Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 21


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Μετα δε ταυτα τα πραγματα Ναβουθαι ο Ιεζραηλιτης ειχεν αμπελωνα εν Ιεζραελ, πλησιον του παλατιου του Αχααβ βασιλεως της Σαμαρειας.1 Voici ce qui arriva après ces événements: Nabot de Yizréel possédait une vigne à côté du palaisd'Achab, roi de Samarie,
2 Και ελαλησεν ο Αχααβ προς τον Ναβουθαι, λεγων, Δος μοι τον αμπελωνα σου, δια να εχω αυτον κηπον λαχανων, επειδη ειναι πλησιον του οικου μου? και θελω σοι δωσει αντ' αυτου αμπελωνα καλητερον παρ' αυτου? η, αν ηναι αρεστον εις σε, θελω σοι δωσει το αντιτιμον αυτου εις αργυριον.2 et Achab parla ainsi à Nabot: "Cède-moi ta vigne pour qu'elle me serve de jardin potager, car elleest tout près de ma maison; je te donnerai en échange une vigne meilleure, ou, si tu préfères, je te donnerail'argent qu'elle vaut."
3 Ο δε Ναβουθαι ειπε προς τον Αχααβ, Μη γενοιτο εις εμε παρα Θεου, να δωσω την κληρονομιαν των πατερων μου εις σε.3 Mais Nabot, dit à Achab: "Yahvé me garde de te céder l'héritage de mes pères!"
4 Και ηλθεν ο Αχααβ εις τον οικον αυτου σκυθρωπος και δυσηρεστημενος δια τον λογον, τον οποιον ελαλησε προς αυτον Ναβουβαι ο Ιεζραηλιτης, ειπων, Δεν θελω σοι δωσει την κληρονομιαν των πατερων μου. Και επλαγιασεν επι της κλινης αυτου και απεστρεψε το προσωπον αυτου και δεν εφαγεν αρτον.4 Achab s'en alla chez lui sombre et irrité à cause de cette parole que Nabot de Yizréel lui avait dite:"Je ne te céderai pas l'héritage de mes pères." Il se coucha sur son lit, détourna son visage et ne voulut pasmanger.
5 Και ηλθε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι το πνευμα σου ειναι περιλυπον, ωστε δεν τρωγεις αρτον;5 Sa femme Jézabel vint à lui et lui dit: "Pourquoi ton esprit est-il chagrin et ne manges-tu pas?"
6 Ο δε ειπε προς αυτην, Επειδη ελαλησα προς Ναβουθαι τον Ιεζραηλιτην, και ειπα προς αυτον, Δος μοι τον αμπελωνα σου δι' αργυριου? η, αν αγαπας, θελω σοι δωσει αλλον αμπελωνα αντ' αυτου. και εκεινος απεκριθη, Δεν θελω σοι δωσει τον αμπελωνα μου.6 Il lui répondit: "J'ai parlé à Nabot de Yizréel et je lui ai dit: Cède-moi ta vigne pour de l'argent, ou,si tu aimes mieux, je te donnerai une autre vigne en échange. Mais il a dit: Je ne te céderai pas ma vigne."
7 Και ειπε προς αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου, Συ τωρα βασιλευεις επι τον Ισραηλ; σηκωθητι, φαγε αρτον, και ας ηναι ευθυμος η καρδια σου? εγω θελω σοι δωσει τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.7 Alors sa femme Jézabel lui dit: "Vraiment, tu fais un joli roi sur Israël! Lève-toi et mange, et queton coeur soit content, moi je vais te donner la vigne de Nabot de Yizréel."
8 Τοτε εγραψεν επιστολας εν ονοματι του Αχααβ και εσφραγισε δια της σφραγιδος αυτου, και απεστειλε τας επιστολας προς τους πρεσβυτερους και προς τους αρχοντας, τους οντας εν τη πολει αυτου, τους κατοικουντας μετα του Ναβουβαι.8 Elle écrivit au nom d'Achab des lettres qu'elle scella du sceau royal, et elle adressa les lettres auxanciens et aux notables qui habitaient avec Nabot.
9 Και εγραφεν εν ταις επιστολαις, λεγουσα, Κηρυξατε νηστειαν και καθισατε τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?9 Elle avait écrit dans ces lettres: "Proclamez un jeûne et faites asseoir Nabot en tête du peuple.
10 και παρακαθισατε δυο ανδρας κακους αντικρυ αυτου, και ας μαρτυρησωσι κατ' αυτου, λεγοντες, Συ εβλασφημησας τον Θεον και τον βασιλεα? και εκβαλετε αυτον και λιθοβολησατε αυτον, και ας αποθανη.10 Faites asseoir en face de lui deux vauriens qui l'accuseront ainsi: Tu as maudit Dieu et le roi!Conduisez-le dehors, lapidez-le et qu'il meure!"
11 Και εκαμον οι ανδρες της πολεως αυτου, οι πρεσβυτεροι και οι αρχοντες οι κατοικουντες εν τη πολει αυτου, καθως εμηνυσε προς αυτους η Ιεζαβελ, κατα το γεγραμμενον εν ταις επιστολαις τας οποιας εστειλε προς αυτους.11 Les hommes de la ville de Nabot, les anciens et les notables qui habitaient sa ville, firent commeJézabel leur avait mandé, comme il était écrit dans les lettres qu'elle leur avait envoyées.
12 Εκηρυξαν νηστειαν και εκαθησαν τον Ναβουθαι επι κεφαλης του λαου?12 Ils proclamèrent un jeûne et mirent Nabot en tête du peuple.
13 και εισηλθον δυο ανδρες κακοι και εκαθισαν αντικρυ αυτου? και εμαρτυρησαν οι ανδρες οι κακοι κατ' αυτου, κατα του Ναβουθαι, ενωπιον του λαου, λεγοντες, Ο Ναβουθαι εβλασφημησε τον Θεον και τον βασιλεα. Τοτε εξεβαλον αυτον εξω της πολεως και ελιθοβολησαν αυτον με λιθους, και απεθανε.13 Alors arrivèrent les deux vauriens, qui s'assirent en face de lui, et les vauriens témoignèrent contreNabot devant le peuple en disant: "Nabot a maudit Dieu et le roi." On le fit sortir hors de la ville, on le lapida etil mourut.
14 Και απεστειλαν προς την Ιεζαβελ, λεγοντες, Ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανε.14 Puis on envoya dire à Jézabel: "Nabot a été lapidé et il est mort."
15 Και ως ηκουσεν η Ιεζαβελ οτι ο Ναβουβαι ελιθοβοληθη και απεθανεν, ειπεν η Ιεζαβελ προς τον Αχααβ, Σηκωθητι, κληρονομησον τον αμπελωνα Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, τον οποιον δεν ηθελε να σοι δωση δι' αργυριου? διοτι ο Ναβουθαι δεν ζη αλλ' απεθανε.15 Lorsque Jézabel eut appris que Nabot avait été lapidé et qu'il était mort, elle dit à Achab: "Lève-toiet prends possession de la vigne de Nabot de Yizréel, qu'il n'a pas voulu te céder pour de l'argent, car Nabot n'estplus en vie, il est mort."
16 Και ως ηκουσεν ο Αχααβ οτι ο Ναβουθαι απεθανεν, εσηκωθη ο Αχααβ να καταβη εις τον αμπελωνα του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου, δια να κληρονομηση αυτον.16 Quand Achab apprit que Nabot était mort, il se leva pour descendre à la vigne de Nabot de Yizréelet en prendre possession.
17 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,17 Alors la parole de Yahvé fut adressée à Elie le Tishbite en ces termes:
18 Σηκωθητι, καταβα εις συναντησιν του Αχααβ, βασιλεως του Ισραηλ, οστις κατοικει εν Σαμαρεια? ιδου, εν τω αμπελωνι του Ναβουθαι ειναι, οπου κατεβη δια να κληρονομηση αυτον?18 "Lève-toi et descends à la rencontre d'Achab, roi d'Israël à Samarie. Le voici qui est dans la vignede Nabot, où il est descendu pour se l'approprier.
19 και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Εφονευσας και ετι εκληρονομησας; Και θελεις λαλησει προς αυτον, λεγων, ουτω λεγει Κυριος? Εν τω τοπω, οπου οι κυνες εγλειψαν το αιμα του Ναβουθαι, θελουσι γλειψει οι κυνες το αιμα σου, ναι, σου.19 Tu lui diras ceci: Ainsi parle Yahvé: Tu as assassiné, et de plus tu usurpes! C'est pourquoi, ainsiparle Yahvé: A l'endroit même où les chiens ont lapé le sang de Nabot, les chiens laperont ton sang à toi aussi."
20 Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Ηλιαν, Με ευρηκας, εχθρε μου; Και απεκριθη, Σε ευρηκα? διοτι επωλησας σεαυτον εις το να πραττης το πονηρον ενωπιον του Κυριου.20 Achab dit à Elie: "Tu m'as donc rattrapé, ô mon ennemi!" Elie répondit: "Oui, je t'ai rattrapé. Parceque tu as agi en fourbe, faisant ce qui déplaît à Yahvé,
21 Ιδου, λεγει Κυριος, Εγω θελω φερει κακον επι σε, και θελω σαρωσει κατοπιν σου και εξολοθρευσει του Αχααβ τον ουρουντα προς τον τοιχον και τον πεφυλαγμενον και τον αφειμενον μεταξυ του Ισραηλ?21 voici que je vais faire venir sur toi le malheur: je balayerai ta race, j'exterminerai les mâles de lafamille d'Achab, liés ou libres en Israël.
22 και θελω καταστησει τον οικον σου ως τον οικον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα υιου του Αχια, δια τον παροργισμον τον οποιον με παρωργιαας, και εκαμες τον Ισραηλ να αμαρτηση.22 Je ferai de ta maison comme de celles de Jéroboam fils de Nebat et de Basha fils d'Ahiyya, car tuas provoqué ma colère et fait pécher Israël.
23 Και περι της Ιεζαβελ ετι ελαλησεν ο Κυριος, λεγων, Οι κυνες θελουσι καταφαγει την Ιεζαβελ πλησιον του προτειχισματος της Ιεζραελ?23 (Contre Jézabel aussi Yahvé a prononcé une parole: Les chiens dévoreront Jézabel dans le champde Yizréel.
24 οστις εκ του Αχααβ αποθανη εν τη πολει, οι κυνες θελουσι καταφαγει αυτον? και οστις αποθανη εν τω αγρω, τα πετεινα του ουρανου θελουσι καταφαγει αυτον.24 Celui de la famille d'Achab qui mourra dans la ville, les chiens le mangeront, et celui qui mourradans la campagne, les oiseaux du ciel le mangeront."
25 Ουδεις τωοντι δεν εσταθη ομοιος του Αχααβ, οστις επωλησεν εαυτον εις το να πραττη πονηρα ενωπιον του Κυριου, οπως εκινει αυτον Ιεζαβελ η γυνη αυτου.25 Il n'y eut vraiment personne comme Achab pour agir en fourbe, faisant ce qui déplaît à Yahvé,parce que sa femme Jézabel l'avait séduit.
26 Και επραξε βδελυρα σφοδρα ακολουθων τα ειδωλα, κατα παντα οσα επραττον οι Αμορραιοι, τους οποιους ο Κυριος εξεδιωξεν απ' εμπροσθεν των υιων Ισραηλ.26 Il a agi d'une manière tout à fait abominable, s'attachant aux idoles, comme avaient fait lesAmorites que Yahvé chassa devant les Israélites.
27 Ως δε ηκουσεν ο Αχααβ τους λογους τουτους, διερρηξε τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον επι την σαρκα αυτου και ενηστευσε, και εκοιτετο περιτετυλιγμενος σακκον και εβαδιζε κεκυφως.27 Quand Achab entendit ces paroles, il déchira ses vêtements, mit un sac à même sa chair, jeûna,coucha avec le sac et marcha à pas lents.
28 Ηλθε δε ο λογος του Κυριου προς Ηλιαν τον Θεσβιτην, λεγων,28 Alors la parole de Yahvé fut adressée à Elie le Tishbite en ces termes:
29 Ειδες πως εταπεινωθη ο Αχααβ ενωπιον μου; επειδη εταπεινωθη ενωπιον μου, δεν θελω φερει το κακον εν ταις ημεραις αυτου? εν ταις ημεραις του υιου αυτου θελω φερει το κακον επι τον οικον αυτου.29 "As-tu vu comme Achab s'est humilié devant moi? Parce qu'il s'est humilié devant moi, je ne feraipas venir le malheur pendant son temps; c'est au temps de son fils que je ferai venir le malheur sur sa maison."