Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 16


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 και ανεβη ιωαννης εκ γαζαρων και απηγγειλεν σιμωνι τω πατρι αυτου α συνετελεσεν κενδεβαιος1 Or Giovanni parti da Gazara, e riferì a Simone suo padre quello che Cendebeo faceva contro il loro popolo.
2 και εκαλεσεν σιμων τους δυο υιους αυτου τους πρεσβυτερους ιουδαν και ιωαννην και ειπεν αυτοις εγω και οι αδελφοι μου και ο οικος του πατρος μου επολεμησαμεν τους πολεμους ισραηλ απο νεοτητος εως της σημερον ημερας και ευοδωθη εν ταις χερσιν ημων ρυσασθαι τον ισραηλ πλεονακις2 E Simone chiamò a se i due figliuoli maggiori, Giuda e Giovanni, e disse loro: Io e i miei fratelli e la casa del padre mio abbiam fiaccati i nemici d'Israele dalla nostra giovinezza fino a questo giorno, e abbiamo avuto la sorte di liberare più volte il popolo.
3 νυνι δε γεγηρακα και υμεις δε εν τω ελεει ικανοι εστε εν τοις ετεσιν γινεσθε αντ' εμου και του αδελφου μου και εξελθοντες υπερμαχειτε υπερ του εθνους ημων η δε εκ του ουρανου βοηθεια εστω μεθ' υμων3 Or io son vecchio: ma siate voi in luogo mio, e (siate) miei fratelli, e andate a combattere per la nostra nazione, e sia con voi l'aiuto del cielo.
4 και επελεξεν εκ της χωρας εικοσι χιλιαδας ανδρων πολεμιστων και ιππεις και επορευθησαν επι τον κενδεβαιον και εκοιμηθησαν εν μωδειν4 E scelse del paese venti mila uomini esercitati nell'armi e de' soldati a cavallo: e quelli si mossero contro Cendebeo, e riposarono a Modin.
5 και ανασταντες το πρωι επορευθησαν εις το πεδιον και ιδου δυναμις πολλη εις συναντησιν αυτοις πεζικη και ιππεις και χειμαρρους ην ανα μεσον αυτων5 E ne partirono la mattina, e si avanzarono per la pianura, e videro a un tratto dinanzi a loro un grosso esercito di fonti e di cavalli, e un torrente nel mezzo divideva gli uni dagli altri.
6 και παρενεβαλε κατα προσωπον αυτων αυτος και ο λαος αυτου και ειδεν τον λαον δειλουμενον διαπερασαι τον χειμαρρουν και διεπερασεν πρωτος και ειδον αυτον οι ανδρες και διεπερασαν κατοπισθεν αυτου6 E Giovanni tirò innanzi verso di loro colla sua gente, e veggendo, che il popolo area paura a passare il torrente, lo passò egli il prima; lo che avendo veduto i suoi lo valicarono dietro a lui.
7 και διειλεν τον λαον και τους ιππεις εν μεσω των πεζων ην δε ιππος των υπεναντιων πολλη σφοδρα7 E divise in due parti l'esercito, e posto i cavalli nel mezzo de' fanti; or la cavalleria de' nemici era molto numerosa.
8 και εσαλπισαν ταις σαλπιγξιν και ετροπωθη κενδεβαιος και η παρεμβολη αυτου και επεσον εξ αυτων τραυματιαι πολλοι οι δε καταλειφθεντες εφυγον εις το οχυρωμα8 E dieder fiato alle trombe sacre; e Cendebeo e il suo esercito si mise a fuggire; e molti di essi periron sotto le spade, e il rimanente si rifugiaron nella fortezza.
9 τοτε ετραυματισθη ιουδας ο αδελφος ιωαννου ιωαννης δε κατεδιωξεν αυτους εως ηλθεν εις κεδρων ην ωκοδομησεν9 E restò ferito Giuda fratello di Giovanni; e Giovanni gli inseguì fino a Cedron riedificata (da Cendebeo).
10 και εφυγον εις τους πυργους τους εν τοις αγροις αζωτου και ενεπυρισεν αυτην εν πυρι και επεσον εξ αυτων εις ανδρας δισχιλιους και απεστρεψεν εις την ιουδαιαν μετα ειρηνης10 E quelli fuggirono sino alle torri, che erano nelle campagne di Azoto, ed egli vi mise il fuoco, e morirono due mila uomini, ed egli tornò in pace nella Giudea.
11 και πτολεμαιος ο του αβουβου ην καθεσταμενος στρατηγος εις το πεδιον ιεριχω και εσχεν αργυριον και χρυσιον πολυ11 Ma Tolomeo figliuolo di Abobo era stato fatto governatore della pianura di Gerico, e avea molto oro e argento:
12 ην γαρ γαμβρος του αρχιερεως12 Ed era genero del sommo Sacerdote.
13 και υψωθη η καρδια αυτου και εβουληθη κατακρατησαι της χωρας και εβουλευετο δολω κατα σιμωνος και των υιων αυτου αραι αυτους13 E si levò in superbia, e volea farsi padrone del paese, e macchinava di levar dal mondo Simone e i suoi figliuoli.
14 σιμων δε ην εφοδευων τας πολεις τας εν τη χωρα και φροντιζων της επιμελειας αυτων και κατεβη εις ιεριχω αυτος και ματταθιας και ιουδας οι υιοι αυτου ετους εβδομου και εβδομηκοστου και εκατοστου εν μηνι ενδεκατω ουτος ο μην σαβατ14 Ma Simone andava attorno per le città della Giudea vegliando al loro bene; e arrivò a Gerico con Mathathia suo figliuolo e con Giuda l'anno cento settantasette l'undecimo mese, cioè il mese di Sabath.
15 και υπεδεξατο αυτους ο του αβουβου εις το οχυρωματιον το καλουμενον δωκ μετα δολου ο ωκοδομησεν και εποιησεν αυτοις ποτον μεγαν και ενεκρυψεν εκει ανδρας15 E il figliuolo di Abobo gli accolse con fraude in un castelletto edificato da, lui, chiamato Doch, e fece loro un gran convito, e pose gente in aguato.
16 και οτε εμεθυσθη σιμων και οι υιοι αυτου εξανεστη πτολεμαιος και οι παρ' αυτου και ελαβον τα οπλα αυτων και επεισηλθον τω σιμωνι εις το συμποσιον και απεκτειναν αυτον και τους δυο υιους αυτου και τινας των παιδαριων αυτου16 E quando Simone co' suoi figliuoli si fa esilarato, si alzò Tolomeo colla sua gente, e preser le armi, ed entrarono nella sala del convito, e uccisero lui e i due suoi figliuoli e alcuni suoi servi:
17 και εποιησεν αθεσιαν μεγαλην και απεδωκεν κακα αντι αγαθων17 E fece un gran tradimento in Israele, e rendè male per bene.
18 και εγραψεν ταυτα πτολεμαιος και απεστειλεν τω βασιλει οπως αποστειλη αυτω δυναμεις εις βοηθειαν και παραδω την χωραν αυτων και τας πολεις18 E Tolomeo scrisse queste cose al re mandando a pregarlo, che gli mandasse in aiuto l'esercito, e che metterebbe nelle sue mani il paese e le città e i tributi.
19 και απεστειλεν ετερους εις γαζαρα αραι τον ιωαννην και τοις χιλιαρχοις απεστειλεν επιστολας παραγενεσθαι προς αυτον οπως δω αυτοις αργυριον και χρυσιον και δοματα19 E altri mandò a Gazara a uccider Giovanni e ai tribuni de' soldati scrisse, che andassero a lui, che avrebbe dato loro dell'argento e dell'oro e de' doni.
20 και ετερους απεστειλεν καταλαβεσθαι την ιερουσαλημ και το ορος του ιερου20 E altri mandò a occupare Gerusalemme e il monte del tempio.
21 και προδραμων τις απηγγειλεν ιωαννη εις γαζαρα οτι απωλετο ο πατηρ αυτου και οι αδελφοι αυτου και οτι απεσταλκεν και σε αποκτειναι21 Ma un uomo corse innanzi a Gazara e diede la nuova a Giovanni della morte del padre e de' fratelli, e che quegli mandava gente ad uccidere anche lui.
22 και ακουσας εξεστη σφοδρα και συνελαβεν τους ανδρας τους ελθοντας απολεσαι αυτον και απεκτεινεν αυτους επεγνω γαρ οτι εζητουν αυτον απολεσαι22 All'udir tali cose si turbò egli grandemente, e fece prigioni quelli che erano venuti per torgli la vita, e li fece morire; perocchè seppe, che cercavano di ucciderlo.
23 και τα λοιπα των λογων ιωαννου και των πολεμων αυτου και των ανδραγαθιων αυτου ων ηνδραγαθησεν και της οικοδομης των τειχων ων ωκοδομησεν και των πραξεων αυτου23 Ma il rimanente delle azioni di Giovanni e le sue guerre e le imprese gloriose condotte calorosamente da lui, e la fabbrica delle mura (di Gerusalemme) ristorate da lui, e tutte le sue geste,
24 ιδου ταυτα γεγραπται επι βιβλιω ημερων αρχιερωσυνης αυτου αφ' ου εγενηθη αρχιερευς μετα τον πατερα αυτου .24 Elle sono descritte nel diario del suo sacerdozio dal tempo, in cui egli fu fatto principe de' sacerdoti dopo il padre suo.