Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 57


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Ο δικαιος αποθνησκει και ουδεις βαλλει τουτο εν τη καρδια αυτου? και οι ανδρες ελεους συλλεγονται, χωρις να εννοη τις, αν ο δικαιος συλλεγεται απ' εμπροσθεν της κακιας.1 Il giusto muore, e non vi è alcuno che vi ponga mente; e gli uomini da bene son raccolti, senza che alcuno consideri che il giusto è raccolto d’innanzi al male.
2 Θελει εισελθει εις ειρηνην? οι περιπατουντες εν τη ευθυτητι αυτων, θελουσιν αναπαυθη εν ταις κλιναις αυτων.2 Chi cammina nella sua dirittura se ne andrà in pace, si riposeranno sopra i lor letti
3 Σεις δε οι υιοι της μαγισσης, σπερμα μοιχου και πορνης, πλησιασατε εδω.3 Ma voi, figliuoli dell’incantatrice, progenie adultera, che non fai altro che fornicare, accostatevi qua.
4 Κατα τινος εντρυφατε; κατα τινος επλατυνατε το στομα, εξετεινατε την γλωσσαν; δεν εισθε τεκνα ανομιας, σπερμα ψευδους,4 Sopra cui vi sollazzate voi? sopra cui allargate la bocca, ed allungate la lingua? non siete voi figliuoli di misfatto, progenie di falsità?
5 φλογιζομενοι με τα ειδωλα υπο παν δενδρον πρασινον, σφαζοντες τα τεκνα εν ταις φαραγξιν, υπο τους κρημνους των βραχων;5 Voi, che vi riscaldate dietro alle querce, sott’ogni albero verdeggiante, che scannate i figliuoli nelle valli, sotto alle caverne delle rocce.
6 Η μερις σου ειναι μεταξυ των χαλικων των χειμαρρων? ουτοι, ουτοι ειναι η κληρονομια σου? και εις αυτους εξεχεας σπονδας, προσεφερες προσφοραν εξ αλφιτων? εις ταυτα θελω ευαρεστηθη;6 La tua parte è nelle pietre pulite de’ torrenti; quelle, quelle son la tua sorte; a quelle eziandio hai sparse offerte da spandere, e presentate oblazioni; con tutte queste cose potrei io esser rappacificato?
7 Επι ορους υψηλου και μετεωρου εβαλες την κλινην σου? και εκει ανεβης δια να προσφερης θυσιαν.7 Tu hai posto il tuo letto sopra i monti alti ed elevati; e sei eziandio salita là, per sacrificar sacrificii.
8 Και οπισω των θυρων και των παραστατων εστησας το μνημοσυνον σου? διοτι εξεσκεπασας σεαυτην αποστατησασα απ' εμου και ανεβης? επλατυνας την κλινην σου και συνεφωνησας μετ' εκεινων? ηγαπησας την κλινην αυτων, εξελεξας τους τοπους?8 Ed hai messa la tua ricordanza dietro all’uscio, e dietro allo stipite; conciossiachè tu ti sii scoperta, sviandoti da me; e sii salita, ed abbi allargato il tuo letto, ed abbi fatto patto con alcuni di coloro; tu hai amata la lor giacitura, tu hai spiato il luogo.
9 υπηγες μαλιστα προς τον βασιλεα με χρισματα και ηυξησας τα αρωματα σου και απεστειλας μακραν τους πρεσβεις σου και εταπεινωσας σεαυτην μεχρις αδου.9 Ed hai portati al Re presenti d’olii odoriferi, con gran quantità delle tue composizioni aromatiche; ed hai mandati i tuoi ambasciatori fino in paese lontano, e ti sei abbassata fino all’inferno.
10 Εκοπιασας εις το μακρος της οδου σου? και δεν ειπας, εις ματην κοπιαζω? ευρηκας το ζην δια της χειρος σου? δια τουτο δεν απεκαμες.10 Tu ti sei affaticata nella lunghezza del tuo cammino; tu non hai detto: La cosa è disperata; tu hai ritrovata la vita della tua mano, perciò tu non ti sei stancata.
11 Και τινα επτοηθης η εφοβηθης, ωστε να ψευσθης και να μη με ενθυμηθης μηδε να θεσης τουτο εν τη καρδια σου; δεν ειναι, διοτι εγω εσιωπησα, μαλιστα προ πολλου, δια τουτο συ δεν με εφοβηθης;11 E di cui hai tu avuta paura? chi hai tu temuto? conciossiachè tu abbi mentito, e non ti sii ricordata di me, e non te ne sii curata? non mi sono io taciuto, anzi già da lungo tempo? e pur tu non mi hai temuto.
12 Εγω θελω απαγγειλει την δικαιοσυνην σου και τα εργα σου? ομως δεν θελουσι σε ωφελησει.12 Io dichiarerò la tua giustizia, e le tue opere, che non ti gioveranno nulla
13 Οταν αναβοησης, ας σε ελευθερωσωσιν οι συνηγμενοι σου? αλλ' ο ανεμος θελει αφαρπασει παντας αυτους? η ματαιοτης θελει λαβει αυτους? ο ελπιζων ομως επ' εμε θελει κληρονομησει την γην και αποκτησει το αγιον μου ορος.13 Quando tu griderai, liberinti quelli che tu aduni; ma il vento li porterà via tutti quanti, un soffio li torrà via; ma chi spera in me possederà la terra, ed erederà il monte della mia santità.
14 Και θελω ειπει, Υψωσατε, υψωσατε, ετοιμασατε την οδον, εκβαλετε το προσκομμα απο της οδου του λαου μου.14 Ed ei si dirà: Rilevate, rilevate le strade, acconciatele; togliete via gl’intoppi dal cammino del mio popolo.
15 Διοτι ουτω λεγει ο Υψιστος και ο Υπερτατος, ο κατοικων την αιωνιοτητα, του οποιου το ονομα ειναι Ο Αγιος? Εγω κατοικω εν υψηλοις και εν αγιω τοπω? και μετα του συντετριμμενου την καρδιαν και του ταπεινου το πνευμα, δια να ζωοποιω το πνευμα των ταπεινων και να ζωοποιω την καρδιαν των συντετριμμενων.15 Perciocchè, così ha detto l’Alto, e l’Eccelso, che abita l’eternità, e il cui Nome è il Santo: Io abito in luogo alto, e santo, e col contrito, ed umile di spirito; per vivificar lo spirito degli umili, e per vivificare il cuor de’ contriti.
16 Διοτι δεν θελω δικολογει αιωνιως ουδε θελω εισθαι παντοτε ωργισμενος? επειδη τοτε ηθελον εκλειψει απ' εμπροσθεν μου το πνευμα και αι ψυχαι τας οποιας εκαμον.16 Conciossiachè io non contenda in perpetuo, e non mi adiri in eterno; perciocchè altrimenti ogni spirito, e le anime che io ho fatte, verrebber meno per la mia presenza
17 Δια την ανομιαν της αισχροκερδειας αυτου ωργισθην και επαταξα αυτον? εκρυψα το προσωπον μου και ωργισθην? αλλα αυτος ηκολουθησε πεισματωδως την οδον της καρδιας αυτου.17 Io sono stato adirato per l’iniquità della sua cupidigia, e l’ho percosso; io mi son nascosto, e sono stato indegnato; ma pur quel ribello è andato per la via del suo cuore.
18 Ειδον τας οδους αυτου και θελω ιατρευσει αυτον? και θελω οδηγησει αυτον και δωσει παλιν παρηγοριας εις αυτον και εις τους τεθλιμμενους αυτου.18 Io ho vedute le sue vie, e pur lo guarirò, e lo ricondurrò, e restituirò consolazioni a lui, ed a quelli d’infra lui che fanno cordoglio.
19 Εγω δημιουργω τον καρπον των χειλεων? ειρηνην, ειρηνην, εις τον μακραν και εις τον πλησιον, λεγει Κυριος? και θελω ιατρευσει αυτον.19 Io creo ciò ch’è proferito con le labbra; pace, pace al lontano, ed al vincino, dice il Signore; ed io lo guarirò.
20 Οι δε ασεβεις ειναι ως η τεταραγμενη θαλασσα, οταν δεν δυναται να ησυχαση? και τα κυματα αυτης εκριπτουσι καταπατημα και πηλον.20 Ma gli empi sono come il mare sospinto, il quale non può quietare, e le cui acque cacciano fuori pantano e fango.
21 Ειρηνη δεν ειναι εις τους ασεβεις, λεγει ο Θεος μου.21 Non vi è niuna pace per gli empi; ha detto l’Iddio mio