Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΑΜΒΑΚΟΥΜ - Abacuc - Habakkuk 3


font
GREEK BIBLENEW JERUSALEM
1 Προσευχη Αββακουμ του προφητου επι Σιγιωνωθ.1 A prayer of the prophet Habakkuk; tone as for dirges.
2 Κυριε, ηκουσα την ακοην σου και εφοβηθην? Κυριε, ζωοποιει το εργον σου εν μεσω των ετων? Εν μεσω των ετων γνωστοποιει, αυτο? εν τη οργη σου μνησθητι ελεους.2 Yahweh, I have heard of your renown; your work, Yahweh, inspires me with dread. Make it live again inour time, make it known in our time; in wrath remember mercy.
3 Ο Θεος ηλθεν απο Θαιμαν και ο Αγιος απο του ορους Φαραν? Διαψαλμα. εκαλυψεν ουρανους η δοξα αυτου, και της αινεσεως αυτου ητο πληρης η γη?3 Eloah comes from Teman, and the Holy One from Mount Paran. Pause His majesty covers theheavens, and his glory fills the earth.
4 Και η λαμψις αυτου ητο ως το φως? ακτινες εξηρχοντο εκ της χειρος αυτου, και εκει ητο ο κρυψων της ισχυος αυτου.4 His brightness is like the day, rays flash from his hands, that is where his power lies hidden.
5 Εμπροσθεν αυτου προεπορευετο ο θανατος, και αστραπαι εξηρχοντο υπο τους ποδας αυτου.5 Pestilence goes before him and Plague follows close behind.
6 Εσταθη και διεμετρησε την γην? επεβλεψε και διελυσε τα εθνη? και τα ορη τα αιωνια συνετριβησαν, οι αιωνιοι βουνοι εταπεινωθησαν? αι οδοι αυτου ειναι αιωνιοι.6 When he stands up, he makes the earth tremble, with his glance he makes the nations quake. And theeternal mountains are dislodged, the everlasting hil s sink down, his pathway from of old.
7 Ειδον τας σκηνας της Αιθιοπιας εν θλιψει? ετρομαξαν τα παραπετασματα της γης Μαδιαμ.7 I saw the tents of Cushan in trouble, the tent-curtains of Midian shuddering.
8 Μηπως ωργισθη ο Κυριος κατα των ποταμων; μηπως ητο ο θυμος σου κατα των ποταμων; η η οργη σου κατα της θαλασσης, ωστε επεβης επι τους ιππους σου και επι τας αμαξας σου προς σωτηριαν;8 Yahweh, are you enraged with the rivers, are you angry with the sea, that you should mount yourchargers, your rescuing chariots?
9 Εσυρθη εξω το τοξον σου, καθως μεθ' ορκου ανηγγειλας εις τας φυλας. Διαψαλμα. Συ διεσχισας την γην εις ποταμους.9 You uncover your bow, and give the string its fill of arrows. PauseYou drench the soil with torrents;
10 Σε ειδον τα ορη και ετρομαξαν. Κατακλυσμος υδατων επηλθεν? η αβυσσος ανεπεμψε την φωνην αυτης, ανυψωσε τας χειρας αυτης.10 the mountains see you and tremble, great floods sweep by, the abyss roars aloud, lifting high itswaves.
11 Ο ηλιος και η σεληνη εσταθησαν εν τω κατοικητηριω αυτων? εν τω φωτι των βελων σου περιεπατουν, εν τη λαμψει της αστραπτουσης λογχης σου.11 Sun and moon stay inside their dwel ings, they flee at the light of your arrows, at the flash of yourlightning-spear.
12 Εν αγανακτησει διηλθες την γην, εν θυμω κατεπατησας τα εθνη.12 In rage you stride across the land, in anger you trample the nations.
13 Εξηλθες εις σωτηριαν του λαου σου, εις σωτηριαν του χριστου σου? επαταξας τον αρχηγον του οικου των ασεβων, απεκαλυψας τα θεμελια εως βαθους. Διαψαλμα.13 You marched to save your people, to save your anointed one; you wounded the head of the house ofthe wicked, laid bare the foundation to the rock. Pause
14 Διεπερασας με τας λογχας αυτου την κεφαλην των στραταρχων αυτου? εφωρμησαν ως ανεμοστροβιλος δια να μη διασκορπισωσιν? η αγαλλιασις αυτων ητο ως εαν εμελλον κρυφιως να καταφαγωσι τον πτωχον.14 With your shafts you pierced the leader of his warriors who stormed out with shouts of joy to scatterus, as if they meant to devour some poor wretch in their lair.
15 Διεβης δια της θαλασσης μετα των ιππων σου, δια σωρων υδατων πολλων.15 With your horses you trampled through the sea, through the surging abyss!
16 Ηκουσα, και τα εντοσθια μου συνεταραχθησαν? τα χειλη μου ετρεμον εις την φωνην? η σαθροτης εισηλθεν εις τα οστα μου, και υποκατω μου ελαβον τρομον? πλην εν τη ημερα της θλιψεως θελω αναπαυθη, οταν αναβη κατα του λαου ο μελλων να εκπορθηση αυτον.16 When I heard, I trembled to the core, my lips quivered at the sound; my bones became disjointed andmy legs gave way beneath me. Calmly I await the day of anguish which is dawning on the people now attackingus.
17 Αν και η συκη δεν θελει βλαστησει, μηδε θελει εισθαι καρπος εν ταις αμπελοις? ο κοπος της ελαιας θελει ματαιωθη, και οι αγροι δεν θελουσι δωσει τροφην? το ποιμνιον θελει εξολοθρευθη απο της μανδρας, και δεν θελουσιν εισθαι βοες εν τοις σταυλοις?17 (For the fig tree is not to blossom, nor wil the vines bear fruit, the olive crop wil disappoint and thefields wil yield no food; the sheep wil vanish from the fold; no cattle in the stal s.)
18 Εγω ομως θελω ευφραινεσθαι εις τον Κυριον, θελω χαιρει εις τον Θεον της σωτηριας μου.18 But I shal rejoice in Yahweh, I shall exult in God my Saviour.
19 Κυριος ο Θεος ειναι η δυναμις μου, και θελει καμει τους ποδας μου ως των ελαφων? και θελει με καμει να περιπατω επι τους υψηλους τοπους μου. Εις τον πρωτον μουσικον επι Νεγινωθ.19 Yahweh my Lord is my strength, he wil make my feet as light as a doe's, and set my steps on theheights. For the choirmaster; on stringed instruments.