ΙΩΒ - Giobbe - Job 19
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 1974 |
---|---|
1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? | 1 Giobbe allora rispose: |
2 Εως ποτε θελετε θλιβει την ψυχην μου, και θελετε με κατασυντριβει με λογους; | 2 Fino a quando mi tormenterete e mi opprimerete con le vostre parole? |
3 Δεκακις ηδη με ωνειδισατε? δεν αισχυνεσθε να σκληρυνησθε εναντιον μου; | 3 Son dieci volte che mi insultate e mi maltrattate senza pudore. |
4 Και εαν τωοντι εσφαλα, το σφαλμα μου μενει εν εμοι. | 4 È poi vero che io abbia mancato e che persista nel mio errore? |
5 Αλλ' εαν θελητε εξαπαντος να μεγαλυνθητε εναντιον μου, και να ριπτητε κατ' εμου το ονειδος μου, | 5 Non è forse vero che credete di vincere contro di me, rinfacciandomi la mia abiezione? |
6 μαθετε τωρα οτι ο Θεος με κατεστρεψε, και με περιεκυκλωσε με το δικτυον αυτου. | 6 Sappiate dunque che Dio mi ha piegato e mi ha avviluppato nella sua rete. |
7 Ιδου, φωναζω, Αδικια? αλλα δεν εισακουομαι? επικαλουμαι, αλλ' ουδεμια κρισις. | 7 Ecco, grido contro la violenza, ma non ho risposta, chiedo aiuto, ma non c'è giustizia! |
8 Εφραξε την οδον μου, και δεν δυναμαι να περασω, και εθεσε σκοτος εις τας τριβους μου. | 8 Mi ha sbarrato la strada perché non passi e sul mio sentiero ha disteso le tenebre. |
9 Με εξεδυσε την δοξαν μου, και αφηρεσε τον στεφανον της κεφαλης μου. | 9 Mi ha spogliato della mia gloria e mi ha tolto dal capo la corona. |
10 Με ηφανισε πανταχοθεν, και χανομαι? και εξερριζωσε την ελπιδα μου ως δενδρον. | 10 Mi ha disfatto da ogni parte e io sparisco, mi ha strappato, come un albero, la speranza. |
11 Και εξηψε κατ' εμου τον θυμον αυτου, και με στοχαζεται ως εχθρον αυτου. | 11 Ha acceso contro di me la sua ira e mi considera come suo nemico. |
12 Τα ταγματα αυτου ηλθον ομου και ητοιμασαν την οδον αυτων εναντιον μου, και εστρατοπεδευσαν περιξ της σκηνης μου. | 12 Insieme sono accorse le sue schiere e si sono spianata la strada contro di me; hanno posto l'assedio intorno alla mia tenda. |
13 Απεμακρυνεν απ' εμου τους αδελφους μου, και ηλλοτριωθησαν ολως απ' εμου οι γνωριμοι μου. | 13 I miei fratelli si sono allontanati da me, persino gli amici mi si sono fatti stranieri. |
14 Οι πλησιον μου με αφηκαν, και οι γνωστοι μου με ελησμονησαν. | 14 Scomparsi sono vicini e conoscenti, mi hanno dimenticato gli ospiti di casa; |
15 Οι κατοικουντες εν τω οικω μου και αι θεραπαιναι μου με στοχαζονται ως ξενον? ξενος κατεσταθην εις τους οφθαλμους αυτων. | 15 da estraneo mi trattano le mie ancelle, un forestiero sono ai loro occhi. |
16 Καλω τον υπηρετην μου, και δεν αποκρινεται? με το στομα μου ικετευσα αυτον. | 16 Chiamo il mio servo ed egli non risponde, devo supplicarlo con la mia bocca. |
17 Η πνοη μου εγεινε ξενη εις την γυναικα μου, και αι παρακλησεις μου εις τα τεκνα της κοιλιας μου. | 17 Il mio fiato è ripugnante per mia moglie e faccio schifo ai figli di mia madre. |
18 Και αυτα τα παιδαρια με κατεφρονησαν? εσηκωθην, και ελαλησαν εναντιον μου. | 18 Anche i monelli hanno ribrezzo di me: se tento d'alzarmi, mi danno la baia. |
19 Παντες οι μυστικοι φιλοι μου με εβδελυχθησαν? και εκεινοι, τους οποιους ηγαπησα, εστραφησαν εναντιον μου. | 19 Mi hanno in orrore tutti i miei confidenti: quelli che amavo si rivoltano contro di me. |
20 Τα οστα μου εκολληθησαν εις το δερμα μου και εις την σαρκα μου και διεσωθην με το δερμα των οδοντων μου. | 20 Alla pelle si attaccano le mie ossa e non è salva che la pelle dei miei denti. |
21 Ελεησατε με, ελεησατε με, σεις φιλοι μου? διοτι χειρ Θεου με επληγωσε. | 21 Pietà, pietà di me, almeno voi miei amici, perché la mano di Dio mi ha percosso! |
22 Δια τι με κατατρεχετε ως ο Θεος, και δεν εχορτασθητε απο των σαρκων μου; | 22 Perché vi accanite contro di me, come Dio, e non siete mai sazi della mia carne? |
23 Ω και να εγραφοντο οι λογοι μου? να ενετυπουντο εν βιβλιω? | 23 Oh, se le mie parole si scrivessero, se si fissassero in un libro, |
24 να ενεχαραττοντο επι βραχον δια σιδηρας γραφιδος και μολυβδου διαπαντος | 24 fossero impresse con stilo di ferro sul piombo, per sempre s'incidessero sulla roccia! |
25 Διοτι εξευρω οτι ζη ο Λυτρωτης μου, και θελει εγερθη εν τοις εσχατοις καιροις επι της γης? | 25 Io lo so che il mio Vendicatore è vivo e che, ultimo, si ergerà sulla polvere! |
26 και αφου μετα το δερμα μου το σωμα τουτο φθαρη, παλιν με την σαρκα μου θελω ιδη τον Θεον? | 26 Dopo che questa mia pelle sarà distrutta, senza la mia carne, vedrò Dio. |
27 τον οποιον αυτος εγω θελω ιδει, και θελουσι θεωρησει οι οφθαλμοι μου, και ουχι αλλος? οι νεφροι μου κατατηκονται εν τω κολπω μου. | 27 Io lo vedrò, io stesso, e i miei occhi lo contempleranno non da straniero. Le mie viscere si consumano dentro di me. |
28 Αλλα σεις επρεπε να ειπητε, Δια τι κατατρεχομεν αυτον; επειδη η ριζα του πραγματος ευρισκεται εν εμοι. | 28 Poiché dite: "Come lo perseguitiamo noi, se la radice del suo danno è in lui?", |
29 Φοβηθητε την ρομφαιαν? διοτι η ρομφαια ειναι ο εκδικητης των ανομιων, δια να γνωρισητε οτι υπαρχει κρισις. | 29 temete per voi la spada, poiché punitrice d'iniquità è la spada, affinché sappiate che c'è un giudice. |