ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 102
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Προσευχη του τεθλιμμενου, οταν αδημονη, και εκχεη το παραπονον αυτου ενωπιον του Κυριου.>> Κυριε, εισακουσον της προσευχης μου, και η κραυγη μου ας ελθη προς σε. | 1 Preghiera di un povero che è sfinito ed effonde davanti al Signore il suo lamento. |
2 Μη κρυψης το προσωπον σου απ' εμου? καθ' ην ημεραν θλιβομαι, κλινον προς εμε το ωτιον σου? καθ' ην ημεραν σε επικαλουμαι, ταχεως επακουε μου. | 2 Signore, ascolta la mia preghiera,a te giunga il mio grido di aiuto. |
3 Διοτι εξελιπον ως καπνος αι ημεραι μου, και τα οστα μου ως φρυγανον κατεξηρανθησαν. | 3 Non nascondermi il tuo voltonel giorno in cui sono nell’angoscia.Tendi verso di me l’orecchio,quando t’invoco, presto, rispondimi! |
4 Επληγωθη η καρδια μου και εξηρανθη ως χορτος, ωστε ελησμονησα να τρωγω τον αρτον μου. | 4 Svaniscono in fumo i miei giornie come brace ardono le mie ossa. |
5 Απο φωνης του στεναγμου μου εκολληθησαν τα οστα μου εις το δερμα μου. | 5 Falciato come erba, inaridisce il mio cuore;dimentico di mangiare il mio pane. |
6 Κατεσταθην ομοιος του ερημικου πελεκανος? εγεινα ως νυκτοκοραξ εν ταις ερημοις. | 6 A forza di gridare il mio lamentomi si attacca la pelle alle ossa. |
7 Αγρυπνω και ειμαι ως στρουθιον μοναζον επι δωματος. | 7 Sono come la civetta del deserto,sono come il gufo delle rovine. |
8 Ολην την ημεραν με ονειδιζουσιν οι εχθροι μου? οι μαινομενοι ομνυουσι κατ' εμου. | 8 Resto a vegliare:sono come un passerosolitario sopra il tetto. |
9 Διοτι εφαγον στακτην ως αρτον και συνεκερασα με δακρυα το ποτον μου, | 9 Tutto il giorno mi insultano i miei nemici,furenti imprecano contro di me. |
10 Εξ αιτιας της οργης σου και της αγανακτησεως σου? διοτι σηκωσας με ερριψας κατω. | 10 Cenere mangio come fosse pane,alla mia bevanda mescolo il pianto; |
11 Αι ημεραι μου παρερχονται ως σκια, και εγω εξηρανθην ως χορτος. | 11 per il tuo sdegno e la tua collerami hai sollevato e scagliato lontano. |
12 Συ δε, Κυριε, εις τον αιωνα διαμενεις, και το μνημοσυνον σου εις γενεαν και γενεαν. | 12 I miei giorni declinano come ombrae io come erba inaridisco. |
13 Συ θελεις σηκωθη, θελεις σπλαγχνισθη την Σιων? διοτι ειναι καιρος να ελεησης αυτην, διοτι ο διωρισμενος καιρος εφθασεν. | 13 Ma tu, Signore, rimani in eterno,il tuo ricordo di generazione in generazione. |
14 Επειδη οι δουλοι σου αρεσκονται εις τους λιθους αυτης και σπλαγχνιζονται το χωμα αυτης. | 14 Ti alzerai e avrai compassione di Sion:è tempo di averne pietà, l’ora è venuta! |
15 Τοτε τα εθνη θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου, και παντες οι βασιλεις της γης την δοξαν σου. | 15 Poiché ai tuoi servi sono care le sue pietree li muove a pietà la sua polvere. |
16 Οταν ο Κυριος οικοδομηση την Σιων θελει φανη εν τη δοξα αυτου. | 16 Le genti temeranno il nome del Signoree tutti i re della terra la tua gloria, |
17 Θελει επιβλεψει επι την προσευχην των εγκαταλελειμμενων και δεν θελει καταφρονησει την δεησιν αυτων. | 17 quando il Signore avrà ricostruito Sione sarà apparso in tutto il suo splendore. |
18 Τουτο θελει γραφθη δια την γενεαν την επερχομενην? και ο λαος, οστις θελει δημιουργηθη, θελει αινει τον Κυριον. | 18 Egli si volge alla preghiera dei derelitti,non disprezza la loro preghiera. |
19 Διοτι εκυψεν εκ του υψους του αγιαστηριου αυτου, εξ ουρανου επεβλεψεν ο Κυριος επι την γην, | 19 Questo si scriva per la generazione futurae un popolo, da lui creato, darà lode al Signore: |
20 δια να ακουση τον στεναγμον των δεσμιων, δια να λυση τους καταδεδικασμενους εις θανατον? | 20 «Il Signore si è affacciato dall’alto del suo santuario,dal cielo ha guardato la terra, |
21 δια να κηρυττωσιν εν Σιων το ονομα του Κυριου και την αινεσιν αυτου εν Ιερουσαλημ, | 21 per ascoltare il sospiro del prigioniero,per liberare i condannati a morte, |
22 οταν συναχθωσιν ομου οι λαοι και αι βασιλειαι, δια να δουλευσωσι τον Κυριον. | 22 perché si proclami in Sion il nome del Signoree la sua lode in Gerusalemme, |
23 Ηδυνατισεν εν τη οδω την ισχυν μου? συνετεμε τας ημερας μου. | 23 quando si raduneranno insieme i popolie i regni per servire il Signore». |
24 Εγω ειπα, μη με αρπασης, Θεε μου, εν τω ημισει των ημερων μου? τα ετη σου ειναι εις γενεας γενεων. | 24 Lungo il cammino mi ha tolto le forze,ha abbreviato i miei giorni. |
25 Κατ' αρχας συ, Κυριε, την γην εθεμελιωσας, και εργα των χειρων σου ειναι οι ουρανοι. | 25 Io dico: mio Dio, non rapirmi a metà dei miei giorni;i tuoi anni durano di generazione in generazione. |
26 Αυτοι θελουσιν απολεσθη, συ δε διαμενεις? και παντες ως ιματιον θελουσι παλαιωθη? ως περιενδυμα θελεις τυλιξει αυτους, και θελουσιν αλλαχθη? | 26 In principio tu hai fondato la terra,i cieli sono opera delle tue mani. |
27 συ ομως εισαι ο αυτος, και τα ετη σου δεν θελουσιν εκλειψει. | 27 Essi periranno, tu rimani;si logorano tutti come un vestito,come un abito tu li muterai ed essi svaniranno. |
28 Οι υιοι των δουλων σου θελουσι κατοικει, και το σπερμα αυτων θελει διαμενει ενωπιον σου. | 28 Ma tu sei sempre lo stessoe i tuoi anni non hanno fine. |
29 I figli dei tuoi servi avranno una dimora,la loro stirpe vivrà sicura alla tua presenza. |