Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 20


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Διοτι η βασιλεια των ουρανων ειναι ομοια με ανθρωπον οικοδεσποτην, οστις εξηλθεν αμα τω πρωι δια να μισθωση εργατας δια τον αμπελωνα αυτου.1 Mert hasonló a mennyek országa a házigazdához, aki korán reggel kiment munkásokat fogadni a szőlőjébe.
2 Αφου δε συνεφωνησε μετα των εργατων προς εν δηναριον την ημεραν, απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου.2 Miután napi egy dénárban megegyezett a munkásokkal, elküldte őket a szőlőjébe.
3 Και εξελθων περι την τριτην ωραν, ειδεν αλλους ισταμενους εν τη αγορα αργους,3 Amikor a harmadik óra körül is kiment, látott másokat ott ácsorogni tétlenül a piactéren.
4 και προς εκεινους ειπεν? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελω σας δωσει. Και εκεινοι υπηγον.4 Azt mondta nekik: ‘Menjetek ki ti is a szőlőbe, és ami igazságos, megadom majd nektek.’
5 Παλιν εξελθων περι την εκτην και ενατην ωραν, εκαμεν ωσαυτως.5 Azok elmentek. Azután a hatodik és a kilencedik óra körül ismét kiment és ugyanígy tett.
6 Περι δε την ενδεκατην ωραν εξελθων ευρεν αλλους ισταμενους αργους, και λεγει προς αυτους? Δια τι ιστασθε εδω ολην την ημεραν αργοι;6 Mikor a tizenegyedik óra körül kiment és megint talált ott ácsorgókat, azt mondta nekik: ‘Miért álltok itt egész nap tétlenül?’
7 Λεγουσι προς αυτον? Διοτι ουδεις εμισθωσεν ημας. Λεγει προς αυτους? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελετε λαβει.7 Azt felelték neki: ‘Mert senki sem fogadott fel minket.’ Erre azt mondta nekik: ‘Menjetek ki ti is a szőlőbe.’
8 Αφου δε εγεινεν εσπερα, λεγει ο κυριος του αμπελωνος προς τον επιτροπον αυτου? Καλεσον τους εργατας και αποδος εις αυτους τον μισθον, αρχισας απο των εσχατων εως των πρωτων.8 Amikor beesteledett, a szőlő ura így szólt intézőjéhez: ‘Hívd a munkásokat, és add ki nekik a bérüket, kezdve az utolsóktól az elsőkig.’
9 Και ελθοντες οι περι την ενδεκατην ωραν μισθωθεντες, ελαβον ανα εν δηναριον.9 Jöttek azok, akik a tizenegyedik óra körül kezdtek, és kaptak egy-egy dénárt.
10 Ελθοντες δε οι πρωτοι, ενομισαν οτι θελουσι λαβει πλειοτερα, ελαβον ομως και αυτοι ανα εν δηναριον.10 Mikor az elsők sorra kerültek, azt gondolták, hogy többet kapnak, de ők is csak egy-egy dénárt kaptak.
11 Και λαβοντες εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου,11 Amikor megkapták, zúgolódni kezdtek a gazda ellen:
12 λεγοντες οτι, Ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εκαμον, και εκαμες αυτους ισους με ημας, οιτινες εβαστασαμεν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα.12 ‘Ezek az utolsók csak egy órát dolgoztak, és egyformán kezelted őket velünk, akik viseltük a nap terhét és hevét.’
13 Ο δε αποκριθεις ειπε προς ενα εξ αυτων? Φιλε, δεν σε αδικω? δεν συνεφωνησας εν δηναριον μετ' εμου;13 Ő azonban így válaszolt az egyiküknek: ‘Barátom! Nem vagyok hozzád igazságtalan. Nem egy dénárban egyeztél meg velem?
14 λαβε το σον και υπαγε? θελω δε να δωσω εις τουτον τον εσχατον ως και εις σε.14 Fogd, ami a tiéd, és menj! Én ennek az utolsónak is annyit akarok adni, mint neked.
15 Η δεν εχω την εξουσιαν να καμω ο, τι θελω εις τα εμα; η ο οφθαλμος σου ειναι πονηρος διοτι εγω ειμαι αγαθος;15 Vagy nem szabad azt tennem az enyémmel, amit akarok? Rossz szemmel nézed talán, hogy én jó vagyok?’
16 Ουτω θελουσιν εισθαι οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι? διοτι πολλοι ειναι οι κεκλημενοι, ολιγοι δε οι εκλεκτοι.16 Így lesznek az utolsókból elsők és az elsőkből utolsók.«
17 Και αναβαινων ο Ιησους εις Ιεροσολυμα, παρελαβε τους δωδεκα μαθητας κατ' ιδιαν εν τη οδω και ειπε προς αυτους.17 Jézus ezután fölment Jeruzsálembe. Útközben külön magához hívta a tizenkét tanítványt, és azt mondta nekik:
18 Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και γραμματεις και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον,18 »Íme, felmegyünk Jeruzsálembe, és az Emberfiát át fogják adni a főpapoknak és az írástudóknak. Halálra ítélik őt,
19 και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη δια να εμπαιξωσι και μαστιγωσωσι και σταυρωσωσι, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.19 és átadják a pogányoknak, hogy kicsúfolják, megostorozzák és keresztre feszítsék, de harmadnapon föltámad.«
20 Τοτε προσηλθε προς αυτον η μητηρ των υιων του Ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης, προσκυνουσα και ζητουσα τι παρ' αυτου.20 Akkor Zebedeus fiainak az anyja odament hozzá a fiaival együtt, és leborult előtte, hogy kérjen tőle valamit.
21 Ο δε ειπε προς αυτην? Τι θελεις; Λεγει προς αυτον? Ειπε να καθησωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων εν τη βασιλεια σου.21 Jézus megkérdezte: »Mit kívánsz?« Az így válaszolt: »Rendeld el, hogy az én két fiam közül az egyik a jobbodon, a másik a balodon üljön országodban.«
22 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω μελλω να πιω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι; Λεγουσι προς αυτον? Δυναμεθα.22 Jézus ezt válaszolta: »Nem tudjátok, mit kértek. Tudtok-e inni a kehelyből, amelyből én inni fogok?« Azt felelték neki: »Tudunk!«
23 Και λεγει προς αυτους? το μεν ποτηριον μου θελετε πιει; και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι θελετε βαπτισθη? το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, ειμη εις οσους ειναι ητοιμασμενον υπο του Πατρος μου.23 Ő erre azt mondta nekik: »A kelyhemből ugyan inni fogtok, de nem az én dolgom eldönteni, hogy a jobbomon vagy a balomon ki üljön. Az azoké lesz, akiknek Atyám készítette.«
24 Και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελφων.24 Amikor a többi tíz meghallotta ezt, nagyon megharagudott a két testvérre.
25 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, ειπεν? Εξευρετε οτι οι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτα.25 Jézus azonban magához hívta őket, és így szólt: »Tudjátok, hogy a nemzetek fejedelmei uralkodnak a népeken, és a nagyok hatalmaskodnak felettük.
26 Ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, ας ηναι υπηρετης υμων,26 Köztetek azonban ne így legyen, hanem aki nagy akar lenni köztetek, legyen a szolgátok,
27 και οστις θελη να ηναι πρωτος εν υμιν, ας ηναι δουλος υμων?27 és aki első akar lenni köztetek, az legyen a ti szolgálótok.
28 καθως ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.28 Hiszen az Emberfia sem azért jött, hogy neki szolgáljanak, hanem hogy ő szolgáljon, és életét adja váltságul sokakért.«
29 Και ενω εξηρχοντο απο της Ιεριχω, ηκολουθησεν αυτον οχλος πολυς.29 Amikor kimentek Jerikóból, nagy tömeg követte őt.
30 Και ιδου, δυο τυφλοι καθημενοι παρα την οδον, ακουσαντες οτι ο Ιησους διαβαινει, εκραξαν λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.30 És íme, ott ült az út mellett két vak. Amint meghallották, hogy Jézus arra megy, felkiáltottak: »Könyörülj rajtunk, Uram, Dávid Fia!«
31 Ο δε οχλος επεπληξεν αυτους δια να σιωπησωσιν? αλλ' εκεινοι εκραζον δυνατωτερα, λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.31 A tömeg rájuk parancsolt, hogy hallgassanak, de azok még hangosabban kiáltották: »Könyörülj rajtunk, Uram, Dávid Fia!«
32 Και σταθεις ο Ιησους, εκραξεν αυτους και ειπε? Τι θελετε να σας καμω;32 Jézus megállt, odahívta őket és így szólt: »Mit akartok, hogy tegyek veletek?«
33 Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, να ανοιχθωσιν οι οφθαλμοι ημων.33 Azok azt felelték neki: »Uram! Hogy megnyíljon a szemünk.«
34 Και ο Ιησους σπλαγχνισθεις ηγγισε τους οφθαλμους αυτων? και ευθυς ανεβλεψαν αυτων οι οφθαλμοι, και ηκολουθησαν αυτον.34 Jézusnak megesett rajtuk a szíve és megérintette a szemüket. Azonnal látni kezdtek és követték őt.