres et tout le conseil du Sanhédrin cherchaient un témoignage pour condamner Jésus à mort, mais ils n’en trouvaient pas;
56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.56 plusieurs avaient témoigné faussement contre Jésus, mais leur témoignage ne concordait pas.
57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες57 Certains lancèrent cette fausse accusation:
58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.58 "Nous l’avons entendu affirmer: Je détruirai ce Temple, construit de main d’homme, et en trois jours j’en bâtirai un autre qui ne sera pas fait de main d’homme.”
59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.59 Mais là encore leurs témoignages ne concordaient pas.
60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;60 Alors le Grand Prêtre se lève au milieu du conseil et il interroge Jésus: "Tu ne réponds rien? Quelle est cette histoire dont ils t’accusent?”
61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;61 Mais Jésus garde le silence et ne répond rien. De nouveau le Grand Prêtre l’interroge et lui dit: "Es-tu le Messie, le Fils du Béni?”
62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.62 Jésus répond: "Je le suis, et vous verrez le Fils de l’Homme siéger à la droite du Tout-Puissant et venir sur les nuées du ciel.”
63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;63 Le Grand Prêtre alors déchire sa tunique et dit: "Qu’avons-nous encore besoin de témoins?
64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.64 Vous venez d’entendre le blasphème. Quel est votre avis?” Et tous décident qu’il mérite la mort.
65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.65 À ce moment plusieurs se mettent à cracher sur lui, ils lui cachent le visage avec un linge et lui donnent des gifles, puis ils disent: "Fais le prophète!” Et les auxiliaires de police lui donnaient des coups.
66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,66 Pierre était toujours dehors dans la cour. Arrive une des filles au service du Grand Prêtre;
67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.67 elle voit Pierre qui se chauffe, elle le dévisage et lui dit: "Toi aussi tu étais avec Jésus le Nazaréen.”
68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.68 Mais lui le nie et dit: "Je ne sais pas ce que tu veux dire, je ne comprends pas.” Et aussitôt, il se dirige vers le vestibule.
69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.69 La servante qui l’a vu dit de nouveau à ceux qui sont là: "Celui-ci fait partie de la bande.”
70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.70 Pour la deuxième fois Pierre le nie. Un peu plus tard, ceux qui sont présents relancent Pierre: "Allons, tu es sûrement l’un des leurs; d’ailleurs tu es de Galilée.”
71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.71 Mais il commence à lancer des malédictions et à jurer: "Je ne connais pas cet homme dont vous parlez.”
72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.72 Et c’est alors le second chant du coq. Pierre se rappelle les paroles que Jésus lui a dites: "Avant que le coq ne chante deux fois, tu m’auras renié trois fois.” Et il commence à pleurer.