Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 4


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε? και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον? και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.1 Egy asszony pedig a próféták feleségei közül segítségért kiáltott Elizeushoz, mondván: »Szolgád, a férjem meghalt, s te tudod, hogy szolgád félte az Urat, s íme, eljött a hitelező, hogy elvegye két fiamat, s rabszolgáivá tegye.«
2 Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.2 Azt mondta neki Elizeus: »Mit akarsz, hogy cselekedjem veled? Mondd meg nekem, mid van házadban?« Ő azt felelte: »Nincs nekem, szolgálódnak semmim sem házamban, csak egy kis olajom, amellyel kenni szoktam magamat.«
3 Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα? δανεισθητι ουχι ολιγα?3 Azt mondta erre neki: »Eredj, kérj kölcsön minden szomszédasszonyodtól üres edényeket, de ne keveset,
4 εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.4 aztán menj be házadba, s ha benn leszel fiaiddal együtt, zárd be ajtódat, s tölts olajodból mindezekbe az edényekbe, s ha megtelnek, állítsd őket félre.«
5 Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης? και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.5 Elment tehát az asszony, s rázárta magára s fiaira az ajtót, s azok adogatták az edényeket, ő pedig töltögetett.
6 Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.6 Amikor aztán megteltek az edények, azt mondta fiának: »Hozz ide nekem még edényt.« De az azt felelte: »Nincsen.« Ekkor megállt az olaj.
7 Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.7 Erre elment, s elmondta a dolgot az Isten emberének. Ő ezt mondta: »Eredj, add el az olajat, s fizesd ki hiteleződet, te pedig s fiaid éljetek abból, ami megmarad.«
8 Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.8 Történt pedig egy napon, hogy Elizeus keresztülment Sunámon. Volt azonban ott egy előkelő asszony, s az feltartóztatta, hogy étkezzék nála. Így aztán valahányszor arra járt, betért hozzá, hogy étkezzék.
9 Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας?9 Erre az asszony azt mondta férjének: »Úgy veszem észre, hogy Istennek szent embere az, aki gyakorta erre jár mifelénk.
10 ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου? και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.10 Csináltassunk tehát neki egy kis tetőszobát, tegyünk bele neki ágyat, asztalt, széket és mécsest, hogy ha hozzánk jön, ott ellehessen.«
11 Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.11 Történt erre egy napon, hogy eljött és betért a tetőszobába, s ott megpihent.
12 Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.12 Majd azt mondta legényének, Giezinek: »Hívd elő azt a sunemi asszonyt.« Amikor előhívta, s az elébe állt,
13 Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων? τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.13 azt mondta legényének: »Mondd neki: Íme, gondosan elláttál minket mindennel. Mit akarsz, hogy cselekedjem neked? Van-e valami ügyed, s akarod-e, hogy szóljak a királynak vagy a sereg fővezérének?« Ő azt felelte: »Én nyugodtan lakom népem között.«
14 Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.14 Erre ő azt mondta: »Mit akar tehát, hogy cselekedjem neki?« Azt mondta erre Giezi: »Ne is kérdezd, hiszen fia nincs, s a férje vén.«
15 Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.15 Erre megparancsolta, hogy hívja oda, s amikor odahívta, s az megállt az ajtóban,
16 Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.16 azt mondta neki: »Esztendő fordultán, ebben az időben s ugyanebben az órában fiad lesz méhedben.« Ám ő azt felelte: »Ne, kérlek uram, Isten embere, ne hazudj szolgálódnak.«
17 Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.17 Az asszony csakugyan fogant, s fiút szült, abban az időben s abban az órában, amelyet Elizeus mondott.
18 Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.18 Fel is növekedett a gyermek. Amikor azonban egy napon kiment apjához, az aratókhoz,
19 Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.19 azt mondta apjának: »A fejem fáj, a fejem fáj.« Erre ő azt mondta a legénynek: »Vedd fel, s vidd el az anyjához.«
20 Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.20 Az fel is vette és elvitte anyjához. Ő a térdén tartotta egészen délig, akkor meghalt.
21 Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.21 Erre ő felment, rátette az Isten emberének ágyára, rázárta az ajtót, kiment,
22 Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.22 elhívta férjét és azt mondta: »Bocsáss el, kérlek, velem egy legényt meg egy szamarat, hadd siessek el az Isten emberéhez, majd visszajövök.«
23 Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.23 Ő azt mondta: »Miért mégy hozzá? Ma nincs sem újhold, sem szombat.« Ő azt felelte: »Csak hadd menjek.«
24 Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.24 Azzal megnyergeltette a szamarat, s megparancsolta a legénynek: »Hajts, siess és meg ne állíts engem menetközben, hanem azt tedd, amit majd parancsolok neked.«
25 Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη?25 Elindult tehát, s eljutott az Isten emberéhez, a Kármel hegyére. Amikor az Isten embere átellenből meglátta, azt mondta legényének, Giezinek: »Íme, az a sunemi asszony.
26 τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης? και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.26 Eredj csak eléje, s mondd neki: Jól vagy-e te s a férjed meg a fiad?« Ő azt felelte: »Jól.«
27 Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου? ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην? διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη? και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.27 Amikor aztán eljutott az Isten emberéhez a hegyre, megragadta lábát. Odament erre Giezi, hogy eltávolítsa, de az Isten embere azt mondta: »Hagyd csak, mert keserűségben van a lelke, de az Úr azt eltitkolta előlem, s nem adta tudtomra.«
28 Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;28 Az asszony azt mondta neki: »Vajon kértem-e én fiút uramtól? Nemde azt mondtam neked: Ne ámíts engem?«
29 Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε? εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον? και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον? και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.29 Erre ő azt mondta Giezinek: »Övezd fel derekadat, s vedd kezedbe botomat, s menj el. Ha találkozol valakivel, ne köszöntsd, s ha köszönt téged valaki, ne válaszolj neki, s tedd botomat a gyermek arcára.«
30 Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.30 Ám a gyermek anyja azt mondta: »Az Úr életére s a te életedre mondom, hogy nem hagylak el téged.« Felkelt tehát és követte.
31 Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου? πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.31 Giezi azonban előrement, s rátette a botot a gyermek arcára, de az nem szólalt meg, s nem eszmélt fel. Erre visszatért, s jelentette neki, s azt mondta: »Nem kelt fel a gyermek.«
32 Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.32 Amikor Elizeus bement a házba, íme, a gyermek csakugyan holtan feküdt ágyán.
33 Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.33 Erre bement, s rázárta az ajtót magára s a gyermekre, s imádkozott az Úrhoz.
34 Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου? και εξηπλωθη επ' αυτο? και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.34 Aztán föllépett az ágyra, s ráfeküdt a gyermekre, s rátette száját a szájára, szemét a szemére, s kezét a kezére, s ráborult. Ekkor meleg lett a gyermek teste.
35 Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει? και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο? και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.35 Erre ő lejött, sétált egyet föl s alá a házban, aztán föllépett az ágyra, s ráfeküdt: erre a gyermek hetet ásított, s kinyitotta a szemét.
36 Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην? και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.36 Erre ő beszólította Giezit, s azt mondta neki: »Hívd ide azt a sunemi asszonyt.« Az a hívásra be is ment hozzá. Erre ő azt mondta: »Vedd fiadat.«
37 Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.37 Az odament, a lába elé omlott, s földig hajtotta magát, majd vette a fiát, s kiment.
38 Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα? και ητο πεινα εν τη γη? και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου? και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.38 Elizeus erre visszatért Gilgálba. Az országban akkor éhség volt. Amikor aztán a prófétafiak letelepedtek előtte, azt mondta egyik legényének: »Tedd föl a nagy fazekat, s főzz főzeléket a prófétafiaknak.«
39 Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.39 Erre egyikük kiment a mezőre, hogy zöldséget szedjen, s vadszőlőtőhöz hasonló növényre talált. Teleszedte róla vadtökkel palástját, s miután visszatért, belevagdalta a főzelékes fazékba, mert nem tudta, hogy mi az.
40 Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.40 Ki is tálalták a társaknak, hogy egyenek, de amikor azok megízlelték a főzeléket, felkiáltottak, s azt mondták: »Halál van a fazékban, Isten embere!« – és nem tudtak enni.
41 Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.41 Erre ő így szólt: »Hozzatok lisztet!« Amikor hoztak, beleszórta a fazékba, s azt mondta: »Tálald ki a népnek, hogy egyen.« És nem volt többé semmi keserűség a fazékban.
42 Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.42 Majd odajött egy ember Baálsálisából, és zsengéből való kenyereket hozott az Isten emberének: húsz árpakenyeret s friss gabonát a tarisznyájában. Erre ő azt mondta: »Add oda a népnek, hadd egyen.«
43 Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος? Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.43 A szolgája erre azt felelte: »Mi ez ahhoz, hogy száz ember elé adjam?« Ám ő ismét azt mondta: »Add csak oda a népnek, hadd egyen, ezt üzeni ugyanis az Úr: ‘Esznek is, marad is.’«
44 Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.44 Odatette tehát eléjük, s ettek, s maradt is, az Úr szava szerint.