1 Εαν τις κλεψη βουν η προβατον και σφαξη αυτο η πωληση αυτο, θελει πληρωσει πεντε βοας αντι του βοος και τεσσαρα προβατα αντι του προβατου. | 1 Si quis furatus fuerit bovem aut ovem, et occiderit vel vendiderit : quinque boves pro uno bove restituet, et quatuor oves pro una ove. |
2 Εαν ο κλεπτης ευρεθη καμνων ρηξιν και κτυπηθη και αποθανη, δεν θελει χυθη αιμα δι' αυτον. | 2 Si effringens fur domum sive suffodiens fuerit inventus, et accepto vulnere mortuus fuerit, percussor non erit reus sanguinis. |
3 Εαν ομως ο ηλιος ανατειλη επανω αυτου, θελει χυθη αιμα δι' αυτον? πρεπει να καμη ανταποδοσιν? και αν δεν εχη, θελει πωληθη δια την κλοπην αυτου. | 3 Quod si orto sole hoc fecerit, homicidium perpetravit, et ipse morietur. Si non habuerit quod pro furto reddat, ipse venundabitur. |
4 Εαν το κλοπιμαιον ευρεθη εις τας χειρας αυτου ζων, ειτε βους ειτε ονος ειτε προβατον, θελει αποδωσει το διπλουν. | 4 Si inventum fuerit apud eum quod furatus est, vivens : sive bos, sive asinus, sive ovis, duplum restituet.
|
5 Εαν τις καταβοσκηση αγρον η αμπελωνα και αφηση το κτηνος αυτου να βοσκηθη εν αγρω ξενου ανθρωπου, θελει καμει ανταποδοσιν εκ του καλητερου του αγρου αυτου και εκ του καλητερου του αμπελωνος αυτου. | 5 Si læserit quispiam agrum vel vineam, et dimiserit jumentum suum ut depascatur aliena : quidquid optimum habuerit in agro suo, vel in vinea, pro damni æstimatione restituet. |
6 Εαν εξελθη πυρ και ευρη ακανθας, και καωσι θημωνιαι σιτου η ασταχυα ισταμενα η αγρος, ο αναψας το πυρ θελει εξαπαντος καμει ανταποδοσιν. | 6 Si egressus ignis invenerit spinas, et comprehenderit acervos frugum, sive stantes segetes in agris, reddet damnum qui ignem succenderit. |
7 Εαν τις παραδωση εις τον πλησιον αυτου αργυριον η σκευη δια να φυλαττη αυτα, και κλαπωσιν εκ της οικιας του ανθρωπου, αν ευρεθη ο κλεπτης, θελει αποδωσει το διπλουν? | 7 Si quis commendaverit amico pecuniam aut vas in custodiam, et ab eo, qui susceperat, furto ablata fuerint : si invenitur fur, duplum reddet : |
8 αν ο κλεπτης δεν ευρεθη, τοτε ο κυριος της οικιας θελει φερθη εμπροσθεν των κριτων, δια να εξετασθη αν δεν εβαλε την χειρα αυτου επι τα κτηματα του πλησιον αυτου. | 8 si latet fur, dominus domus applicabitur ad deos, et jurabit quod non extenderit manum in rem proximi sui, |
9 Περι παντος ειδους αδικηματος, περι βοος, περι ονου, περι προβατου, περι ενδυματος, περι παντος πραγματος χαμενου, το οποιον αλλος ηθελε διαφιλονεικει οτι ειναι αυτου, η κρισις αμφοτερων θελει ελθει εμπροσθεν των κριτων? και οντινα καταδικασωσιν οι κριται, εκεινος θελει αποδωσει το διπλουν εις τον πλησιον αυτου. | 9 ad perpetrandam fraudem, tam in bove quam in asino, et ove ac vestimento, et quidquid damnum inferre potest : ad deos utriusque causa perveniet, et si illi judicaverint, duplum restituet proximo suo. |
10 Εαν τις παραδωση εις τον πλησιον αυτου ονον η βουν η προβατον η οποιονδηποτε κτηνος, δια να φυλαττη αυτο, και αποθανη η συντριφθη η αρπαχθη χωρις να ιδη τις, | 10 Si quis commendaverit proximo suo asinum, bovem, ovem, et omne jumentum ad custodiam, et mortuum fuerit, aut debilitatum, vel captum ab hostibus, nullusque hoc viderit : |
11 ορκος Θεου θελει γεινει ανα μεσον αμφοτερων αυτων, οτι δεν εβαλε την χειρα αυτου επι το κτημα του πλησιον αυτου? και ο κυριος αυτου θελει λαβει αυτο, ο δε αλλος δεν θελει καμει ανταποδοσιν. | 11 jusjurandum erit in medio, quod non extenderit manum ad rem proximi sui : suscipietque dominus juramentum, et ille reddere non cogetur. |
12 Εαν ομως εκλεφθη παρ' αυτου, θελει καμει ανταποδοσιν εις τον κυριον αυτου. | 12 Quod si furto ablatum fuerit, restituet damnum domino ; |
13 Εαν εγεινε θηριαλωτον, θελει φερει αυτο δια μαρτυριαν και δεν θελει πληρωσει το θηριαλωτον. | 13 si comestum a bestia, deferat ad eum quod occisum est, et non restituet. |
14 Και εαν τις δανεισθη ζωον παρα του πλησιον αυτου, και συντριφθη η αποθανη, ο δε κυριος αυτου δεν ηναι μετ' αυτου, θελει εξαπαντος πληρωσει αυτο. | 14 Qui a proximo suo quidquam horum mutuo postulaverit, et debilitatum aut mortuum fuerit domino non præsente, reddere compelletur. |
15 Εαν ομως ο κυριος αυτου ηναι μετ' αυτου, δεν θελει πληρωσει? αν ητο μεμισθωμενον, ηλθε δια τον μισθον αυτου. | 15 Quod si impræsentiarum dominus fuerit, non restituet, maxime si conductum venerat pro mercede operis sui.
|
16 Και εαν τις απατηση παρθενον μη ηρραβωνισμενην, και κοιμηθη μετ' αυτης, θελει εξαπαντος προικισει αυτην με προικα δια γυναικα εις εαυτον. | 16 Si seduxerit quis virginem necdum desponsatam, dormieritque cum ea : dotabit eam, et habebit eam uxorem. |
17 Εαν ομως ο πατηρ αυτης δεν στεργη να δωση αυτην εις αυτον, αργυριον θελει πληρωσει κατα την προικα των παρθενων. | 17 Si pater virginis dare noluerit, reddet pecuniam juxta modum dotis, quam virgines accipere consueverunt. |
18 Μαγισσαν δεν θελεις αφησει να ζη. | 18 Maleficos non patieris vivere. |
19 Οστις συνευρεθη με κτηνος, θελει εξαπαντος θανατωθη. | 19 Qui coierit cum jumento, morte moriatur. |
20 Ο θυσιαζων εις θεους, εκτος εις μονον τον Κυριον, θελει εξολοθρευθη. | 20 Qui immolat diis, occidetur, præterquam Domino soli.
|
21 Και ξενον δεν θελεις κακοποιησει ουδε θελεις καταδυναστευσει αυτον? διοτι ξενοι εσταθητε εν τη γη της Αιγυπτου. | 21 Advenam non contristabis, neque affliges eum : advenæ enim et ipsi fuistis in terra Ægypti. |
22 Ουδεμιαν χηραν η ορφανον δεν θελετε καταθλιψει. | 22 Viduæ et pupillo non nocebitis. |
23 Εαν καταθλιψητε αυτους οπωσδηποτε και βοησωσι προς εμε, θελω εξαπαντος εισακουσει της φωνης αυτων, | 23 Si læseritis eos, vociferabuntur ad me, et ego audiam clamorem eorum : |
24 και ο θυμος μου θελει εξαφθη και θελω σας θανατωσει εν μαχαιρα? και αι γυναικες σας θελουσιν εισθαι χηραι και τα τεκνα σας ορφανα. | 24 et indignabitur furor meus, percutiamque vos gladio, et erunt uxores vestræ viduæ, et filii vestri pupilli. |
25 Εαν δανεισης αργυριον εις τον πτωχον γειτονα σου μεταξυ του λαου μου, δεν θελεις φερθη προς αυτον ως τοκιστης, δεν θελεις επιβαλει επ' αυτον τοκον. | 25 Si pecuniam mutuam dederis populo meo pauperi qui habitat tecum, non urgebis eum quasi exactor, nec usuris opprimes. |
26 Εαν λαβης ενεχυρον το ενδυμα του πλησιον σου, θελεις επιστρεψει αυτο προς αυτον πριν δυση ο ηλιος? | 26 Si pignus a proximo tuo acceperis vestimentum, ante solis occasum reddes ei. |
27 διοτι τουτο μονον ειναι το σκεπασμα αυτου, τουτο το ενδυμα του δερματος αυτου? με τι θελει κοιμηθη; και οταν βοηση προς εμε, θελω εισακουσει? διοτι εγω ειμαι ελεημων. | 27 Ipsum enim est solum, quo operitur, indumentum carnis ejus, nec habet aliud in quo dormiat : si clamaverit ad me, exaudiam eum, quia misericors sum. |
28 Δεν θελεις κακολογησει κριτας, ουδε θελεις καταρασθη αρχοντα του λαου σου. | 28 Diis non detrahes, et principi populi tui non maledices.
|
29 Τας απαρχας του αλωνιου σου και του ληνου σου δεν θελεις καθυστερησει? τον πρωτοτοκον σου εκ των υιων σου θελεις δωσει εις εμε? | 29 Decimas tuas et primitias tuas non tardabis reddere : primogenitum filiorum tuorum dabis mihi. |
30 ομοιως θελεις καμει δια τον βουν σου και δια το προβατον σου? επτα ημερας θελει εισθαι μετα της μητρος αυτου, την ογδοην ημεραν θελεις δωσει αυτο εις εμε. | 30 De bobus quoque, et ovibus similiter facies : septem diebus sit cum matre sua, die octava reddes illum mihi. |
31 Και ανδρες αγιοι θελετε εισθαι εις εμε? και κρεας θηριαλωτον εν τω αγρω δεν θελετε φαγει? εις τον σκυλον θελετε ριψει αυτο. | 31 Viri sancti eritis mihi : carnem, quæ a bestiis fuerit prægustata, non comedetis, sed projicietis canibus. |