ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 39
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 1974 |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον, τον Ιεδουθουν. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ειπα, Θελω προσεχει εις τας οδους μου, δια να μη αμαρτανω δια της γλωσσης μου? θελω φυλαττει το στομα μου με χαλινον, ενω ειναι ο ασεβης εμπροσθεν μου. | 1 'Al maestro del coro, Iditun. Salmo. Di Davide.' |
2 Εσταθην αφωνος και σιωπηλος? εσιωπησα και απο του να λεγω καλον? και ο πονος μου ανεταραχθη. | 2 Ho detto: "Veglierò sulla mia condotta per non peccare con la mia lingua; porrò un freno alla mia bocca mentre l'empio mi sta dinanzi". |
3 Εθερμανθη η καρδια μου εντος μου? ενω εμελετων, εξηφθη εν εμοι πυρ? ελαλησα δια της γλωσσης μου και ειπα, | 3 Sono rimasto quieto in silenzio: tacevo privo di bene, la sua fortuna ha esasperato il mio dolore. |
4 Καμε γνωστον εις εμε, Κυριε, το τελος μου και τον αριθμον των ημερων μου, τις ειναι, δια να γνωρισω ποσον ετι θελω ζησει. | 4 Ardeva il cuore nel mio petto, al ripensarci è divampato il fuoco; allora ho parlato: |
5 Ιδου, μετρον σπιθαμης κατεστησας τας ημερας μου, και ο καιρος της ζωης μου ειναι ως ουδεν εμπροσθεν σου? επ' αληθειας πας ανθρωπος, καιτοι στερεος, ειναι ολως ματαιοτης. Διαψαλμα. | 5 "Rivelami, Signore, la mia fine; quale sia la misura dei miei giorni e saprò quanto è breve la mia vita". |
6 Βεβαιως ο ανθρωπος περιπατει εν φαντασια? βεβαιως εις ματην ταραττεται? θησαυριζει, και δεν εξευρει τις θελει συναξει αυτα. | 6 Vedi, in pochi palmi hai misurato i miei giorni e la mia esistenza davanti a te è un nulla. Solo un soffio è ogni uomo che vive, |
7 Και τωρα, Κυριε, τι περιμενω; η ελπις μου ειναι επι σε. | 7 come ombra è l'uomo che passa; solo un soffio che si agita, accumula ricchezze e non sa chi le raccolga. |
8 Απο πασων των ανομιων μου λυτρωσον με? μη με καμης ονειδος του αφρονος. | 8 Ora, che attendo, Signore? In te la mia speranza. |
9 Εγεινα αφωνος? δεν ηνοιξα το στομα μου, επειδη συ εκαμες τουτο. | 9 Liberami da tutte le mie colpe, non rendermi scherno dello stolto. |
10 Απομακρυνον απ' εμου την πληγην σου? απο της παλης της χειρος σου εγω απεκαμον. | 10 Sto in silenzio, non apro bocca, perché sei tu che agisci. |
11 Οταν δι' ελεγχων παιδευης ανθρωπον δια ανομιαν, Κατατρωγεις ως σκωληξ την ωραιοτητα αυτου? τω οντι ματαιοτης πας ανθρωπος. Διαψαλμα. | 11 Allontana da me i tuoi colpi: sono distrutto sotto il peso della tua mano. |
12 Εισακουσον, Κυριε, της προσευχης μου και δος ακροασιν εις την κραυγην μου? μη παρασιωπησης εις τα δακρυα μου. Διοτι παροικος ειμαι παρα σοι και παρεπιδημος, καθως παντες οι πατερες μου. | 12 Castigando il suo peccato tu correggi l'uomo, corrodi come tarlo i suoi tesori. Ogni uomo non è che un soffio. |
13 Παυσαι απ' εμου, δια να αναλαβω δυναμιν, πριν αποδημησω και δεν υπαρχω πλεον. | 13 Ascolta la mia preghiera, Signore, porgi l'orecchio al mio grido, non essere sordo alle mie lacrime, poiché io sono un forestiero, uno straniero come tutti i miei padri. |
14 Distogli il tuo sguardo, che io respiri, prima che me ne vada e più non sia. |