Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΩΝΑΣ - Giona - Jonah 4


font
GREEK BIBLEEL LIBRO DEL PUEBLO DE DIOS
1 Και ελυπηθη ο Ιωνας λυπην μεγαλην και ηγανακτησε.1 Jonás se disgustó mucho y quedó muy enojado.
2 Και προσηυχηθη προς τον Κυριον και ειπεν, Ω Κυριε, δεν ητο ουτος ο λογος μου, ενω ετι ημην εν τη πατριδι μου; δια τουτο προελαβον να φυγω εις Θαρσεις? διοτι εγνωριζον οτι συ εισαι Θεος ελεημων και οικτιρμων, μακροθυμος και πολυελεος και μετανοων δια το κακον.2 Entonces oró al Señor, diciendo: «¡Ah, Señor! ¿No ocurrió acaso lo que yo decía cuando aún estaba en mi país? Por eso traté de huir a Tarsis lo antes posible. Yo sabía que tú eres un Dios bondadoso y compasivo, lento para enojarte y de gran misericordia, y que te arrepientes del mal con que amenazas.
3 Και τωρα, Κυριε, λαβε, δεομαι σου, την ψυχην μου απ' εμου? διοτι ειναι καλλιον εις εμε να αποθανω παρα να ζω.3 Ahora, Señor, quítame la vida, porque prefiero morir antes que seguir viviendo».
4 Και ειπε Κυριος, Ειναι καλον να αγανακτης;4 El Señor le respondió: «¿Te parece que tienes razón para enojarte?».
5 Και εξηλθεν Ιωνας απο της πολεως και εκαθησε κατα το ανατολικον μερος της πολεως, και εκει εκαμεν εις εαυτον καλυβην και εκαθητο υποκατω αυτης εν τη σκια, εωσου ιδη τι εμελλε να γεινη εις την πολιν.5 Jonás salió de Nínive y se sentó al este de la ciudad: allí levantó una choza y se sentó a la sombre de ella, para ver qué iba a suceder en la ciudad.
6 Και διεταξε Κυριος ο Θεος κολοκυνθην και εκαμε να αναβη επανωθεν του Ιωνα, δια να ηναι σκια υπερανω της κεφαλης αυτου, δια να ανακουφιση αυτον απο της θλιψεως αυτου. Και εχαρη ο Ιωνας δια την κολοκυνθην χαραν μεγαλην.6 Entonces el Señor hizo crecer allí una planta de ricino, que se levantó por encima de Jonás para darle sombre y librarlo de su disgusto. Jonás se puso muy contento al ver esa planta.
7 Και διεταξεν ο Θεος σκωληκα, οτε εχαραξεν η αυγη της επαυριον? και επαταξε την κολοκυνθην και εξηρανθη.7 Pero al amanecer del día siguiente, Dios hizo que un gusano picara el ricino y este se secó.
8 Και καθως ανετειλεν ο ηλιος, διεταξεν ο Θεος ανεμον ανατολικον καυστικον? και προσεβαλεν ο ηλιος επι την κεφαλην του Ιωνα, ωστε ωλιγοψυχησε? και εζητησεν εν τη ψυχη αυτου να αποθανη, και ειπεν, Ειναι καλλιον εις εμε να αποθανω παρα να ζω.8 Cuando salió el sol, Dios hizo soplar un sofocante viento del este. El sol golpeó la cabeza de Jonás, y este se sintió desvanecer. Entonces se deseó la muerte, diciendo: «Prefiero morir antes que seguir viviendo».
9 Και ειπεν ο Θεος προς τον Ιωναν, ειναι καλον να αγανακτης δια την κολοκυνθην; Και ειπε, Καλον ειναι να αγανακτω εως θανατου.9 Dios le dijo a Jonás: «¿Te parece que tienes razón de enojarte por ese ricino?». Y él respondió: «Sí, tengo razón para estar enojado hasta la muerte».
10 Και ειπε Κυριος, Συ ελυπηθης υπερ της κολοκυνθης, δια την οποιαν δεν εκοπιασας, αλλ' ουδε εκαμες αυτην να αυξηση, ητις εγεννηθη εν μια νυκτι και εν μια νυκτι εχαθη.10 El Señor le replicó: «Tú te conmueves por ese ricino que no te ha costado ningún trabajo y que tú no has hecho crecer, que ha brotado en una noche y en una noche se secó,
11 Και εγω δεν επρεπε να λυπηθω υπερ της Νινευη, της πολεως της μεγαλης, εν η υπαρχουσι πλειοτεροι των δωδεκα μυριαδων ανθρωπων, οιτινες δεν διακρινουσι την δεξιαν αυτων απο της αριστερας αυτων, και κτηνη πολλα;11 y yo, ¿no me voy a conmover por Nínive, la gran ciudad, donde habitan más de ciento veinte mil seres humanos que no saben distinguir el bien del mal, y donde hay además una gran cantidad de animales?».