Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 17


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ειπεν Ηλιας ο Θεσβιτης, ο εκ των κατοικων της Γαλααδ, προς τον Αχααβ, Ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, δεν θελει εισθαι τα ετη ταυτα δροσος και βροχη, ειμη δια του λογου του στοματος μου.1 Majd azt mondta a Tisbéből, Gileád lakói közül való Illés Áchábnak: »Az Úrnak, Izrael Istenének életére mondom, akinek színe előtt szolgálok, hogy nem lesz ezekben az esztendőkben sem harmat, sem eső, csak majd az én szám szavára.«
2 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,2 Ekkor az Úr szózatot intézett hozzá, ezekkel a szavakkal:
3 Αναχωρησον εντευθεν και στρεψον προς ανατολας και κρυφθητι πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου?3 »Távozz innen, s eredj napkeletre, s rejtőzz el a Kárit-pataknál, amely a Jordán felé van.
4 και θελεις πινει εκ του χειμαρρου? προσεταξα δε τους κορακας να σε τρεφωσιν εκει.4 A patakból lesz ott italod, s a hollóknak hagytam meg, hogy tápláljanak ott téged.«
5 Και υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Κυριου? διοτι υπηγε και εκαθησε πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου.5 Elment tehát, s az Úr szava szerint cselekedett, s amikor odaért, megtelepedett a Kárit-pataknál, amely a Jordán felé van.
6 Και οι κορακες εφερον προς αυτον αρτον και κρεας το πρωι, και αρτον και κρεας το εσπερας? και επινεν εκ του χειμαρρου.6 A hollók hoztak is neki kenyeret és húst reggel, valamint kenyeret s húst este, s a patakból ivott.
7 Μετα δε τινας ημερας εξηρανθη ο χειμαρρος, επειδη δεν εγεινε βροχη επι της γης.7 Napok múltával azonban kiszáradt a patak, mert nem volt eső az országban.
8 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,8 Ezért az Úr szózatot intézett hozzá, ezekkel a szavakkal:
9 Σηκωθεις υπαγε εις Σαρεπτα της Σιδωνος και καθισον εκει? ιδου, προσεταξα εκει γυναικα χηραν να σε τρεφη.9 »Kelj fel, s eredj a szidoniak Száreftájába, s tartózkodj ott: íme, meghagytam ott egy özvegyasszonynak, hogy tápláljon téged.«
10 Και σηκωθεις υπηγεν εις Σαρεπτα. Και ως ηλθεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εκει γυνη χηρα συναγουσα ξυλαρια? και εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι, παρακαλω, ολιγον υδωρ εν αγγειω, δια να πιω.10 Felkelt és elment Száreftába. Amikor a város kapujához ért, meglátott egy özvegyasszonyt, aki fát szedegetett. Megszólította, s azt mondta neki: »Adj nekem egy kis vizet valami edényben, hadd igyam.«
11 Και ενω υπηγε να φερη αυτο, εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι παρακαλω, κομματιον αρτου εν τη χειρι σου.11 Amikor aztán az elment, hogy hozzon, ő így kiáltott utána: »Hozz nekem, kérlek, egy falat kenyeret is kezedben.«
12 Η δε ειπε, Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν εχω ψωμιον, αλλα μονον μιαν χεριαν αλευρου εις το πιθαριον και ολιγον ελαιον εις το ρωγιον? και ιδου, συναγω δυο ξυλαρια, δια να υπαγω και να καμω αυτο δι' εμαυτην και δια τον υιον μου, και να φαγωμεν αυτο και να αποθανωμεν.12 Az ezt felelte: »Az Úrnak, a te Istenednek életére mondom, hogy nincs semmiféle kenyerem, csak egy maroknyi lisztem a vékában s egy kis olajam a korsóban: éppen egy pár darabka fát szedek, hogy elkészítsem azt magamnak s fiamnak, hogy megegyük, s azután meghaljunk.«
13 Ο δε Ηλιας ειπε προς αυτην, Μη φοβου? υπαγε, καμε ως ειπας? πλην εξ αυτου καμε εις εμε πρωτον μιαν μικραν πητταν και φερε εις εμε, και επειτα καμε δια σεαυτην και δια τον υιον σου?13 Azt mondta neki Illés: »Ne félj, csak eredj, s tégy, ahogy mondtad. Először azonban nekem készíts abból a lisztecskéből egy kis hamuban sült lepényt, s hozd ki azt nekem. Magadnak és fiadnak azután csinálj.
14 διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? το πιθαριον του αλευρου δεν θελει κενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου θελει ελαττωθη, εως της ημερας καθ' ην ο Κυριος θελει δωσει βροχην επι προσωπου της γης.14 Ezt üzeni ugyanis az Úr, Izrael Istene: ‘Nem ürül ki lisztes vékád, s nem apad el olajos korsód mindaddig, amíg esőt nem ad az Úr a föld színére.’«
15 Η δε υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Ηλια? και ετρωγεν αυτη και αυτος και ο οικος αυτης ημερας πολλας?15 Erre az elment, s Illés szava szerint cselekedett, és evett ő s az asszony s egész házanépe, s attól a naptól kezdve
16 το πιθαριον του αλευρου δεν εκενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου ηλαττωθη, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του Ηλια.16 nem ürült ki a lisztes véka, s nem apadt el az olajos korsó – az Úr szava szerint, amelyet Illés által szólt.
17 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος, της κυριας του οικου? και η αρρωστια αυτου ητο δυνατη σφοδρα, εωσου δεν εμεινε πνοη εν αυτω.17 Történt pedig ezek után, hogy megbetegedett az asszonynak, a ház asszonyának fia, s olyan súlyos volt betegsége, hogy nem maradt lélegzet benne.
18 Και ειπε προς τον Ηλιαν, Τι εχεις μετ' εμου, ανθρωπε του Θεου; ηλθες προς εμε δια να φερης εις ενθυμησιν τας ανομιας μου και να θανατωσης τον υιον μου;18 Azt mondta azért az asszony Illésnek: »Mi dolgom van veled, Isten embere? Azért jöttél-e hozzám, hogy felhívd a figyelmet vétkeimre, s megöld fiamat?«
19 Ο δε ειπε προς αυτην, Δος μοι τον υιον σου. Και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανεβιβασεν αυτον εις το υπερωον, οπου αυτος εκαθητο, και επλαγιασεν αυτον επι την κλινην αυτου.19 Azt mondta erre neki Illés: »Add ide fiadat.« Azzal elvette öléből, s felvitte a tetőszobába, ahol ő lakott, s ágyára fektette,
20 Και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου? επεφερες κακον και εις την χηραν, παρα τη οποια εγω παροικω, ωστε να θανατωσης τον υιον αυτης;20 majd kiáltott az Úrhoz és azt mondta: »Uram, Istenem, sújtod ezt az özvegyet is, akinél én úgy ahogy ellátást találok, hogy fiát így megölöd?«
21 Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου.21 Aztán kinyújtotta magát, s háromszor ráborult a gyermekre, s az Úrhoz kiáltott és azt mondta: »Uram Istenem, kérlek, térjen vissza e gyermek lelke a testébe.«
22 Και εισηκουσεν ο Κυριος της φωνης του Ηλια? και επανηλθεν η ψυχη του παιδαριου εντος αυτου και ανεζησε.22 Az Úr meg is hallgatta Illés szavát, s a gyermek lelke visszatért bele, s az ismét élt.
23 Και ελαβεν ο Ηλιας το παιδαριον, και κατεβιβασεν αυτο απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτο εις την μητερα αυτου. Και ειπεν ο Ηλιας, Βλεπε, ζη ο υιος σου.23 Erre Illés vette a gyermeket, levitte a felső teremből az alsó házba, átadta anyjának, s azt mondta neki: »Íme, fiad él.«
24 Και ειπεν η γυνη προς τον Ηλιαν, Τωρα γνωριζω εκ τουτου οτι εισαι ανθρωπος του Θεου, και ο λογος του Κυριου εν τω στοματι σου ειναι αληθεια.24 Az asszony azt felelte Illésnek: »Ezáltal most megtudtam, hogy az Isten embere vagy, s az Úr szava igaz a te szádban.«