Scrutatio

Domenica, 26 maggio 2024 - San Filippo Neri ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 3


font
GREEK BIBLENEW JERUSALEM
1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.1 In the end it was Job who broke the silence and cursed the day of his birth.
2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?2 This is what he said:
3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.3 Perish the day on which I was born and the night that told of a boy conceived.
4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.4 May that day be darkness, may God on high have no thought for it, may no light shine on it.
5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.5 May murk and shadow dark as death claim it for their own, clouds hang over it, eclipse swoop down onit.
6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.6 See! Let obscurity seize on it, from the days of the year let it be excluded, into the reckoning of themonths not find its way.
7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.7 And may that night be sterile, devoid of any cries of joy!
8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.8 Let it be cursed by those who curse certain days and are ready to rouse Leviathan.
9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?9 Dark be the stars of its morning, let it wait in vain for light and never see the opening eyes of dawn.
10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.10 Since it would not shut the doors of the womb on me to hide sorrow from my eyes.
11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;11 Why was I not stil -born, or why did I not perish as I left the womb?
12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;12 Why were there knees to receive me, breasts for me to suck?
13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,13 Now I should be lying in peace, wrapped in a restful slumber,
14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?14 with the kings and high viziers of earth who have built their dwel ings in desolate places,
15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?15 or with princes who have quantities of gold and silver cramming their tombs;
16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.16 or, put away like an abortive child, I should not have existed, like little ones that never see the light.
17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?17 Down there, the wicked bustle no more, there the weary rest.
18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?18 Prisoners, al left in peace, hear no more the shouts of the oppressor.
19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.19 High and low are there together, and the slave is free of his master.
20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,20 Why give light to a man of grief? Why give life to those bitter of heart,
21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,21 who long for a death that never comes, and hunt for it more than for buried treasure?
22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;22 They would be glad to see the grave-mound and shout with joy if they reached the tomb.
23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;23 Why give light to one who does not see his way, whom God shuts in al alone?
24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.24 My only food is sighs, and my groans pour out like water.
25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.25 Whatever I fear comes true, whatever I dread befal s me.
26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.26 For me, there is no calm, no peace; my torments banish rest.