ΙΩΒ - Giobbe - Job 16
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Τοτε ο Ιωβ απεκριθη και ειπε? | 1 Respondens autem Job, dixit : |
2 Πολλα τοιαυτα ηκουσα? αθλιοι παρηγορηται εισθε παντες. | 2 Audivi frequenter talia : consolatores onerosi omnes vos estis. |
3 Εχουσι τελος αι ματαιολογιαι; η τι σε ενθαρρυνει εις το να αποκρινησαι; | 3 Numquid habebunt finem verba ventosa ? aut aliquid tibi molestum est, si loquaris ? |
4 Και εγω εδυναμην να λαλησω καθως σεις? εαν η ψυχη σας ητο εις τον τοπον της ψυχης μου, ηδυναμην να επισωρευσω λογους εναντιον σας, και να κινησω εναντιον σας την κεφαλην μου. | 4 Poteram et ego similia vestri loqui, atque utinam esset anima vestra pro anima mea : |
5 Ηθελον σας ενισχυσει με το στομα μου, και η κινησις των χειλεων μου ηθελε σας ανακουφισει. | 5 consolarer et ego vos sermonibus, et moverem caput meum super vos ; |
6 Αν λαλω, ο πονος μου δεν ανακουφιζεται? και αν σιωπω, ποια ελαττωσις γινεται εις εμε; | 6 roborarem vos ore meo, et moverem labia mea, quasi parcens vobis. |
7 Αλλα τωρα με υπερεβαρυνεν? ηρημωσας πασαν την συνοδιαν μου. | 7 Sed quid agam ? Si locutus fuero, non quiescet dolor meus, et si tacuero, non recedet a me. |
8 Και αι ρυτιδες με τας οποιας με εσημειωσας, ειναι μαρτυρια? και η ισχνοτης μου ανισταμενη εις εμε, μαρτυρει επι του προσωπου μου. | 8 Nunc autem oppressit me dolor meus, et in nihilum redacti sunt omnes artus mei. |
9 Με διασπαραττει ο εχθρος μου εν τω θυμω αυτου και με μισει? τριζει τους οδοντας αυτου εναντιον μου? οξυνει τους οφθαλμους αυτου επ' εμε. | 9 Rugæ meæ testimonium dicunt contra me, et suscitatur falsiloquus adversus faciem meam, contradicens mihi. |
10 Ανοιγουσι το στομα αυτων κατ' εμου? με τυπτουσι κατα της σιαγονος υβριστικως? συνηχθησαν ομου επ' εμε. | 10 Collegit furorem suum in me, et comminans mihi, infremuit contra me dentibus suis : hostis meus terribilibus oculis me intuitus est. |
11 Ο Θεος με παρεδωκεν εις τον αδικον, και με ερριψεν εις χειρας ασεβων. | 11 Aperuerunt super me ora sua, et exprobrantes percusserunt maxillam meam : satiati sunt pœnis meis. |
12 Ημην εν ησυχια, και με κατεσπαραξε? και πιασας με απο του τραχηλου, με κατεσυντριψε, και με εθεσε σκοπον αυτου. | 12 Conclusit me Deus apud iniquum, et manibus impiorum me tradidit. |
13 Οι τοξοται αυτου με περιεκυκλωσαν? διαπερα τα νεφρα μου, και δεν φειδεται? εκχεει την χολην μου επι την γην. | 13 Ego ille quondam opulentus, repente contritus sum : tenuit cervicem meam, confregit me, et posuit me sibi quasi in signum. |
14 Με συντριβει με πληγην επι πληγην? εδραμεν επ' εμε ως γιγας. | 14 Circumdedit me lanceis suis ; convulneravit lumbos meos : non pepercit, et effudit in terra viscera mea. |
15 Σακκον ερραψα επι το δερμα μου, και εμολυνα το κερας μου με χωμα. | 15 Concidit me vulnere super vulnus : irruit in me quasi gigas. |
16 Το προσωπον μου κατεκαη υπο του κλαυθμου, και σκια θανατου ειναι επι των βλεφαρων μου? | 16 Saccum consui super cutem meam, et operui cinere carnem meam. |
17 ενω αδικια δεν υπαρχει εν ταις χερσι μου, και η προσευχη μου ειναι καθαρα. | 17 Facies mea intumuit a fletu, et palpebræ meæ caligaverunt. |
18 Ω γη, μη σκεπασης το αιμα μου, και ας μη υπαρχη τοπος δια την κραυγην μου, | 18 Hæc passus sum absque iniquitate manus meæ, cum haberem mundas ad Deum preces. |
19 και τωρα, ιδου, ο μαρτυς μου ειναι εν τω ουρανω, και η μαρτυρια μου εν τοις υψιστοις. | 19 Terra, ne operias sanguinem meum, neque inveniat in te locum latendi clamor meus : |
20 Οι φιλοι μου ειναι οι εμπαιζοντες με? ο οφθαλμος μου σταλαζει δακρυα προς τον Θεον. | 20 ecce enim in cælo testis meus, et conscius meus in excelsis. |
21 Να ητο δυνατον να διαδικαζηται τις προς τον Θεον, ως ανθρωπος προς τον πλησιον αυτου. | 21 Verbosi amici mei : ad Deum stillat oculus meus : |
22 Διοτι ηλθον τα ηριθμημενα ετη? και θελω υπαγει την οδον, οποθεν δεν θελω επιστρεψει. | 22 atque utinam sic judicaretur vir cum Deo, quomodo judicatur filius hominis cum collega suo. |
23 Ecce enim breves anni transeunt, et semitam per quam non revertar ambulo. |