Scrutatio

Martedi, 21 maggio 2024 - Santi Martiri Messicani (Cristoforo Magallanes Jara e 24 compagni) ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 6


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Και ειπον οι υιοι των προφητων προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, ο τοπος, εις τον οποιον ημεις κατοικουμεν ενωπιον σου, ειναι στενος δι' ημας?1 Les frères prophètes dirent à Elisée: "Voici que l'endroit où nous habitons près de toi est trop étroitpour nous.
2 ας υπαγωμεν, παρακαλουμεν, εως του Ιορδανου, και εκειθεν ας λαβωμεν εκαστος μιαν δοκον, και ας καμωμεν εις εαυτους εκει τοπον, δια να κατοικωμεν εκει. Ο δε ειπεν, Υπαγετε.2 Allons donc jusqu'au Jourdain; nous y prendrons chacun une poutre et nous nous ferons là unedemeure." Il répondit: "Allez."
3 Και ειπεν ο εις, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, να ελθης μετα των δουλων σου. Και ειπε, Θελω ελθει.3 L'un d'eux dit: "Consens à accompagner tes serviteurs", et il répondit: "J'irai";
4 Και υπηγε μετ' αυτων. Και ελθοντες εις τον Ιορδανην, εκοπτον τα ξυλα.4 il partit avec eux. Arrivés au Jourdain, ils coupèrent le bois.
5 Ενω δε ο εις κατεβαλλε την δοκον, επεσε το σιδηριον εις το υδωρ? και εβοησε και ειπεν, Ω, κυριε? και τουτο ητο δανειον?5 Or, comme l'un deux abattait sa poutre, la lame de fer tomba dans l'eau, et il s'écria: "Hélas,Monseigneur! Et encore elle était empruntée!"
6 ειπε δε ο ανθρωπος του Θεου, Που επεσε; Και εδειξε τον τοπον εις αυτον. Τοτε εκοψε σχιζαν ξυλου, και ερριψεν εκει? και το σιδηριον επεπλευσε.6 Mais l'homme de Dieu lui demanda: "Où est-elle tombée?" Et l'autre lui montra la place. Alors ilcassa un bout de bois, le jeta à cet endroit et fit flotter le fer.
7 Και ειπεν, Αναλαβε προς σεαυτον. Και εκτεινας την χειρα αυτου, ελαβεν αυτο.7 Il dit: "Retire-le", et l'homme étendit la main et le prit.
8 Ο δε βασιλευς της Συριας επολεμει εναντιον του Ισραηλ, και συνεβουλευθη μετα των δουλων αυτου, λεγων, Εις τον δεινα και δεινα τοπον θελω στρατοπεδευσει.8 Le roi d'Aram était en guerre avec Israël. Il tint conseil avec ses officiers et dit: "Vous ferez unedescente contre telle place."
9 Και απεστειλεν ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα του Ισραηλ, λεγων, Φυλαχθητι να μη περασης τον τοπον εκεινον, διοτι οι Συριοι στρατοπεδευουσιν εκει.9 Elisée envoya dire au roi d'Israël: "Sois sur tes gardes pour cette place, car les Araméens ydescendent",
10 Και απεστειλεν ο βασιλευς του Ισραηλ εις τον τοπον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο ανθρωπος του Θεου και παρηγγειλε περι αυτου? και προεφυλαχθη εκειθεν ουχι απαξ ουδε δις.10 et le roi d'Israël envoya des hommes à la place qu'Elisée lui avait dite. Il l'avertissait et le roi setenait sur ses gardes, et cela pas rien qu'une ou deux fois.
11 Και εταραχθη η καρδια του βασιλεως της Συριας δια το πραγμα τουτο? και συγκαλεσας τους δουλους αυτου, ειπε προς αυτους, Δεν θελετε με αναγγειλει, τις εξ ημων ειναι υπερ του βασιλεως του Ισραηλ;11 Le coeur du roi d'Aram fut troublé par cette affaire, il convoqua ses officiers et leur demanda: "Nem'apprendrez-vous pas qui nous trahit auprès du roi d'Israël?"
12 Και ειπεν εις εκ των δουλων αυτου, Ουδεις, κυριε μου βασιλευ? αλλ' ο Ελισσαιε ο προφητης, ο εν τω Ισραηλ, αναγγελλει προς τον βασιλεα του Ισραηλ τους λογους, τους οποιους λαλεις εν τω ταμειω του κοιτωνος σου.12 L'un de ses officiers répondit: "Non, Monseigneur le roi; c'est Elisée, le prophète d'Israël, qui révèleau roi d'Israël les paroles que tu prononces dans ta chambre à coucher."
13 Και ειπεν, Υπαγετε και ιδετε που ειναι, δια να στειλω να συλλαβω αυτον. Και ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ειναι εν Δωθαν.13 Il dit: "Allez, voyez où il est, et j'enverrai le saisir." On lui fit ce rapport: "Voici qu'il est à Dotân."
14 Και απεστειλεν εκει ιππους και αμαξας και στρατευμα μεγα, οιτινες, ελθοντες δια νυκτος, περιεκυκλωσαν την πολιν.14 Alors le roi envoya là-bas des chevaux, des chars et une forte troupe, qui arrivèrent de nuit etcernèrent la ville.
15 Και οτε εξηγερθη το πρωι ο υπηρετης του ανθρωπου του Θεου και εξηλθεν, ιδου, στρατευμα ειχε περικυκλωμενην την πολιν με ιππους και αμαξας. Και ειπεν ο υπηρετης αυτου προς αυτον, Ω, κυριε, τι θελομεν καμει;15 Le lendemain, Elisée se leva de bon matin et sortit. Et voilà qu'une troupe entourait la ville avec deschevaux et des chars! Son serviteur lui dit: "Ah! Monseigneur, comment allons-nous faire?"
16 Ο δε ειπε, Μη φοβου? διοτι πλειοτεροι ειναι οι μεθ' ημων παρα τους μετ' αυτων.16 Mais il répondit: "N'aie pas peur, car il y en a plus avec nous qu'avec eux."
17 Και προσηυχηθη ο Ελισσαιε και ειπε, Κυριε, Ανοιξον, δεομαι, τους οφθαλμους αυτου, δια να ιδη. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους του υπηρετου, και ειδε? και ιδου, το ορος ητο πληρες ιππων και αμαξων πυρος περι τον Ελισσαιε.17 Et Elisée fit cette prière: "Yahvé, daigne ouvrir ses yeux pour qu'il voie!" Yahvé ouvrit les yeux duserviteur et il vit: voilà que la montagne était couverte de chevaux et de chars de feu autour d'Elisée!
18 Και οτε κατεβησαν προς αυτον οι Συριοι, προσηυχηθη ο Ελισσαιε προς τον Κυριον και ειπε, Παταξον, δεομαι, τον λαον τουτον με αορασιαν. Και επαταξεν αυτους με αορασιαν, κατα τον λογον του Ελισσαιε.18 Comme les Araméens descendaient vers lui, Elisée pria ainsi Yahvé: "Daigne frapper ces gens deberlue", et il les frappa de berlue, selon la parole d'Elisée.
19 Και ειπε προς αυτους ο Ελισσαιε, Δεν ειναι αυτη η οδος ουδε αυτη η πολις? ελθετε κατοπιν μου, και θελω σας φερει προς τον ανθρωπον, τον οποιον ζητειτε. Και εφερεν αυτους εις την Σαμαρειαν.19 Alors Elisée leur dit: "Ce n'est pas le chemin, et ce n'est pas la ville. Suivez-moi, je vous conduiraivers l'homme que vous cherchez." Mais il les conduisit à Samarie.
20 Και οτε ηλθον εις την Σαμαρειαν, ειπεν ο Ελισσαιε, Ανοιξον, Κυριε, τους οφθαλμους τουτων, δια να βλεπωσι. Και ηνοιξεν ο Κυριος τους οφθαλμους αυτων, και ειδον? και ιδου, ησαν εκ τω μεσω της Σαμαρειας.20 A leur entrée dans Samarie, Elisée dit: "Yahvé ouvre les yeux de ces gens et qu'ils voient." Yahvéouvrit leurs yeux et ils virent: voilà qu'ils étaient au milieu de Samarie!
21 Και ως ειδεν αυτους ο βασιλευς του Ισραηλ, ειπε προς τον Ελισσαιε, Να παταξω, να παταξω, πατερ μου;21 Le roi d'Israël, en les voyant, dit à Elisée: "Faut-il les tuer, mon père?"
22 Ο δε ειπε, Μη παταξης? ηθελες παταξει εκεινους, τους οποιους ηχμαλωτευσας δια της ρομφαιας σου και δια του τοξου σου; θες αρτον και υδωρ εμπροσθεν αυτων, και ας φαγωσι και ας πιωσι και ας απελθωσι προς τον κυριον αυτων.22 Mais il répondit: "Ne les tue pas. Ceux même que ton épée et ton arc ont fait captifs, les mets-tu àmort? Offre-leur du pain et de l'eau pour qu'ils mangent et qu'ils boivent, et qu'ils aillent chez leur maître."
23 Και εθεσεν εμπροσθεν αυτων αφθονον τροφην? και αφου εφαγον και επιον, απεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν προς τον κυριον αυτων. Και δεν ηλθον πλεον τα ταγματα της Συριας εις την γην του Ισραηλ.23 Le roi leur servit un grand festin; après qu'ils eurent mangé et bu, il les congédia et ils partirent chezleur maître. Les bandes araméennes ne revinrent plus sur le territoire d'Israël.
24 Μετα δε ταυτα ο Βεν-αδαδ βασιλευς της Συριας συνηθροισεν απαν το στρατευμα αυτου, και ανεβη και επολιορκησε την Σαμαρειαν.24 Il advint, après cela, que Ben-Hadad, roi d'Aram, rassembla toute son armée et vint mettre le siègedevant Samarie.
25 Εγεινε δε πεινα μεγαλη εν Σαμαρεια? και ιδου, επολιορκουν αυτην, εωσου κεφαλη ονου επωληθη δι' ογδοηκοντα αργυρια και το τεταρτον ενος καβου κοπρου περιστερων δια πεντε αργυρια.25 Il y eut une grande famine à Samarie et le siège fut si dur que la tête d'âne valait 80 sicles d'argent etle quarteron d'oignons sauvages cinq sicles d'argent.
26 Και ενω διεβαινεν ο βασιλευς του Ισραηλ επι του τειχους, γυνη τις εβοησε προς αυτον, λεγουσα, Σωσον, κυριε μου βασιλευ.26 Comme le roi passait sur le rempart, une femme lui cria: "Au secours, Monseigneur le roi!"
27 Ο δε ειπεν, Εαν ο Κυριος δεν σε σωση, ποθεν θελω σε σωσει εγω; μη εκ του αλωνιου η εκ του ληνου;27 Il répondit: "Si Yahvé ne te secourt pas, d'où pourrais-je te secourir? Serait-ce de l'aire ou dupressoir?"
28 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Η γυνη αυτη μοι ειπε, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον σημερον, και αυριον θελομεν φαγει τον υιον μου?28 Puis le roi lui dit: "Qu'as-tu?" Elle reprit: "Cette femme m'a dit: Donne ton fils, que nous lemangions aujourd'hui, et nous mangerons mon fils demain.
29 και εβρασαμεν τον υιον μου και εφαγομεν αυτον? ειπον δε προς αυτην την ακολουθον ημεραν, Δος τον υιον σου, δια να φαγωμεν αυτον? η δε εκρυψε τον υιον αυτης.29 Nous avons fait cuire mon fils et nous l'avons mangé; le jour d'après, je lui ai dit: Donne ton fils,que nous le mangions, mais elle a caché son fils."
30 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους της γυναικος, διερρηξε τα ιματια αυτου? και ενω διεβαινεν επι του τειχους, ο λαος ειδε, και ιδου, σακκος εσωθεν επι της σαρκος αυτου.30 Quand le roi entendit les paroles de cette femme, il déchira ses vêtements; le roi passait sur lerempart, et le peuple vit qu'en dessous, il portait le sac à même le corps.
31 Και ειπεν, Ουτω να καμη εις εμε ο Θεος και ουτω να προσθεση, εαν η κεφαλη του Ελισσαιε υιου του Σαφατ σταθη επανω αυτου σημερον.31 Il dit: "Que Dieu me fasse tel mal et y ajoute tel autre, si la tête d'Elisée fils de Shaphat lui resteaujourd'hui sur les épaules!"
32 Ο δε Ελισσαιε εκαθητο εν τω οικω αυτου, και οι πρεσβυτεροι εκαθηντο μετ' αυτου? και απεστειλεν ο βασιλευς ανδρα απ' εμπροσθεν αυτου? πριν δε ελθη προς αυτον ο μηνυτης, αυτος ειπε προς τους πρεσβυτερους, Δεν βλεπετε οτι ουτος ο υιος του φονευτου εστειλε να αφαιρεση την κεφαλην μου; βλεπετε, καθως ελθη ο μηνυτης, κλεισατε την θυραν και εμποδισατε αυτον προς την θυραν? η φωνη των ποδων του κυριου αυτου δεν ειναι εξοπισθεν αυτου;32 Elisée était assis dans sa maison et les anciens étaient assis avec lui, et le roi se fit précéder par unmessager. Mais avant que celui-ci n'arrivât jusqu'à lui, Elisée dit aux anciens: "Avez-vous vu que ce filsd'assassin a donné l'ordre qu'on m'ôte la tête! Voyez: quand arrivera le messager, fermez la porte et repoussez-leavec la porte. Est-ce que le bruit des pas de son maître ne le suit point?"
33 Και ενω ετι ελαλει μετ' αυτων, ιδου, κατεβη προς αυτον ο μηνυτης? και ειπεν, Ιδου, παρα Κυριου ειναι το κακον τουτο? τι πλεον να ελπισω εις τον Κυριον;33 Il leur parlait encore que le roi descendit chez lui et dit: "Voici que tout ce mal vient de Yahvé!Pourquoi garderais-je confiance en Yahvé?"