ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 68
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA MARTINI |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος ωδης του Δαβιδ.>> Ας εγερθη ο Θεος, και ας διασκορπισθωσιν οι εχθροι αυτου? και ας φυγωσιν απ' εμπροσθεν αυτου οι μισουντες αυτον. | 1 Per quelli, che saranno cangiati, di Davidde. Salvami, o Dio: imperocché son penetrate le acque fino all'anima mia. |
2 Καθως αφανιζεται ο καπνος, ουτως αφανισον αυτους? καθως διαλυεται ο κηρος εμπροσθεν του πυρος, ουτως ας απολεσθωσιν οι ασεβεις απο προσωπου του Θεου. | 2 Son fitto in profondissimo fango, che non ha consistenza. |
3 Οι δε δικαιοι ας ευφραινωνται? ας αγαλλωνται ενωπιον του Θεου? και ας τερπωνται εν ευφροσυνη. | 3 Son venuto in alto mare, e la tempesta mi ha sommerso. |
4 Ψαλλετε εις τον Θεον? ψαλμωδειτε εις το ονομα αυτου? ετοιμασατε τας οδους εις τον επιβαινοντα επι των ερημων? Κυριος ειναι το ονομα αυτου? και αγαλλεσθε ενωπιον αυτου. | 4 Mi sono stancato a gridare: le mie fauci sono inaridite: si sono ottenebrati gli occhi miei, mentre aspettando li tengo rivolti al mio Dio. |
5 Πατηρ των ορφανων και κριτης των χηρων, ειναι ο Θεος εν τω αγιω αυτου τοπω. | 5 Son cresciuti di numero sopra i capelli della mia testa coloro, che mi odiano senza ragione. Son divenuti più forti i nemici miei, che mi perseguitano ingiustamente: io allora pagai quello, che io non aveva rapito. |
6 Ο Θεος κατοικιζει εις οικογενειαν τους μεμονωμενους? εξαγει τους δεσμιους εις αφθονιαν? οι δε αποσταται κατοικουσιν εν γη ανυδρω. | 6 Tu conosci, o Dio, la mia stoltezza? e i miei peccati non sono nascosi a te. |
7 Θεε, οτε εξηλθες εμπροσθεν του λαου σου, οτε περιεπατεις δια της ερημου? Διαψαλμα? | 7 Non abbian per causa mia da arrossire coloro, i quali aspettano te, o Dio degli eserciti. Non sian confusi per cagion mia coloro, che cercano te, o Dio d'Israele. |
8 η γη εσεισθη, και αυτοι οι ουρανοι εσταξαν απο προσωπου του Θεου? το Σινα αυτο εσεισθη απο προσωπου του Θεου, του Θεου του Ισραηλ. | 8 Perocché per amor tuo ho sofferta ignominia, e di confusione è stato coperto il mio volto. |
9 Θεε, επεμψας βροχην αφθονον εις την κληρονομιαν σου, και εν τη αδυναμια αυτης συ ανεζωοποιησας αυτην. | 9 Son divenuto straniero a' miei fratelli, e ignoto a' figliuoli della mia madre. |
10 Η συναγωγη σου κατωκησεν εν αυτη? Θεε, εκαμες ετοιμασιαν εις τον πτωχον δια την αγαθοτητα σου. | 10 Perché lo zelo della tua casa mi divorò, e gli insulti di coloro, che ti insultavano son ricaduti sopra di me. |
11 Ο Κυριος εδωκε λογον? οι ευαγγελιζομενοι ησαν στρατευμα μεγα. | 11 E umiliai col digiuno l'anima mia, e tutto questo si è per me convertito in obbrobrio. |
12 Βασιλεις στρατευματων φευγοντες εφυγον, και αι διαμενουσαι εν τη οικια εμοιραζον τα λαφυρα. | 12 E presi per mia veste il cilicio, e fui il loro ludibrio. |
13 Και αν εκοιτεσθε εν μεσω εστιας, ομως θελετε εισθαι ως πτερυγες περιστερας περιηργυρωμενης, και της οποιας τα πτερα ειναι περικεχρυσωμενα απο κιτρινου χρυσιου. | 13 Contro di me parlavano quei, che stavano assisi alla porta: e sopra di me i bevoni cantavano delle canzoni. |
14 Οτε ο Παντοδυναμος διεσκορπιζε βασιλεις εν αυτη, εγεινε λευκη ως η χιων εν Σαλμων. | 14 Ma io a te, o Signore, rivolgo la mia orazione: tempo di favore, o Dio, egli è questo. Esaudiscimi secondo la moltitudine della tua misericordia, secondo la verità della salute, ch'io aspetto da te. |
15 Το ορος του Θεου ειναι ως το ορος της Βασαν? ορος υψηλον ως το ορος της Βασαν. | 15 Trammi dal fango, aftinché io non ti resti sommerso: liberami da coloro, che mi odiano, e dalle acque profonde. |
16 Δια τι ζηλοτυπειτε, ορη υψηλα; τουτο ειναι το ορος, εν ω ευδοκησεν ο Θεος να κατοικη? ο Κυριος, ναι, εν αυτω θελει κατοικει εις τον αιωνα. | 16 Non mi sommerga la tempesta, e non mi assorbisca il mar profondo, e il pozzo non serri la sua bocca sopra di me. |
17 Αι αμαξαι του Θεου ειναι δισμυριαι χιλιαδες χιλιαδων? ο Κυριος ειναι μεταξυ αυτων ως εν Σινα, εν τω αγιω τοπω. | 17 Esaudiscimi, o Signore, perché benefica ella è la tua misericordia: secondo la molta tua pietà a me rivolgi lo sguardo. |
18 Ανεβης εις υψος? ηχμαλωτισας αιχμαλωσιαν? ελαβες χαρισματα δια τους ανθρωπους? ετι δε και δια τους απειθεις, δια να κατοικης μεταξυ αυτων, Κυριε Θεε. | 18 E non perder di vista il tuo servo: esaudiscimi prontamente, perché io son tribolato. |
19 Ευλογητος Κυριος, οστις καθ' ημεραν επιφορτιζεις ημας αγαθα? ο Θεος της σωτηριας ημων. Διαψαλμα. | 19 Fatti dappresso all'anima mia, e dalle salute: a riguardo de' miei nemici conducimi a salvamento. |
20 Ο Θεος ημων ειναι Θεος σωτηριας? και Κυριου του Θεου ειναι η λυτρωσις απο του θανατου. | 20 A te son noti gli obbrobrj, ch'io soffro, e la confusione mia, e la mia ignominia. |
21 Ο Θεος εξαπαντος θελει συντριψει την κεφαλην των εχθρων αυτου? και την τετριχωμενην κορυφην του περιπατουντος εν ταις ανομιαις αυτου. | 21 Sotto degli occhi tuoi sono tutti quelli, che mi tormentano: il mio cuore mi aspettò obbrobrj, e miserie. E aspettai chi entrasse a parte di mia tristezza, e non vi fu, e chi mi porgesse consolazione, e noi trovai. |
22 Ο Κυριος ειπε, Θελω επαναφερει εκ Βασαν, θελω επαναφερει τον λαον μου εκ των βαθεων της θαλασσης? | 22 E il fiele dettero a me per cibo: e nella sete mia mi abbeverarono coll'aceto. |
23 δια να βαφη ο πους σου εν τω αιματι των εχθρων σου και η γλωσσα των κυνων σου εξ αυτου. | 23 La loro mensa diventi per essi lacciuolo, e scandalo per loro retribuzione. |
24 Εθεωρηθησαν τα βηματα σου, Θεε? τα βηματα του Θεου μου, του βασιλεως μου, εν τω αγιαστηριω. | 24 Si offuschino i loro occhi, sicché non veggano: e aggrava mai sempre il loro dorso. |
25 Προεπορευοντο οι ψαλται? κατοπιν οι παιζοντες οργανα, εν τω μεσω νεανιδες τυμπανιστριαι. | 25 Scarica sopra di loro l'ira tua, e gli serri il furore dell'ira tua. |
26 Εν εκκλησιαις ευλογειτε τον Θεον? ευλογειτε τον Κυριον, οι εκ της πηγης του Ισραηλ. | 26 La loro abitazione diventi un deserto, e non siavi chi abiti sotto i loro padiglioni. |
27 Εκει ητο ο μικρος Βενιαμιν, ο αρχηγος αυτων? οι αρχοντες Ιουδα και ο λαος αυτων? οι αρχοντες Ζαβουλων και οι αρχοντες Νεφθαλι. | 27 Perocché hanno perseguitato colui, cui tu avevi percosso, e al dolore delle mie piaghe aggiunser dolore. |
28 Διεταξεν ο Θεος σου την δυναμιν σου? στερεωσον, Θεε, τουτο, το οποιον ενηργησας εις ημας. | 28 Aggiungi iniquità alle loro iniquità, e alla giustizia tua non pervengano. |
29 Δια τον ναον σου τον εν Ιερουσαλημ, βασιλεις θελουσι προσφερει εις σε δωρα. | 29 Siano cancellati dal libro de' viventi, e non sian descritti trai giusti. |
30 Επιτιμησον τα θηρια του καλαμωνος, το πληθος των ταυρων και τους μοσχους των λαων, εωσου εκαστος προσφερη υποταγην με πλακας αργυριου? διασκορπισον τους λαους τους αγαπωντας πολεμους. | 30 Io son povero, e addolorato; la tua salute, o Dio, mi ha sostenuto. |
31 Θελουσιν ελθει μεγιστανες εξ Αιγυπτου? η Αιθιοπια ταχεως θελει εκτεινει τας χειρας αυτης προς τον Θεον. | 31 Loderò il nome di Dio co' miei cantici, e lo glorificherò coi rendimenti di grazie: |
32 Αι βασιλειαι της γης, ψαλλετε εις τον Θεον, ψαλμωδειτε εις τον Κυριον? Διαψαλμα? | 32 E questi piaceranno a Dio più, che un giovane vitello, che butti fuora le corna, e le unghie. |
33 εις τον επιβαινοντα επι τους ουρανους των εκπαλαι ουρανων? ιδου εκπεμπει την φωνην αυτου, φωνην κραταιαν. | 33 Veggan ciò i poveri, e si consolino: cercate Dio, e l'anima vostra avrà vita: |
34 Αποδοτε το κρατος εις τον Θεον? η μεγαλοπρεπεια αυτου ειναι επι τον Ισραηλ και η δυναμις αυτου επι τους ουρανους. | 34 Imperocché il Signore ha esauditi i poveri, e non ha posti in non cale quei, che sono per lui in catene. |
35 Φοβερος εισαι, Θεε, εκ των αγιαστηριων σου? ο Θεος του Ισραηλ ειναι ο διδους κρατος και δυναμιν εις τον λαον αυτου. Ευλογητος ο Θεος. | 35 Dian lode a lui i cieli, e la terra: il mare, e gli animali tutti, che sono in lor contenuti: |
36 Imperocché Dio salverà Sionne, e saranno edificate le città di Giuda. Ed ivi avran ferma stanza, e la possederanno come proprio retaggio. | |
37 E i figliuoli de' servi di lui avràn di essa il possesso: e in essa dimoreranno quelli, che amano il di lui nome. |