Scrutatio

Mercoledi, 22 maggio 2024 - Santa Rita da Cascia ( Letture di oggi)

ΕΞΟΔΟΣ - Esodo - Exodus 4


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Απεκριθη δε ο Μωυσης και ειπε, Αλλ' ιδου, δεν θελουσι πιστευσει εις εμε ουδε θελουσιν εισακουσει εις την φωνην μου? διοτι θελουσιν ειπει, δεν εφανη εις σε ο Κυριος.1 Mózes azt felelte: »Nem hisznek majd nekem, és nem hallgatnak szavamra! Azt fogják mondani: ‘Nem is jelent meg neked az Úr!’«
2 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Τι ειναι τουτο, το εν τη χειρι σου; Ο δε ειπε, Ραβδος.2 Ezért az Úr azt mondta neki: »Mi az, amit kezedben tartasz?« Ő azt felelte: »Egy bot.«
3 Και ειπε, Ριψον αυτην κατα γης. Και ερριψεν αυτην κατα γης και εγεινεν οφις? και εφυγεν ο Μωυσης απ' εμπροσθεν αυτου.3 Az Úr erre azt mondta: »Dobd csak le a földre!« Ő ledobta, s az kígyóvá változott, úgyhogy Mózes elfutott.
4 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Εκτεινον την χειρα σου και πιασον αυτον απο της ουρας? και εκτεινας την χειρα αυτου επιασεν αυτον και εγεινε ραβδος εν τη χειρι αυτου?4 Aztán azt mondta neki az Úr: »Nyújtsd ki a kezedet, és fogd meg a farkát!« Ő kinyújtotta és megfogta, és az bottá változott a kezében.
5 δια να πιστευσωσιν οτι εφανη εις σε Κυριος ο Θεος των πατερων αυτων, ο Θεος του Αβρααμ, ο Θεος του Ισαακ και ο Θεος του Ιακωβ.5 »Hogy elhiggyék – folytatta –, hogy megjelent neked az Úr, atyáik Istene, Ábrahám Istene, Izsák Istene és Jákob Istene!«
6 Και ειπεν ετι προς αυτον ο Κυριος, Βαλε τωρα την χειρα σου εις τον κολπον σου. Και εβαλε την χειρα αυτου εις τον κολπον αυτου? και οτε εξηγαγεν αυτην, ιδου, η χειρ αυτου λεπρα ως χιων.6 Azután az Úr azt mondta: »Dugd csak be a kezedet a kebledbe!« Ő bedugta a keblébe, és amikor kihúzta, olyan volt a leprától, mint a hó.
7 Και ειπε, Βαλε παλιν την χειρα σου εις τον κολπον σου. Και εβαλε την χειρα αυτου εις τον κολπον αυτου? και οτε εξηγαγεν αυτην εκ του κολπου αυτου, ιδου, αποκατεσταθη καθως η σαρξ αυτου.7 »Dugd vissza a kezedet kebledbe!« – mondta azután. Ő visszadugta, és amikor megint kivette, olyan volt, mint a többi testrésze. –
8 Εαν δε, ειπεν ο Κυριος, δεν πιστευσωσιν εις σε μηδε εισακουσωσιν εις την φωνην του σημειου του πρωτου, θελουσι πιστευσει εις την φωνην του σημειου του δευτερου?8 »Ha nem hinnének neked – mondta –, és nem hallgatnának az első jel szavára, majd hisznek a második jel szavára.
9 εαν δε δεν πιστευσωσι και εις τα δυο ταυτα σημεια μηδε εισακουσωσιν εις την φωνην σου, θελεις λαβει εκ του υδατος του ποταμου και θελεις χυσει αυτο επι της ξηρας? και το υδωρ, το οποιον ηθελες λαβει εκ του ποταμου, θελει γεινει αιμα επι της ξηρας.9 Ha pedig e két jelre sem hinnének, és nem hallgatnának szavadra, végy vizet a folyóból, öntsd szét a szárazon, és amit a folyóból merítettél, vérré fog változni!«
10 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Δεομαι, Κυριε? εγω δεν ειμαι ευλαλος ουτε απο χθες ουτε απο προχθες ουτε αφ' ης ωρας ελαλησας προς τον δουλον σου? αλλ' ειμαι βραδυστομος και βραδυγλωσσος.10 Mózes erre azt mondta: »Kérlek, Uram, nem vagyok én a szavak embere, sem tegnap, sem tegnapelőtt nem voltam az, sem azelőtt, mielőtt szolgáddal beszéltél volna. Nehéz ajkú, nehéz beszédű ember vagyok én!«
11 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Τις εδωκε στομα εις τον ανθρωπον; η τις εκαμε τον ευλαλον, η τον κωφον η τον βλεποντα τον τυφλον; ουχι εγω ο Κυριος;11 Az Úr azt felelte neki: »Ki teremtett szájat az embernek, vagy ki tesz némává és süketté, látóvá és vakká? Nem én, az Úr?
12 υπαγε λοιπον τωρα και εγω θελω εισθαι μετα του στοματος σου και θελω σε διδαξει ο, τι μελλεις να λαλησης.12 Menj tehát, én pedig a száddal leszek, és megtanítalak arra, hogy mit beszélj!«
13 Ο δε ειπε, Δεομαι, Κυριε, αποστειλον οντινα εχεις να αποστειλης.13 De ő ellenvetette: »Kérlek, Uram, küldj mást, ha valakit küldeni akarsz!«
14 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Μωυσεως? και ειπε, Δεν ειναι Ααρων ο αδελφος σου ο Λευιτης; εξευρω οτι αυτος δυναται να λαλη καλως? και μαλιστα, ιδου, εξερχεται εις συναντησιν σου και οταν σε ιδη, θελει χαρη εν τη καρδια αυτου?14 Megharagudott ezért az Úr Mózesre, és így szólt: »Tudom, hogy Áron, a te levita bátyád ékesen szóló. Íme, ő eléd fog jönni, és ha meglát, szívből fog örülni.
15 συ λοιπον θελεις λαλει προς αυτον και θελεις βαλλει τους λογους εις το στομα αυτου? εγω δε θελω εισθαι μετα του στοματος σου και μετα του στοματος εκεινου και θελω σας διδαξει ο, τι πρεπει να πραξητε?15 Beszélj majd vele, add szájába szavaimat, és én a te száddal és az ő szájával leszek, s megmutatom nektek, mit kell tennetek!
16 και αυτος θελει λαλει αντι σου προς τον λαον? και αυτος θελει εισθαι εις σε αντι στοματος, συ δε θελεις εισθαι εις αυτον αντι Θεου?16 Ő beszél majd helyetted a néphez, ő lesz a te szád, te meg olyan leszel neki, mint az Isten.
17 λαβε δε εις την χειρα σου την ραβδον ταυτην, με την οποιαν θελεις καμνει τα σημεια.17 Vedd kezedbe ezt a botot is, s vidd végbe vele a jeleket!«
18 Και ανεχωρησεν ο Μωυσης και επεστρεψε προς τον Ιοθορ τον πενθερον αυτου και ειπε προς αυτον, Ας υπαγω, παρακαλω, και ας επιστρεψω προς τους αδελφους μου, τους εν Αιγυπτω, και ας ιδω αν ζωσιν ετι. Και ειπεν ο Ιοθορ προς τον Μωυσην, Υπαγε εν ειρηνη.18 Elment tehát Mózes, és visszatért apósához, Jetróhoz. Azt mondta neki: »Elmegyek, visszatérek testvéreimhez Egyiptomba, hogy lássam, élnek-e még.« Jetró azt felelte neki: »Menj békességgel!«
19 Ο δε Κυριος ειπε προς τον Μωυσην εν Μαδιαμ, Υπαγε, επιστρεψον εις Αιγυπτον? διοτι απεθανον παντες οι ανθρωποι οι ζητουντες την ψυχην σου.19 Az Úr ugyanis ezt mondta Mózesnek Mádiánban: »Menj, térj vissza Egyiptomba, mert meghaltak mindazok, akik életedre törtek!«
20 Τοτε παραλαβων ο Μωυσης την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου και καθισας αυτα επι ονους επεστρεψεν εις την γην της Αιγυπτου? ελαβε δε ο Μωυσης την ραβδον του Θεου εν τη χειρι αυτου.20 Mózes tehát fogta feleségét és fiait, szamárra ültette őket, és visszatért Egyiptomba, kezében Isten botjával.
21 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Οταν υπαγης και επιστρεψης εις Αιγυπτον, ιδε να καμης εμπροσθεν του Φαραω παντα τα θαυμασια, τα οποια εδωκα εις την χειρα σου? πλην εγω θελω σκληρυνει την καρδιαν αυτου, και δεν θελει εξαποστειλει τον λαον?21 Miközben úton volt Egyiptomba, az Úr azt mondta neki: »Vigyázz, hogy minden csodát, amelyet a kezedbe adtam, véghez vígy a fáraó előtt! Én azonban megkeményítem az ő szívét, s ő nem fogja elengedni a népet.
22 και θελεις ειπει προς τον Φαραω, Ουτω λεγει Κυριος? Υιος μου ειναι, πρωτοτοκος μου, ο Ισραηλ?22 Mondd azért majd azt neki: Ezt üzeni az Úr: Izrael elsőszülött fiam nekem.
23 και προς σε λεγω, Εξαποστειλον τον υιον μου, δια να με λατρευση? και εαν δεν θελης να εξαποστειλης αυτον, ιδου, εγω θελω θανατωσει τον υιον σου, τον πρωτοτοκον σου.23 Megmondtam ezért neked: Engedd el fiamat, hogy szolgáljon nekem, de te nem akartad elengedni! Íme, én megölöm a te elsőszülött fiadat!«
24 Ενω δε ο Μωυσης ητο εν τη οδω, εν τω καταλυματι, συνηντησεν αυτον ο Κυριος και εζητει να θανατωση αυτον.24 Amikor úton volt, a szálláson eléje állt az Úr, és meg akarta őt ölni.
25 Και λαβουσα η Σεπφωρα λιθαριον κοπτερον, περιετεμε την ακροβυστιαν του υιου αυτης, και ερριψεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα, Βεβαιως νυμφιος αιματων εισαι εις εμε.25 Cippóra azonban mindjárt fogott egy jó éles követ, körülmetélte a fia előbőrét, aztán megérintette azzal a lábát, és így szólt: »Vérvőlegényem vagy te nekem!«
26 Και απηλθεν απ' αυτου? η δε ειπε, Νυμφιος αιματων εισαι ενεκα της περιτομης.26 Alighogy kimondta az asszony, hogy »Vérvőlegényem vagy a körülmetélés miatt«, az Úr eltávozott tőle.
27 Ειπε δε Κυριος προς τον Ααρων, Υπαγε προς συναντησιν του Μωυσεως εις την ερημον. Και υπηγε και συνηντησεν αυτον εν τω ορει του Θεου και ησπασθη αυτον.27 Áronhoz pedig így szólt az Úr: »Menj Mózes elé a pusztába!« Ő elment, Isten hegyénél találkozott vele, és megcsókolta.
28 Και απηγγειλεν ο Μωυσης προς τον Ααρων παντας τους λογους του Κυριου, τους οποιους παρηγγειλεν εις αυτον, και παντα τα σημεια, τα οποια προσεταξεν εις αυτον.28 Erre Mózes elbeszélte Áronnak az Úr minden szavát, amellyel őt küldte, és mindazokat a jeleket, amelyeket rendelt.
29 Υπηγαν λοιπον ο Μωυσης και ο Ααρων και συνηγαγον παντας τους πρεσβυτερους των υιων Ισραηλ?29 Aztán elmentek együtt, és összegyűjtötték Izrael fiainak valamennyi vénjét.
30 και ελαλησεν ο Ααρων παντας τους λογους, τους οποιους ο Κυριος ελαλησε προς τον Μωυσην, και εκαμε τα σημεια ενωπιον του λαου.30 Áron elmondta mindazokat a szavakat, amelyeket az Úr Mózesnek mondott, ő pedig véghezvitte a jeleket a nép előtt.
31 Και επιστευσεν ο λαος? και οτε ηκουσεν οτι ο Κυριος επεσκεφθη τους υιους Ισραηλ και οτι επεβλεψεν επι την ταλαιπωριαν αυτων, κυψαντες προσεκυνησαν.31 Hitt erre a nép, és amikor meghallották, hogy az Úr megemlékezett Izrael fiairól, és rátekintett nyomorúságukra, meghajoltak és leborultak.