ΙΩΒ - Giobbe - Job 38
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | NOVA VULGATA |
---|---|
1 Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε? | 1 Respondens autem Dominus Iob de turbine dixit: |
2 Τις ουτος, οστις σκοτιζει την βουλην μου δια λογων ασυνετων; | 2 “ Quis est iste obscurans consilium sermonibus imperitis? |
3 Ζωσον ηδη την οσφυν σου ως ανηρ? διοτι θελω σε ερωτησει, και φανερωσον μοι. | 3 Accinge sicut vir lumbos tuos; interrogabo te, et edoce me. |
4 Που ησο οτε εθεμελιονον την γην; απαγγειλον, εαν εχης συνεσιν. | 4 Ubi eras, quando ponebam fundamenta terrae? Indica mihi, si habes intellegentiam. |
5 Τις εθεσε τα μετρα αυτης, εαν εξευρης; η τις ηπλωσε σταθμην επ' αυτην; | 5 Quis posuit mensuras eius, si nosti? Vel quis tetendit super eam lineam? |
6 Επι τινος ειναι εστηριγμενα τα θεμελια αυτης; η τις εθεσε τον ακρογωνιαιον λιθον αυτης, | 6 Super quo bases illius solidatae sunt? Aut quis demisit lapidem angularem eius, |
7 οτε τα αστρα της αυγης εψαλλον ομου και παντες οι υιοι του Θεου ηλαλαζον; | 7 cum clamarent simul astra matutina, et iubilarent omnes filii Dei? |
8 η τις συνεκλεισε την θαλασσαν με θυρας, οτε εξορμωσα εξηλθεν εκ μητρας; | 8 Quis conclusit ostiis mare, quando erumpebat quasi de visceribus procedens, |
9 οτε περιεβαλον αυτην με νεφελην και με ομιχλην εσπαργανωσα αυτην, | 9 cum ponerem nubem vestimentum eius et caligine illud quasi fascia obvolverem? |
10 και περιωρισα αυτην δια προσταγματος μου, και εβαλον μοχλους και πυλας, | 10 Definivi illud terminis meis et posui vectem et ostia |
11 και ειπα, Εως αυτου θελεις ερχεσθαι και δεν θελεις υπερβη? και εδω θελει συντριβεσθαι η υπερηφανια των κυματων σου; | 11 et dixi: Usque huc venies et non procedes amplius et hic confringes tumentes fluctus tuos. |
12 Προσεταξας συ την πρωιαν επι των ημερων σου; εδειξας εις την αυγην τον τοπον αυτης, | 12 Numquid in diebus tuis praecepisti diluculo et assignasti aurorae locum suum, |
13 δια να πιαση τα εσχατα της γης, ωστε οι κακουργοι να εκτιναχθωσιν απ' αυτης; | 13 et, cum extrema terrae teneres, excussi sunt impii ex ea? |
14 Αυτη μεταμορφουται ως πηλος σφραγιζομενος? και τα παντα παρουσιαζονται ως στολη. | 14 Vertetur in lutum signatum et stabit sicut vestimentum. |
15 Και το φως των ασεβων αφαιρειται απ' αυτων, ο δε βραχιων των υπερηφανων συντριβεται. | 15 Cohibetur ab impiis lux sua, et brachium excelsum confringetur. |
16 Εισηλθες εως των πηγων της θαλασσης; η περιεπατησας εις εξιχνιασιν της αβυσσου; | 16 Numquid ingressus es scaturigines maris et in novissimis abyssi deambulasti? |
17 Ηνοιχθησαν εις σε του θανατου αι πυλαι; η ειδες τας θυρας της σκιας του θανατου; | 17 Numquid apertae sunt tibi portae mortis, et ostia tenebrosa vidisti? |
18 Εγνωρισας το πλατος της γης; απαγγειλον, εαν ενοησας παντα ταυτα. | 18 Numquid considerasti latitudinem terrae? Indica mihi, si nosti omnia: |
19 Που ειναι η οδος της κατοικιας του φωτος; και του σκοτους, που ειναι ο τοπος αυτου, | 19 In qua via lux habitet, et tenebrarum quis locus sit; |
20 δια να συλλαβης αυτο εις το οριον αυτου και να γνωρισης τας τριβους της οικιας αυτου; | 20 ut ducas unumquodque ad terminos suos et intellegas semitas domus eius? |
21 Γνωριζεις αυτο, διοτι τοτε εγεννηθης; η διοτι ο αριθμος των ημερων σου ειναι πολυς; | 21 Novisti, nam tunc natus eras, et numerus dierum tuorum multus! |
22 Εισηλθες εις τους θησαυρους της χιονος; η ειδες τους θησαυρους της χαλαζης, | 22 Numquid ingressus es thesauros nivis aut thesauros grandinis aspexisti, |
23 τους οποιους φυλαττω δια τον καιρον της θλιψεως δια την ημεραν της μαχης και του πολεμου; | 23 quae praeparavi in tempus angustiae, in diem pugnae et belli? |
24 Δια τινος οδου διαδιδεται το φως, η ο ανατολικος ανεμος διαχεεται επι την γην; | 24 Per quam viam spargitur lux, diffunditur ventus urens super terram? |
25 Τις ηνοιξε ρυακας δια τας ραγδαιας βροχας, η δρομον δια την αστραπην της βροντης, | 25 Quis dedit vehementissimo imbri cursum et viam fulmini tonanti, |
26 δια να φερη βροχην επι γην ακατοικητον, εις ερημον, οπου ανθρωπος δεν υπαρχει, | 26 ut plueret super terram absque homine, in deserto, ubi nullus mortalium commoratur, |
27 δια να χορταση την αβατον και ακατοικητον, και να αναβλαστηση τον βλαστον της χλοης; | 27 ut impleret inviam et desolatam et produceret herbas in terra arida? |
28 Εχει πατερα η βροχη; η τις εγεννησε τας σταγονας της δροσου; | 28 Quis est pluviae pater, vel quis genuit stillas roris? |
29 Απο μητρας τινος εξερχεται ο παγος; και την παχνην του ουρανου, τις εγεννησε; | 29 De cuius sinu egressa est glacies, et pruinam de caelo quis genuit? |
30 Τα υδατα σκληρυνονται ως λιθος, και το προσωπον της αβυσσου πηγνυεται. | 30 In similitudinem lapidis aquae durantur, et superficies abyssi constringitur. |
31 Δυνασαι να δεσμευσης τας γλυκειας επιρροας της Πλειαδος η να λυσης τα δεσμα τον Ωριωνος; | 31 Numquid coniungere valebis nexus stellarum Pleiadum aut funiculum Arcturi poteris solvere? |
32 Δυνασαι να εκβαλης τα Ζωδια εις τον καιρον αυτων; η δυνασαι να οδηγησης τον Αρκτουρον μετα των υιων αυτου; | 32 Numquid produces Coronam in tempore suo et Ursam cum filiis ducis tu? |
33 Γνωριζεις τους νομους του ουρανου; δυνασαι να διαταξης τας επιρροας αυτου επι την γην; | 33 Numquid nosti leges caeli et pones scripturam eius in terra? |
34 Δυνασαι να υψωσης την φωνην σου εις τα νεφη, δια να σε σκεπαση αφθονια υδατων; | 34 Numquid elevabis in nebula vocem tuam, et impetus aquarum operiet te? |
35 Δυνασαι να αποστειλης αστραπας, ωστε να εξελθωσι και να ειπωσι προς σε, Ιδου, ημεις; | 35 Numquid mittes fulgura, et ibunt et dicent tibi: “Adsumus!”? |
36 Τις εβαλε σοφιαν εντος του ανθρωπου; η τις εδωκε συνεσιν εις την καρδιαν αυτου; | 36 Quis posuit in visceribus ibis sapientiam, vel quis dedit gallo intellegentiam? |
37 Τις δυναται να αριθμηση τα νεφη δια σοφιας; η τις δυναται να κενονη τα δοχεια του ουρανου, | 37 Quis recensebit nubes in sapientia, et utres caeli quis declinabit, |
38 δια να χωνευθη το χωμα εις συμπηξιν και οι βωλοι να συγκολλωνται; | 38 quando funditur pulvis in solidum, et glebae compinguntur? |
39 Θελεις κυνηγησει θηραμα δια τον λεοντα; η χορτασει την ορεξιν των σκυμνων, | 39 Numquid capies leaenae praedam et animam catulorum eius implebis, |
40 οταν κοιτωνται εν τοις σπηλαιοις και καθηνται εις τους κρυπτηρας δια να ενεδρευωσι; | 40 quando cubant in antris et in specubus insidiantur? |
41 Τις ετοιμαζει εις τον κορακα την τροφην αυτου, οταν οι νεοσσοι αυτου κραζωσι προς τον Θεον, περιπλανωμενοι δι' ελλειψιν τροφης; | 41 Quis praeparat corvo escam suam, quando pulli eius clamant ad Deum vagantes, eo quod non habeant cibos? |