Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 5


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 και εγενετο οτε ηκουσαν τα εθνη κυκλοθεν οτι ωκοδομηθη το θυσιαστηριον και ενεκαινισθη το αγιασμα ως το προτερον και ωργισθησαν σφοδρα1 Appena le nazioni circonvicine seppero che l'altare e il santuario erano stati riedificati come prima, ne furono irritatissime,
2 και εβουλευσαντο του αραι το γενος ιακωβ τους οντας εν μεσω αυτων και ηρξαντο του θανατουν εν τω λαω και εξαιρειν2 e decisero di sterminare quelli che eran tra loro della stirpe di Giacobbe, e cominciarono a uccidere e a perseguitare quel popolo.
3 και επολεμει ιουδας προς τους υιους ησαυ εν τη ιδουμαια την ακραβαττηνην οτι περιεκαθηντο τον ισραηλ και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και συνεστειλεν αυτους και ελαβεν τα σκυλα αυτων3 Ma Giuda debellava i figli d'Esaù in Idumea, e quelli che erano in Acrabatane, perchè tenevano assediati gl'israeliti, ene fece gran macello.
4 και εμνησθη της κακιας υιων βαιαν οι ησαν τω λαω εις παγιδα και σκανδαλον εν τω ενεδρευειν αυτους εν ταις οδοις4 E, ricordatosi della malizia dei figli di Bean, che erano pel popolo un laccio, una pietra d'inciampo, per le insidie che tendevan per le strade,
5 και συνεκλεισθησαν υπ' αυτου εις τους πυργους και παρενεβαλεν επ' αυτους και ανεθεματισεν αυτους και ενεπυρισε τους πυργους αυτης εν πυρι συν πασιν τοις ενουσιν5 li rinserrò nelle torri, si accostò ad essi, e, votatili alla distruzione, incendiò le loro torri con tutti quelli che ci eran dentro.
6 και διεπερασεν επι τους υιους αμμων και ευρεν χειρα κραταιαν και λαον πολυν και τιμοθεον ηγουμενον αυτων6 Poi passò ai figli d'Ammon, e, trovato un esercito forte e un popolo numeroso,con Timoteo loro condottiero,
7 και συνηψεν προς αυτους πολεμους πολλους και συνετριβησαν προ προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους7 diede loro molte battaglie, ed essi restarono schiacciati davanti a lui, che ne fece macello.
8 και προκατελαβετο την ιαζηρ και τας θυγατερας αυτης και ανεστρεψεν εις την ιουδαιαν8 Presa poi la città di Gazer e le terre daessa dipendenti, se ne tornò nella Giudea.
9 και επισυνηχθησαν τα εθνη τα εν τη γαλααδ επι τον ισραηλ τους οντας επι τοις οριοις αυτων του εξαραι αυτους και εφυγον εις δαθεμα το οχυρωμα9 Ma le genti che erano in Galaad si unirono contro gl'israeliti che eran nei loro territori e volevano sterminarli: essi però si rifugiarono nella fortezza di Dateman,
10 και απεστειλαν γραμματα προς ιουδαν και τους αδελφους αυτου λεγοντες επισυνηγμενα εστιν εφ' ημας τα εθνη κυκλω ημων του εξαραι ημας10 e mandarono lettere a Giuda e ai suoi fratelli, nelle quali dicevano: « Le genti circonvicine si sono adunate per sterminarci,
11 και ετοιμαζονται ελθειν και προκαταλαβεσθαι το οχυρωμα εις ο κατεφυγομεν και τιμοθεος ηγειται της δυναμεως αυτων11 e si preparano per venire ad espugnare la fortezza nella quale ci siamo rifugiati, ed hanno per loro condottiero Timoteo:
12 νυν ουν ελθων εξελου ημας εκ χειρος αυτων οτι πεπτωκεν εξ ημων πληθος12 or dunque vieni a salvarci dalle loro mani, perchè molti di noi son caduti,
13 και παντες οι αδελφοι ημων οι οντες εν τοις τουβιου τεθανατωνται και ηχμαλωτικασιν τας γυναικας αυτων και τα τεκνα και την αποσκευην και απωλεσαν εκει ωσει μιαν χιλιαρχιαν ανδρων13 e tutti i nostri fratelli che erano neiluoghi di Tubin sono stati uccisi: hanno condotto in schiavitù le loro mogli, i loro figli, han portato via i loro beni, e vi hanno messo a morte circa mille uomini ».
14 ετι αι επιστολαι ανεγιγνωσκοντο και ιδου αγγελοι ετεροι παρεγενοντο εκ της γαλιλαιας διερρηχοτες τα ιματια απαγγελλοντες κατα τα ρηματα ταυτα14 Non era ancora finita di leggere questa lettera, ed ecco venire altri messi dalla Galilea, colle vesti stracciate, a portare delle simili notizie,
15 λεγοντες επισυνηχθαι επ' αυτους εκ πτολεμαιδος και τυρου και σιδωνος και πασαν γαλιλαιαν αλλοφυλων του εξαναλωσαι ημας15 a dire: « Quelli di Tolemaide, di Tiro e di Sidone si sono uniti contro di noi, e tutta la Galilea è piena di stranieri che ci vogliono sterminare ».
16 ως δε ηκουσεν ιουδας και ο λαος τους λογους τουτους επισυνηχθη εκκλησια μεγαλη βουλευσασθαι τι ποιησωσιν τοις αδελφοις αυτων τοις ουσιν εν θλιψει και πολεμουμενοις υπ' αυτων16 Appena Giuda e il popolo ebbero udite tali cose, fu tenuta una grande assemblea per esaminare il da farsi in favore dei loro fratelli che erano in tribolazioni, attaccati da tali genti.
17 και ειπεν ιουδας σιμωνι τω αδελφω αυτου επιλεξον σεαυτω ανδρας και πορευου και ρυσαι τους αδελφους σου τους εν τη γαλιλαια εγω δε και ιωναθαν ο αδελφος μου πορευσομεθα εις την γαλααδιτιν17 E Giuda disse a Simone suo fratello: « Scegliti degli uomini, e va a liberare i tuoi fratelli in Galilea, io e il mio fratello Ginnata andremo nella terra di Galaad ».
18 και κατελιπεν ιωσηπον τον του ζαχαριου και αζαριαν ηγουμενον του λαου μετα των επιλοιπων της δυναμεως εν τη ιουδαια εις τηρησιν18 E lasciò Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria,capi del popolo, col resto dell'esercito a difendere la Giudea.
19 και ενετειλατο αυτοις λεγων προστητε του λαου τουτου και μη συναψητε πολεμον προς τα εθνη εως του επιστρεψαι ημας19 E diede loro questi ordini: « Abbiate cura di questo popolo, e non attaccate battaglia colle nazioni fino al nostro ritorno ».
20 και εμερισθησαν σιμωνι ανδρες τρισχιλιοι του πορευθηναι εις την γαλιλαιαν ιουδα δε ανδρες οκτακισχιλιοι εις την γαλααδιτιν20 E si divisero gli uomini: tre mila a Simone, per andar nella Galilea, otto mila a Giuda, per andar nella terra di Galaad.
21 και επορευθη σιμων εις την γαλιλαιαν και συνηψεν πολεμους πολλους προς τα εθνη και συνετριβη τα εθνη απο προσωπου αυτου21 Or Simone, andato nella Galilea, ebbe molte battaglie colle nazioni, che furono schiacciate davanti a lui, ed egli le inseguì fino alla porta di Tolemaide.
22 και εδιωξεν αυτους εως της πυλης πτολεμαιδος και επεσον εκ των εθνων εις τρισχιλιους ανδρας και ελαβεν τα σκυλα αυτων22 E caddero circa tre mila uomini di quelle nazioni, alle quali egli prese le spoglie.
23 και παρελαβεν τους εκ της γαλιλαιας και εν αρβαττοις συν ταις γυναιξιν και τοις τεκνοις και παντα οσα ην αυτοις και ηγαγεν εις την ιουδαιαν μετ' ευφροσυνης μεγαλης23 E presi seco quelli che erano nella Galilea e in Arbate, colle mogli, coi figlioli e con tutto quello che avevano, li menò con gran gioia nella Giudea.
24 και ιουδας ο μακκαβαιος και ιωναθαν ο αδελφος αυτου διεβησαν τον ιορδανην και επορευθησαν οδον τριων ημερων εν τη ερημω24 Intanto Giuda Maccabeo e Gionata suo fratello avevan passato il Giordano, ed avevan camminato per tre giorni nel deserto.
25 και συνηντησαν τοις ναβαταιοις και απηντησαν αυτοις ειρηνικως και διηγησαντο αυτοις παντα τα συμβαντα τοις αδελφοις αυτων εν τη γαλααδιτιδι25 Allora andarono loro incontro i Nabutei, che li ricevettero come amici e narrarono ad essi quello che era avvenuto ai loro fratelli nella terra di Galaad,
26 και οτι πολλοι εξ αυτων συνειλημμενοι εισιν εις βοσορρα και βοσορ εν αλεμοις χασφω μακεδ και καρναιν πασαι αι πολεις αυται οχυραι και μεγαλαι26 e come molti di essi eran tenuti prigionieri in Barasa, in Bosor, in Alimis, in Casfor, in Maget e in Carnaim, tutte città fortificate e grandi,
27 και εν ταις λοιπαις πολεσιν της γαλααδιτιδος εισιν συνειλημμενοι εις αυριον τασσονται παρεμβαλειν επι τα οχυρωματα και καταλαβεσθαι και εξαραι παντας τουτους εν ημερα μια27 che eran tenuti prigionieri anche nelle altre città di Galaad, e che (i nemici) pel giorno dopo avevano stabilito di fare avvicinare l'esercito a quelle città, di prenderli e sterminarli in un sol giorno.
28 και απεστρεψεν ιουδας και η παρεμβολη αυτου οδον εις την ερημον βοσορρα αφνω και κατελαβετο την πολιν και απεκτεινε παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και ελαβεν παντα τα σκυλα αυτων και ενεπρησεν αυτην πυρι28 Allora Giuda col suo esercito prese subito la strada del deserto di Bosor, e ne occupò la città, e messi a fil di spada tutti i maschi, ne prese tutte le spoglie, e abbandonò la città alle fiamme.
29 και απηρεν εκειθεν νυκτος και επορευοντο εως επι το οχυρωμα29 E partiron di là di notte, per andare fino alla fortezza.
30 και εγενετο εωθινη ηραν τους οφθαλμους αυτων και ιδου λαος πολυς ου ουκ ην αριθμος αιροντες κλιμακας και μηχανας καταλαβεσθαι το οχυρωμα και επολεμουν αυτους30 E all'apparir del giorno, alzando gli occhi, videro gran moltitudine, innumerevole, che portava scale e macchine per espugnare la fortezza e debellare quelli (che vi erano).
31 και ειδεν ιουδας οτι ηρκται ο πολεμος και η κραυγη της πολεως ανεβη εως ουρανου σαλπιγξιν και κραυγη μεγαλη31 Giuda, vedendo che l'attacco era cominciato, e che il rumore della battaglia andava al cielo come (il suono di) tromba, e che grandi clamori (venivano) dalla città,
32 και ειπεν τοις ανδρασιν της δυναμεως πολεμησατε σημερον υπερ των αδελφων ημων32 disse al suo esercito: « Combattete in questo giorno pei vostri fratelli ».
33 και εξηλθεν εν τρισιν αρχαις εξοπισθεν αυτων και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και εβοησαν εν προσευχη33 E s'avanzò con tre schiere dietro ad essi; e diedero fiato alle trombe, e alzarono la voce nella preghiera.
34 και επεγνω η παρεμβολη τιμοθεου οτι μακκαβαιος εστιν και εφυγον απο προσωπου αυτου και επαταξεν αυτους πληγην μεγαλην και επεσον εξ αυτων εν εκεινη τη ημερα εις οκτακισχιλιους ανδρας34 Ma quelli dell'esercito di Timoteo, saputo che c'era Maccabeo, fuggirono davanti a lui, e ne fu fatto un gran macello, e di essi in quel giorno morirono circa ottomila uomini.
35 και απεκλινεν εις αλεμα και επολεμησεν αυτην και κατελαβετο αυτην και απεκτεινεν παν αρσενικον αυτης και ελαβεν τα σκυλα αυτης και ενεπρησεν αυτην εν πυρι35 Poi Giuda piegò verso Masfa, la espugnò, la prese, ne uccise tutti i maschi, ne prese tutte le spoglie, e l'abbandonò alle fiamme.
36 εκειθεν απηρεν και προκατελαβετο την χασφω μακεδ και βοσορ και τας λοιπας πολεις της γαλααδιτιδος36 Di là, seguitando, prese Casbon, Maget, Bosor, e le altre città della terra di Galaad.
37 μετα δε τα ρηματα ταυτα συνηγαγεν τιμοθεος παρεμβολην αλλην και παρενεβαλεν κατα προσωπον ραφων εκ περαν του χειμαρρου37 Dopo questi avvenimenti, Timoteo mise insieme un altro esercito, e pose il campo di faccia a Rafon, di là dal torrente.
38 και απεστειλεν ιουδας κατασκοπευσαι την παρεμβολην και απηγγειλαν αυτω λεγοντες επισυνηγμενα εισιν προς αυτον παντα τα εθνη τα κυκλω ημων δυναμις πολλη σφοδρα38 E Giuda mandò a spiare il nemico, e gli riferirono e gli dissero: « Si sono unite con lui tutte le nazioni che sono d'intorno a noi: l'esercito è oltremodo numeroso.
39 και αραβας μεμισθωνται εις βοηθειαν αυτοις και παρεμβαλλουσιν περαν του χειμαρρου ετοιμοι του ελθειν επι σε εις πολεμον και επορευθη ιουδας εις συναντησιν αυτων39 E hanno assoldato, coinè ausiliari, gli Arabi, si sono accampati di là dal torrente, e son pronti ad attaccare contro di te la battaglia ». Allora Giuda andò ad incontrarli.
40 και ειπεν τιμοθεος τοις αρχουσιν της δυναμεως αυτου εν τω εγγιζειν ιουδαν και την παρεμβολην αυτου επι τον χειμαρρουν του υδατος εαν διαβη προς ημας προτερος ου δυνησομεθα υποστηναι αυτον οτι δυναμενος δυνησεται προς ημας40 E Timoteo disse ai capi del suo esercito: « Quando Giuda col suo esercito si sarà avvicinato al torrente, se egli per il primo passa contro di noi, non potremo stargli a fronte, perchè diventerà potentissimo contro di noi.
41 εαν δε δειλανθη και παρεμβαλη περαν του ποταμου διαπερασομεν προς αυτον και δυνησομεθα προς αυτον41 Ma se egli avrà paura a passare, e metterà il campo di là dal fiume, passiamo noi contro di loro, e diventeremo potenti contro di lui ».
42 ως δε ηγγισεν ιουδας επι τον χειμαρρουν του υδατος εστησεν τους γραμματεις του λαου επι του χειμαρρου και ενετειλατο αυτοις λεγων μη αφητε παντα ανθρωπον παρεμβαλειν αλλα ερχεσθωσαν παντες εις τον πολεμον42 Or Giuda, avvicinatosi al torrente, pose gli scribi del popolo lungo il torrente, e diede loro quest'ordine: « Non lasciate fermare nessuno, ma tutti vengano alla battaglia ».
43 και διεπερασεν επ' αυτους προτερος και πας ο λαος οπισθεν αυτου και συνετριβησαν προ προσωπου αυτων παντα τα εθνη και ερριψαν τα οπλα αυτων και εφυγον εις το τεμενος καρναιν43 E passò per il primo contro i nemici, seguito da tutto il popolo, e davanti a lui furono schiacciate tutte le nazioni, che gettarono le armi e fuggirono al tempio che era in Carnaiin.
44 και προκατελαβοντο την πολιν και το τεμενος ενεπυρισαν εν πυρι συν πασιν τοις εν αυτω και ετροπωθη καρναιν και ουκ ηδυναντο ετι υποστηναι κατα προσωπον ιουδου44 E (Giuda) occupò anche quella città, diede alle fiamme il tempio con tutti quelli che v'eran dentro, e Carnaim fu oppressa e non potè resistere a Giuda.
45 και συνηγαγεν ιουδας παντα ισραηλ τους εν τη γαλααδιτιδι απο μικρου εως μεγαλου και τας γυναικας αυτων και τα τεκνα αυτων και την αποσκευην παρεμβολην μεγαλην σφοδρα ελθειν εις γην ιουδα45 Allora Giuda radunò tutti gl'israeliti che erano nella terra di Galaad, dal più piccolo al più grande, con le loro mogli e i figli, esercito oltremodo grande? da portarsi nella terra di Giuda.
46 και ηλθον εως εφρων και αυτη πολις μεγαλη επι της οδου οχυρα σφοδρα ουκ ην εκκλιναι απ' αυτης δεξιαν η αριστεραν αλλ' η δια μεσου αυτης πορευεσθαι46 E giunsero ad Efron, grande città, posta all'entrata, molto fortificata: non era possibile evitarla, andando a destra o a sinistra, ma bisognava attraversarla.
47 και απεκλεισαν αυτους οι εκ της πολεως και ενεφραξαν τας πυλας λιθοις47 Quelli che erano nella città vi si chiusero dentro e ostruirono le porte colle pietre. Giuda mandò ad essi con parole di pace,
48 και απεστειλεν προς αυτους ιουδας λογοις ειρηνικοις λεγων διελευσομεθα δια της γης σου του απελθειν εις την γην ημων και ουδεις κακοποιησει υμας πλην τοις ποσιν παρελευσομεθα και ουκ ηβουλοντο ανοιξαι αυτω48 dicendo: « Ci sia dato di passare pel vostro territorio per tornare nei nostri paesi, e nessuno vi farà danno: passeremo soltanto coi piedi ». Ma quelli non vollero aprire.
49 και επεταξεν ιουδας κηρυξαι εν τη παρεμβολη του παρεμβαλειν εκαστον εν ω εστιν τοπω49 Allora Giuda comandò di pubblicare all'esercito che ciascuno andasse all'assalto dalla parte in cui si trovava,
50 και παρενεβαλον οι ανδρες της δυναμεως και επολεμησεν την πολιν ολην την ημεραν εκεινην και ολην την νυκτα και παρεδοθη η πολις εν χειρι αυτου50 i più valorosi andarono all'assalto, la città fu attaccata tutto quel giorno e tutta quella notte, e fu data nello sue mani.
51 και απωλεσεν παν αρσενικον εν στοματι ρομφαιας και εξερριζωσεν αυτην και ελαβεν τα σκυλα αυτης και διηλθεν δια της πολεως επανω των απεκταμμενων51 Ed egli fece passare a fil di spadai tutti i maschi, la distrusse, ne prese lo spoglie, e attraversò tutta la città soprai corpi degli uccisi.
52 και διεβησαν τον ιορδανην εις το πεδιον το μεγα κατα προσωπον βαιθσαν52 Poi passarono il Giordano nella gran pianura che è di faccia a Betsan.
53 και ην ιουδας επισυναγων τους εσχατιζοντας και παρακαλων τον λαον κατα πασαν την οδον εως ηλθεν εις γην ιουδα53 E Giuda, tenendo insieme le ultime file, faceva animo al popolo per tutta la strada, finché giunsero nella terra di Giuda.
54 και ανεβησαν εις ορος σιων εν ευφροσυνη και χαρα και προσηγαγον ολοκαυτωματα οτι ουκ επεσεν εξ αυτων ουθεις εως του επιστρεψαι εν ειρηνη54 Allora salirono con letizia e gioia al monte Sion, ed offersero olocausti per essere ritornati in pace senza la perdita di alcuno di essi.
55 και εν ταις ημεραις εν αις ην ιουδας και ιωναθαν εν γη γαλααδ και σιμων ο αδελφος αυτου εν τη γαλιλαια κατα προσωπον πτολεμαιδος55 Nel tempo in cui Giuda e Gionata erano nella terra di Galaad, e Simone, loro fratello, era in Galilea, di faccia a Tolemaide,
56 ηκουσεν ιωσηφ ο του ζαχαριου και αζαριας αρχοντες της δυναμεως των ανδραγαθιων και του πολεμου οια εποιησαν56 Giuseppe, figlio di Zaccaria, e Azaria, capo dell'armata, avute le notizie delle felici imprese e delle battaglie che erano avvenute,
57 και ειπον ποιησωμεν και αυτοι εαυτοις ονομα και πορευθωμεν πολεμησαι προς τα εθνη τα κυκλω ημων57 dissero: «Facciamoci anche noi un nome, e andiamo a combattere contro le nazioni che ci stanno d'intorno ».
58 και παρηγγειλεν τοις απο της δυναμεως της μετ' αυτων και επορευθησαν επι ιαμνειαν58 E dati gli ordini agli uomini della loro armata, andarono a Iamnia.
59 και εξηλθεν γοργιας εκ της πολεως και οι ανδρες αυτου εις συναντησιν αυτοις εις πολεμον59 Ma Gorgia, colla sua gente uscì fuori della città e andò loro contro in battaglia.
60 και ετροπωθη ιωσηπος και αζαριας και εδιωχθησαν εως των οριων της ιουδαιας και επεσον εν τη ημερα εκεινη εκ του λαου ισραηλ εις δισχιλιους ανδρας60 E Giuseppe e Azaria furono messi in fuga sino ai confini della Giudea, e in quel giorno caddero fino a due mila uomini del popolo d'Israele. Fu grande la fuga del popolo,
61 και εγενηθη τροπη μεγαλη εν τω λαω οτι ουκ ηκουσαν ιουδου και των αδελφων αυτου οιομενοι ανδραγαθησαι61 perchè essi non avevan dato retta a Giuda e ai suoi fratelli, credendo di agire da eroi.
62 αυτοι δε ουκ ησαν εκ του σπερματος των ανδρων εκεινων οις εδοθη σωτηρια ισραηλ δια χειρος αυτων62 Ma essi non eran della stirpe di quegli uomini per i quali fu data la salvezza a Israele.
63 και ο ανηρ ιουδας και οι αδελφοι αυτου εδοξασθησαν σφοδρα εναντι παντος ισραηλ και των εθνων παντων ου ηκουετο το ονομα αυτων63 Mentre le schiere di Giuda ebbero grande gloria davanti a tutto Israele e a tutte le nazioni dove era giunto il loro nome.
64 και επισυνηγοντο προς αυτους ευφημουντες64 E si radunarono intorno a loro con liete acclamazioni.
65 και εξηλθεν ιουδας και οι αδελφοι αυτου και επολεμουν τους υιους ησαυ εν τη γη τη προς νοτον και επαταξεν την χεβρων και τας θυγατερας αυτης και καθειλεν τα οχυρωματα αυτης και τους πυργους αυτης ενεπυρισεν κυκλοθεν65 Poi Giuda coi suoi fratelli si mise in marcia, e andò a debellare i figli d'Esaù, nella terra australe, e prese Chebron e le città da lei dipendenti, e distrusse col fuoco le mura e le torri che la circondavano.
66 και απηρεν του πορευθηναι εις γην αλλοφυλων και διεπορευετο την μαρισαν66 E, levato il campo, per andare nella terra degli stranieri, passò per Samaria.
67 εν τη ημερα εκεινη επεσον ιερεις εν πολεμω βουλομενοι ανδραγαθησαι εν τω αυτους εξελθειν εις πολεμον αβουλευτως67 In quel giorno morirono in guerra dei sacerdoti, mentre, volendo far bravure, entravano imprudentemente nella battaglia.
68 και εξεκλινεν ιουδας εις αζωτον γην αλλοφυλων και καθειλεν τους βωμους αυτων και τα γλυπτα των θεων αυτων κατεκαυσεν πυρι και εσκυλευσεν τα σκυλα των πολεων και επεστρεψεν εις γην ιουδα68 Poi Giuda piegò verso Azoto, nella terra degli stranieri, e abbattè i loro altari, e gettò alle fiamme le statue dei loro dèi, e prese le spoglie dello città, e se ne tornò nella terra di Giuda.