Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΘΡΗΝΟΙ - Lamentazioni - Lamentations 1


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις? εγεινεν υποτελης.1 Hélas! Elle reste seule, la ville au peuple nombreux, elle est restée comme une veuve, la grande parmi les nations; jadis reine parmi les provinces, elle est soumise à la corvée.
2 Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης? εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως? εχθροι εγειναν εις αυτην.2 Elle a pleuré toute la nuit et les larmes couvrent ses joues. Parmi tous ses amants, pas un ne la console. Tous ses amis l’ont trahie, sont devenus des ennemis.
3 Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας? καθηται εν τοις εθνεσι? δεν ευρισκει αναπαυσιν? παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.3 On a déporté Juda, accablé, pour un dur esclavage; il habite au milieu de païens et ne trouve pas de repos. Ses poursuivants l’avaient rejoint dans des gorges sans issue.
4 Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας? πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν? αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.4 Les routes de Sion sont en deuil, nul ne va plus à ses fêtes. Aux portes c’est un désert, ses prêtres se lamentent et ses vierges se désolent; elle est dans l’amertume.
5 Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι? διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης? τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.5 Ses ennemis ont été plus forts, ses adversaires l’ont emporté: c’est Yahvé qui la frappait pour ses fautes si nombreuses. Les petits allaient avec les captifs l’ennemi les faisait avancer.
6 Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης? οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.6 Ils ont pris à la fille de Sion tout ce qui faisait sa gloire. Ses chefs étaient comme des cerfs qui ne trouvent plus de pâture; ils marchaient sans forces devant ceux qui les faisaient aller.
7 Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην? ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.7 Jérusalem se souvient de ses jours de peine et de détresse: son peuple tombait aux mains de l’ennemi, et nul ne venait à son secours; ses ennemis la voyaient et se moquaient de sa ruine.
8 Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ? δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος? παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης? αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.8 Jérusalem a péché, de tels péchés qu’elle n’était plus que souillure; ceux qui la respectaient l’ont méprisée, car ils ont vu sa nudité. Elle se lamente, et détourne son visage.
9 Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης? δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης? οθεν εταπεινωθη εξαισιως? δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.9 Sa souillure est là sur sa robe, elle n’imaginait pas cette fin. Quelle chute étonnante, et personne pour la consoler! Ô Yahvé, regarde sa misère, l’ennemi a triomphé!
10 Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης? διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.10 L’adversaire a fait main basse sur toutes ses richesses. Alors elle a vu les païens entrer dans son Sanctuaire, ceux-là même que tu ne voulais pas qu’ils viennent à tes assemblées.
11 Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον? εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον? διοτι εγεινα εξουθενημενη.11 Tout son peuple se lamente: tous sont en quête de pain. On donnait ses bijoux pour manger, car on voulait sauver sa vie. “Ô Yahvé, regarde et vois: comme j’ai été méprisée!”
12 Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον? επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.12 Vous tous qui passez sur le chemin, regardez et voyez: est-il plus douloureuse douleur que celle dont je souffre, dont Yahvé m’a frappée au jour de son ardente colère.
13 Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα? ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου? με εστρεψεν εις τα οπισω? με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.13 D’en haut il a envoyé un feu: il est descendu dans mes os. Il a tendu un filet sous mes pieds et m’a jetée à la renverse. Il m’a laissée défaite, tous mes jours ne sont que souffrances.
14 Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου? περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου? ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.14 Il faisait le compte de mes fautes et les gardait dans sa main. Son joug pèse sur mon cou et les forces me manquent. Le Seigneur m’a livrée entre des mains auxquelles je ne peux résister.
15 Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου? εκαλεσεν επ' εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου? ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.15 Tous les vaillants de chez moi, le Seigneur les a enlevés. Il a convoqué contre moi une armée pour écraser mes jeunes guerriers. Le Seigneur a foulé au pressoir la vierge, fille de Juda.
16 Δια ταυτα εγω θρηνω? οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα? διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου? οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.16 Et voilà pourquoi je pleure, pourquoi mes yeux fondent en larmes, car personne n’est là qui me console et réconforte mon âme. Mes enfants sont consternés pendant que l’ennemi triomphe.
17 Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ? οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον? η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.17 Sion a tendu les mains, mais pas un ne la console. Yahvé a voulu l’invasion de Jacob par ses voisins tout à l’entour. Jérusalem au milieu d’eux n’est plus qu’un dépotoir.
18 Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.18 Yahvé est juste, car j’étais, moi, rebelle à ses ordres. Entendez-moi, tous les peuples, et voyez ma douleur: mes vierges et mes jeunes sont partis en captivité.
19 Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ' αυτοι με ηπατησαν? οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.19 J’ai fait appel à mes amants, mais ils m’ont trompée. Mes prêtres et mes anciens rendaient l’âme dans la ville, ils cherchaient pour survivre et ne trouvaient rien à manger.
20 Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι? τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα? εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα? εν τω οικω ο θανατος.20 “Vois, Yahvé, que je suis dans l’angoisse j’en suis toute retournée et mon cœur en moi défaille: oui, j’ai voulu ma rébellion! Dehors, l’épée sème le deuil, rester entre les murs, c’est la mort.”
21 Ηκουσαν, διοτι στεναζω? δεν υπαρχει ο παρηγορων με? παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου? εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο ? οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.21 “Ils ont entendu mes cris, mais personne ne me console. Mes ennemis ont su mon désastre, tous riaient, te voyant agir: hâte le jour que tu as dit où ils seront tels que je suis!
22 Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων? και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου? διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.22 Leurs actes viendront devant toi, tous leurs crimes, tu les traiteras comme tu m’as traitée moi-même à cause de tous mes péchés. Je multiplie mes plaintes, mon cœur s’en trouve mal.