Scrutatio

Martedi, 28 maggio 2024 - Santi Emilio, Felice, Priamo e Feliciano ( Letture di oggi)

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β´ - 2 Cronache - Chronicles II 21


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Και εκοιμηθη ο Ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν πολει Δαβιδ? και εβασιλευσεν αντ' αυτου Ιωραμ ο υιος αυτου.1 Dormì Iosafat coi padri suoi, e fue seppellito con esso loro nella città di David; e regnò Ioram suo figliuolo per lui.
2 Και ειχεν αδελφους, υιους του Ιωσαφατ, τον Αζαριαν, και Ιεχιηλ και Ζαχαριαν και Αζαριαν και Μιχαηλ και Σεφατιαν? παντες ουτοι ησαν υιοι του Ιωσαφατ βασιλεως του Ισραηλ.2 Il quale ebbe fratelli, figliuoli di Iosafat, Azaria e Iaiel, Zacaria e Azaria e Micael e Safatia; tutti questi furono figliuoli di Iosafat re di Giuda.
3 Και ο πατηρ αυτων εδωκεν εις αυτους δωρα πολλα αργυριου και χρυσιου και πολυτιμων πραγματων, μετα πολεων οχυρων εν Ιουδα? την βασιλειαν ομως εδωκεν εις τον Ιωραμ, επειδη ητο ο πρωτοτοκος.3 E diede loro il padre molti doni, ariento e oro, con le città fortissime in Giuda; ma il regno diede a Ioram, però ch' era il primogenito.
4 Οτε δε ο Ιωραμ υψωθη εις την βασιλειαν του πατρος αυτου και εκραταιωθη, εθανατωσε παντας τους αδελφους αυτου εν ρομφαια και τινας ετι εκ των αρχοντων του Ισραηλ.4 E levossi Ioram sopra il regno del padre suo; ed essendo bene fermato, uccise tutti i suoi fratelli di coltello, e alcuni de' principi di Giuda.
5 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο ο Ιωραμ οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.5 E quando cominciò a regnare, era Ioram di XXXII anni; e VIII anni regnò in Ierusalem.
6 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως εκαμεν ο οικος του Αχααβ? διοτι θυγατηρ του Αχααβ ητο η γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον Κυριου.6 E andò per le vie dei re d' Israel, sì come avea fatto la casa di Acab; e la figliuola di Acab era sua moglie, e nel cospetto del Signore fece male.
7 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον οικον του Δαβιδ, δια την διαθηκην την οποιαν εκαμε προς τον Δαβιδ, και διοτι ειπε να δωση λυχνον εις αυτον και εις τους υιους αυτου παντοτε.7 E non volle il Signore dissipare la casa di David, per lo patto il quale avea con esso lui, e però ch' egli avea promesso che gli darebbe lucerna, e a' suoi figliuoli, per ogni tempo.
8 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτους.8 E in quel tempo ribelloe Edom, non volendo essere sotto Giuda, e fece il re a sè.
9 Και διηλθεν ο Ιωραμ μετα των αρχοντων αυτου και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους περικυκλουντας αυτον και τους αρχοντας των αμαξων.9 E passando Ioram coi principi suoi, e con tutta la cavalleria la quale era con esso lui, levossi la notte, e percosse Edom, il quale avea circondato, e tutti i principi della sua cavalleria.
10 Ουτως απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησε και η Λιβνα απο της υποταγης αυτου, επειδη εγκατελιπε Κυριον τον Θεον των πατερων αυτου.10 Nondimeno ribelloe Edom, per non essere alla signoria di Giuda, insino al dì presente; e in quello tempo anco Lobna si partìo, per non essere sotto le sue mani; però ch' egli avea lasciato il Signore Dio de' padri suoi.
11 Αυτος ωκοδομησεν ετι υψηλους τοπους επι τα ορη του Ιουδα, και εκαμε τους κατοικους της Ιερουσαλημ να πορνευωσι και απεπλανησε τον Ιουδαν.11 E sopra questo an ch' egli edificò luoghi alti nelle città di Giuda; e fece fornicare gli abitatori di Ierusalem, e fece prevaricare Giuda.
12 Και ηλθε προς αυτον εγγραφον παρα του Ηλια του προφητου, λεγον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Επειδη δεν περιεπατησας εν ταις οδοις Ιωσαφατ του πατρος σου και εν ταις οδοις του Ασα βασιλεως του Ιουδα,12 E furongli portate lettere da Elia profeta, nelle quali era scritto: questo dice il Signore Iddio del padre tuo David: però che tu non se' andato per le vie di Iosafat tuo padre, e per le vie di Asa re di Gruda,
13 αλλα περιεπατησας εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, και εκαμες τον Ιουδαν και τους κατοικους της Ιερουσαλημ να πορνευσωσι κατα τας πορνειας του οικου του Αχααβ, ετι δε εθανατωσας τους αδελφους σου, τον οικον του πατρος σου, τους καλητερους σου,13 ma se' andato per le vie de' re d'Israel, e hai fatto fornicare Giuda e gli abitatori di Ierusalem, seguitando la fornicazione della casa di Acab; e sopra questo hai morto i tuoi fratelli, casa del tuo padre, migliori di te;
14 Ιδου, ο Κυριος θελει παταξει με πληγην μεγαλην τον λαον σου και τα τεκνα σου και τας γυναικας σου και παντα τα υπαρχοντα σου?14 ecco che il Signore percuoterà te, con esso il popolo tuo, e coi figliuoli e con le mogli e con tutta la tua sostanza, di grande piaga.
15 και συ θελεις κτυπηθη με πολλας αρρωστιας, με αρρωστιαν των εντοσθιων σου, εωσου εξελθωσι τα εντοσθια σου εκ της αρρωστιας απο ημερας εις ημεραν.15 E tu infermerai di pessimo male di corpo, tanto che tutte le interiora, che tu hai, ti escano ogni di a poco a poco.
16 Ο Κυριος ετι διηγειρεν εναντιον του Ιωραμ το πνευμα των Φιλισταιων και των Αραβων, των πλησιοχωρων των Αιθιοπων?16 Onde suscitò il Signore contro a Ioram lo spirito de' Filistei, e di quelli di Arabia li quali sono vicini a quelli di Etiopia.
17 και ανεβησαν κατα του Ιουδα και εφωρμησαν επ' αυτον και διηρπασαν παντα τα υπαρχοντα τα ευρεθεντα εν τω οικω του βασιλεως, και τους υιους αυτου ετι και τας γυναικας αυτου? ωστε δεν εμεινεν εις αυτον αλλος υιος, ειμη Ιωαχαζ, ο νεωτερος των υιων αυτου.17 E andarono alla terra di Giuda, e guastarola, e portaronsi via tutta la (loro) sostanza, la quale fu trovata nella casa del re, e anche i figliuoli e le mogli; e non gli rimase se non Ioacaz, suo figliuolo, il quale era il minore per nazione.
18 Μετα δε παντα ταυτα επαταξεν αυτον ο Κυριος εις τα εντοσθια αυτου με αρρωστιαν ανιατον?18 E sopra tutto questo il Signore percosse lui di male di ventre incurabile.
19 και προιοντος του καιρου, μετα παρελευσιν δυο ετων, εξηλθον τα εντοσθια αυτου, εκ της αρρωστιας αυτου, και απεθανε με πονους σκληρους. Ο δε λαος αυτου δεν εκαμεν εις αυτον καυσιν, κατα την καυσιν των πατερων αυτου.19 E passando dì dopo dì, e tempo dopo spazio di tempo, (si volgesse e) fornissi il cerchio di due anni; e così consumato d'infermità, (in tal modo) che mandò fuori tutte le sue interiora, insieme fu privato della infermità e della vita. E morì di pessima infermità, e non gli fece il popolo secondo l'usanza dell' ardere la sepoltura, sì come avea fatto a' suoi maggiori.
20 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν Ιερουσαλημ οκτω ετη, και απηλθε χωρις να ηναι ποθητος? και εθαψαν αυτον εν πολει Δαβιδ, πλην ουχι εν τοις ταφοις των βασιλεων.20 E quando incominciò a regnare, era di XXXII anni; e otto anni regnò in Ierusalem. E non andò dirittamente; e seppellironlo nella città di David, ma non nella sepoltura de' re.