Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β´ - 2 Maccabei- Maccabees II 14


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 μετα δε τριετη χρονον προσεπεσεν τοις περι τον ιουδαν δημητριον τον του σελευκου δια του κατα τριπολιν λιμενος εισπλευσαντα μετα πληθους ισχυρου και στολου1 Or, dopo tre anni, Giuda e quelli che erano con lui seppero che Demetrio, figlio di Seleuco, con grosso esercito e navi sbarcato al porto di Tripoli, era salito nelle posizioni importanti,
2 κεκρατηκεναι της χωρας επανελομενον αντιοχον και τον τουτου επιτροπον λυσιαν2 e che aveva occupato le provincie contro Antioco e Lisia suo capitano.
3 αλκιμος δε τις προγεγονως αρχιερευς εκουσιως δε μεμολυσμενος εν τοις της αμειξιας χρονοις συννοησας οτι καθ' οντιναουν τροπον ουκ εστιν αυτω σωτηρια ουδε προς το αγιον θυσιαστηριον ετι προσοδος3 Allora un certo Alcimo, che era stato sommo sacerdote, ma volontariamente s 'era contaminato nei tempi della confusione, considerando che non c'era più salvezza per lui nè accesso all'altare,
4 ηκεν προς τον βασιλεα δημητριον ως πρωτω και πεντηκοστω και εκατοστω ετει προσαγων αυτω στεφανον χρυσουν και φοινικα προς δε τουτοις των νομιζομενων θαλλων του ιερου και την ημεραν εκεινην ησυχιαν εσχεν4 andò a trovare il re Demetrio, l'anno centocinquanta, e gli offrì una corona d'oro, una palma, e di più rami di ulivo che sembravano del tempio. E per quel giorno non disse nulla.
5 καιρον δε λαβων της ιδιας ανοιας συνεργον προσκληθεις εις συνεδριον υπο του δημητριου και επερωτηθεις εν τινι διαθεσει και βουλη καθεστηκαν οι ιουδαιοι προς ταυτα εφη5 Ma colto il tempo opportuno, per la sua follia, quando fu da Demetrio chiamato in consiglio e interrogato su quali cose e quali consigli si appoggiassero i Giudei,
6 οι λεγομενοι των ιουδαιων ασιδαιοι ων αφηγειται ιουδας ο μακκαβαιος πολεμοτροφουσιν και στασιαζουσιν ουκ εωντες την βασιλειαν ευσταθειας τυχειν6 rispose: « Dei Giudei, quelli che si chiamano Assidei, dei quali è capo Giuda Maccabeo, fomentano le guerre e le sedizioni e non permettono al regno di esser tranquillo.
7 οθεν αφελομενος την προγονικην δοξαν λεγω δη την αρχιερωσυνην δευρο νυν εληλυθα7 Così anch'io sono stato spogliato della dignità dei miei padri, voglio dire del sommo sacerdozio, e son venuto qua,
8 πρωτον μεν υπερ των ανηκοντων τω βασιλει γνησιως φρονων δευτερον δε και των ιδιων πολιτων στοχαζομενος τη μεν γαρ των προειρημενων αλογιστια το συμπαν ημων γενος ου μικρως ακληρει8 prima di tutto per restare fedele a ciò che è utile del re, in secondo luogo anche per provvedere al bene dei cittadini, chè per la malvagità di costoro non piccole vessazioni soffre tutta la nostra nazione.
9 εκαστα δε τουτων επεγνωκως συ βασιλευ και της χωρας και του περιισταμενου γενους ημων προνοηθητι καθ' ην εχεις προς απαντας ευαπαντητον φιλανθρωπιαν9 Or ti prego, o re, che, dopo aver saputi questi particolari, secondo la tua bontà, da tutti conosciuta, provveda al paese e alla nazione,
10 αχρι γαρ ιουδας περιεστιν αδυνατον ειρηνης τυχειν τα πραγματα10 perchè fino a tanto che resta al mondo Giuda, è impossibile la pace nello stato ».
11 τοιουτων δε ρηθεντων υπο τουτου θαττον οι λοιποι φιλοι δυσμενως εχοντες τα προς τον ιουδαν προσεπυρωσαν τον δημητριον11 Dopo che egli ebbe dette tali cose, anche gli altri amici comportandosi come nemici di Giuda, infiammarono Demetrio,
12 προχειρισαμενος δε ευθεως νικανορα τον γενομενον ελεφανταρχην και στρατηγον αναδειξας της ιουδαιας εξαπεστειλεν12 il quale mandò subito come generale in Giudea Nicànore, comandante degli elefanti,
13 δους εντολας αυτον μεν τον ιουδαν επανελεσθαι τους δε συν αυτω σκορπισαι καταστησαι δε αλκιμον αρχιερεα του μεγιστου ιερου13 e diede a lui l'ordine di prendere lo stesso Giuda, di disperdere la sua gente, e di mettere Alcimo in possesso del sommo sacerdozio del massimo tempio.
14 οι δε επι της ιουδαιας πεφυγαδευκοτες τον ιουδαν εθνη συνεμισγον αγεληδον τω νικανορι τας των ιουδαιων ατυχιας και συμφορας ιδιας ευημεριας δοκουντες εσεσθαι14 Allora i Gentili, che erano fuggiti dalla Giudea per timore di Giuda, si unirono a truppe intorno a Nicànore, tenendo per propria fortuna le miserie e le stragi dei Giudei.
15 ακουσαντες δε την του νικανορος εφοδον και την επιθεσιν των εθνων καταπασαμενοι γην ελιτανευον τον αχρι αιωνος συστησαντα τον αυτου λαον αει δε μετ' επιφανειας αντιλαμβανομενον της εαυτου μεριδος15 Quando i Giudei seppero che era giunto Nicànore e che a lui s'erano uniti i Gentili, si coprirono di polvere, e si misero a pregare Colui che aveva stabilito il suo popolo ed aveva protetta con evidenti miracoli la sua eredità, a custodire (il suo popolo) in eterno.
16 προσταξαντος δε του ηγουμενου εκειθεν ευθεως αναζευξας συμμισγει αυτοις επι κωμην δεσσαου16 Avuti gli ordini del capo, subito si mossero e si riunirono al castello di Dessau.
17 σιμων δε ο αδελφος ιουδου συμβεβληκως ην τω νικανορι βραδεως δε δια την αιφνιδιον των αντιπαλων αφασιαν επταικως17 Simone, fratello di Giuda, attaccò battaglia con Nicànore, ma si spaventò per l'improvviso sopraggiungere dei nemici.
18 ομως δε ακουων ο νικανωρ ην ειχον οι περι τον ιουδαν ανδραγαθιαν και εν τοις περι της πατριδος αγωσιν ευψυχιαν υπευλαβειτο την κρισιν δι' αιματων ποιησασθαι18 Ma Nicànore, avendo sentito parlare del valore dei soldati di Giuda e della grandezza d'animo colla quale combattevano per la patria, aveva del timore a decidere la causa col sangue.
19 διοπερ επεμψεν ποσιδωνιον και θεοδοτον και ματταθιαν δουναι και λαβειν δεξιας19 E quindi mandò Posidonio, Teodozio e Mattia a dare e a ricevere le destre.
20 πλειονος δε γενομενης περι τουτων επισκεψεως και του ηγουμενου τοις πληθεσιν ανακοινωσαμενου και φανεισης ομοψηφου γνωμης επενευσαν ταις συνθηκαις20 Dopo aver per lungo tempo tenuto consiglio sul da farsi, facendone la relazione alla moltitudine lo stesso condottiero, tutti furono del parere di accettare l'amicìzia.
21 εταξαντο δε ημεραν εν η κατ' ιδιαν ηξουσιν εις το αυτο και προηλθεν παρ' εκαστου διφραξ εθεσαν διφρους21 Così fu stabilito il giorno in cui (i due capi) avrebbero conferito in segreto fra loro, e dei sedili d'onore furono portati e posti (per loro).
22 διεταξεν ιουδας ενοπλους ετοιμους εν τοις επικαιροις τοποις μηποτε εκ των πολεμιων αιφνιδιως κακουργια γενηται την αρμοζουσαν εποιησαντο κοινολογιαν22 Però Giuda aveva ordinato che degli armati stessero in luoghi opportuni, affinchè all'improvviso non venisse qualche cosa di male da parte del nemico; ma il colloquio andò bene.
23 διετριβεν ο νικανωρ εν ιεροσολυμοις και επραττεν ουθεν ατοπον τους δε συναχθεντας αγελαιους οχλους απελυσεν23 Poi Nicanore si fermò a Gerusalemme, e nulla fece d'ingiusto, e licenziò quei branchi di gente che s'erano radunati (intorno a lui).
24 και ειχεν τον ιουδαν δια παντος εν προσωπω ψυχικως τω ανδρι προσεκεκλιτο24 Egli amava Giuda di cuore, ed aveva dell'inclinazione verso tal uomo;
25 παρεκαλεσεν αυτον γημαι και παιδοποιησασθαι εγαμησεν ευσταθησεν εκοινωνησεν βιου25 e lo pregò ad ammogliarsi per aver figlioli. E (Giuda) celebrò le nozze, ebbe del riposo, ed essi stavano insieme famigliarmente.
26 ο δε αλκιμος συνιδων την προς αλληλους ευνοιαν και τας γενομενας συνθηκας λαβων ηκεν προς τον δημητριον και ελεγεν τον νικανορα αλλοτρια φρονειν των πραγματων τον γαρ επιβουλον της βασιλειας ιουδαν αυτου διαδοχον αναδειξαι26 Ma Alcimo, vedendo il loro scambievole affetto e i patti loro, andò da Demetrio a dire che Nicànore favoriva gl'interessi degli altri, e che gli aveva destinato per successore Giuda, l'insidiatore del regno.
27 ο δε βασιλευς εκθυμος γενομενος και ταις του παμπονηρου διαβολαις ερεθισθεις εγραψεν νικανορι φασκων υπερ μεν των συνθηκων βαρεως φερειν κελευων δε τον μακκαβαιον δεσμιον εξαποστελλειν εις αντιοχειαν ταχεως27 Il re, esasperato e irritato per le scellerate accuse di costui, scrisse a Nicànore di non poter sopportare il patto d'amicizia, e che gli ordinava di mandare quanto prima Maccabeo incatenato ad Antiochia.
28 προσπεσοντων δε τουτων τω νικανορι συνεκεχυτο και δυσφορως εφερεν ει τα διεσταλμενα αθετησει μηδεν τανδρος ηδικηκοτος28 Intese tali cose, Nicànore ne restò costernato, e oltremodo gli pesava di dovere annullare i patti convenuti, senza aver ricevuto un torto da quell'uomo.
29 επει δε τω βασιλει αντιπραττειν ουκ ην ευκαιρον ετηρει στρατηγηματι τουτ' επιτελεσαι29 Ma, non potendo resistere al re, spiava l'occasione favorevole per eseguire i comandi.
30 ο δε μακκαβαιος αυστηροτερον διεξαγαγοντα συνιδων τον νικανορα τα προς αυτον και την ειθισμενην απαντησιν αγροικοτερον εσχηκοτα νοησας ουκ απο του βελτιστου την αυστηριαν ειναι συστρεψας ουκ ολιγους των περι αυτον συνεκρυπτετο τον νικανορα30 Or Maccabeo, osservando che Nicànore trattava con lui con più sostenutezza, e che nei consueti incontri si mostrava sempre più crudo, comprese che tal sostenutezza non indicava nulla di buono, e messo insieme un piccol numero dei suoi, non si fece più vedere da Nicànore.
31 συγγνους δε ο ετερος οτι γενναιως υπο του ανδρος εστρατηγηται παραγενομενος επι το μεγιστον και αγιον ιερον των ιερεων τας καθηκουσας θυσιας προσαγοντων εκελευσεν παραδιδοναι τον ανδρα31 E (Nicànore) quando seppe che (Giuda) l'aveva con energia prevenuto, salì al massimo e santissimo tempio, e, mentre i sacerdoti offrivano le consuete vittime, ordinò loro che gli consegnassero quell'uomo.
32 των δε μεθ' ορκων φασκοντων μη γινωσκειν που ποτ' εστιν ο ζητουμενος32 E siccome essi assicuravano con giuramento di non sapere dove fosse l'uomo ricercato, egli stese la mano verso il tempio,
33 προτεινας την δεξιαν επι τον νεω ταυτ' ωμοσεν εαν μη δεσμιον μοι τον ιουδαν παραδωτε τονδε τον του θεου σηκον εις πεδιον ποιησω και το θυσιαστηριον κατασκαψω και ιερον ενταυθα τω διονυσω επιφανες αναστησω33 e giurò e disse: « Se voi non mi darete nelle mani Giuda incatenato, io raderò al suolo questo tempio di Dio, distruggerò l'altare, e consacrerò questo tempio al padre Bacco ».
34 τοσαυτα δε ειπων απηλθεν οι δε ιερεις προτειναντες τας χειρας εις τον ουρανον επεκαλουντο τον δια παντος υπερμαχον του εθνους ημων ταυτα λεγοντες34 E, detto questo, se ne andò. Allora i sacerdoti, stendendo le mani al cielo, ino vocavano Colui che era stato sempre il difensore della loro nazione, e dicevano:
35 συ κυριε των ολων απροσδεης υπαρχων ηυδοκησας ναον της σης σκηνωσεως εν ημιν γενεσθαι35 « Tu, o Signore dell'universo, che di nulla hai bisogno, hai voluto avere tra noi un tempio per tua dimora.
36 και νυν αγιε παντος αγιασμου κυριε διατηρησον εις αιωνα αμιαντον τονδε τον προσφατως κεκαθαρισμενον οικον36 Or tu, Santo dei santi, Signore di tutte le cose, conserva incontaminata in eterno questa casa che da poco tempo è stata purificata ».
37 ραζις δε τις των απο ιεροσολυμων πρεσβυτερων εμηνυθη τω νικανορι ανηρ φιλοπολιτης και σφοδρα καλως ακουων και κατα την ευνοιαν πατηρ των ιουδαιων προσαγορευομενος37 Fu denunziato a Nicànore un certo Razias, che era degli anziani di Gerusalemme, amante della patria, molto stimato, e pel suo affetto era chiamato il padre dei Giudei.
38 ην γαρ εν τοις εμπροσθεν χρονοις της αμειξιας κρισιν εισενηνεγμενος ιουδαισμου και σωμα και ψυχην υπερ του ιουδαισμου παραβεβλημενος μετα πασης εκτενιας38 Quest'uomo nelle molte occasioni s'era mantenuto incontaminato e costante nel giudaismo, contento di dare il corpo e la vita pur di non cedere.
39 βουλομενος δε νικανωρ προδηλον ποιησαι ην ειχεν προς τους ιουδαιους δυσμενειαν απεστειλεν στρατιωτας υπερ τους πεντακοσιους συλλαβειν αυτον39 E Nicànore, per mostrare l'odio che aveva contro i Giudei, mandò cinquecento soldati a prenderlo,
40 εδοξεν γαρ εκεινον συλλαβων τουτοις ενεργασασθαι συμφοραν40 sperando che sedotto lui, avrebbe portato un grandissimo colpo ai Giudei.
41 των δε πληθων μελλοντων τον πυργον καταλαβεσθαι και την αυλαιαν θυραν βιαζομενων και κελευοντων πυρ προσαγειν και τας θυρας υφαπτειν περικαταλημπτος γενομενος υπεθηκεν εαυτω το ξιφος41 Or mentre la truppa stava per irrompere nella sua casa e sforzava la porta, e ordinava di appiccarvi il fuoco, ed egli era li per esser preso, si colpì colla spada,
42 ευγενως θελων αποθανειν ηπερ τοις αλιτηριοις υποχειριος γενεσθαι και της ιδιας ευγενειας αναξιως υβρισθηναι42 scegliendo piuttosto di morire nobilmente che cadere nelle mani dei peccatori, ed essere straziato con oltraggi indegni dei suoi natali.
43 τη δε πληγη μη κατευθικτησας δια την του αγωνος σπουδην και των οχλων εσω των θυρωματων εισβαλλοντων αναδραμων γενναιως επι το τειχος κατεκρημνισεν εαυτον ανδρωδως εις τους οχλους43 Ma siccome nella fretta non s'era dato un colpo sicuramente mortale, e le truppe irrompevano dalle porte, audacemente corse sópra le mura, e virilmente si precipitò sulla folla,
44 των δε ταχεως αναποδισαντων γενομενου διαστηματος ηλθεν κατα μεσον τον κενεωνα44 e facendo essa largo nel luogo dove andava a cadere, battè nel mezzo della testa.
45 ετι δε εμπνους υπαρχων και πεπυρωμενος τοις θυμοις εξαναστας φερομενων κρουνηδον των αιματων και δυσχερων των τραυματων οντων δρομω τους οχλους διελθων και στας επι τινος πετρας απορρωγος45 Siccome respirava ancora, con animo di fuoco, si alzò, e, sebbene il suo sangue sgorgasse in grande abbondanza dalle gravissime ferite e fosse dissanguato, passò correndo in mezzo alla turba,
46 παντελως εξαιμος ηδη γινομενος προβαλων τα εντερα και λαβων εκατεραις ταις χερσιν ενεσεισε τοις οχλοις και επικαλεσαμενος τον δεσποζοντα της ζωης και του πνευματος ταυτα αυτω παλιν αποδουναι τονδε τον τροπον μετηλλαξεν46 e messosi ritto sopra una roccia scoscesa, già esangue, prese colle proprie mani le sue viscere e le gettò sopra le turbe, pregando il Signore della vita e dello spirito a rendere a lui di nuovo queste cose. E così terminò la sua vita.