Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 13


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος του Θεου εξ Ιουδα εις Βαιθηλ με λογον του Κυριου? ο δε Ιεροβοαμ ιστατο επι του θυσιαστηριου, δια να θυμιαση.1 Par ordre de Yahvé, un homme de Dieu arriva de Juda à Béthel alors que Jéroboam était près de l’autel et faisait brûler l’encens.
2 Και εφωνησε προς το θυσιαστηριον με λογον του Κυριου, και ειπε, Θυσιαστηριον, θυσιαστηριον, ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, υιος θελει γεννηθη εις τον οικον του Δαβιδ, Ιωσιας το ονομα αυτου, και θελει θυσιασει επι σε τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους θυμιαζοντας επι σε, και οστα ανθρωπων θελουσι καυθη επι σε.2 L’homme de Dieu cria contre l’autel sur l’ordre de Yahvé: “Autel, autel, voici ce que dit Yahvé: il naîtra dans la maison de David un fils du nom de Josias. Il sacrifiera sur toi les prêtres des Hauts-Lieux, ceux qui brûlent l’encens sur toi, et l’on brûlera sur toi des ossements humains.”
3 Και εδωκε σημειον την αυτην ημεραν, λεγων, Τουτο ειναι το σημειον, το οποιον ελαλησεν ο Κυριος? Ιδου, το θυσιαστηριον θελει διασχισθη, και η στακτη η επ' αυτου θελει εκχυθη.3 Ce même jour il donna cette preuve: “Voici la preuve que Yahvé vous donne: l’autel va se fendre et la cendre qui est dessus va se répandre.”
4 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιεροβοαμ τον λογον του ανθρωπου του Θεου, τον οποιον εφωνησε προς το θυσιαστηριον εν Βαιθηλ, εξετεινε την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου, λεγων, Συλλαβετε αυτον. Και εξηρανθη η χειρ αυτου, την οποιαν εξετεινεν επ' αυτον, ωστε δεν ηδυνηθη να επιστρεψη αυτην προς εαυτον.4 Lorsque le roi Jéroboam entendit cette malédiction de l’homme de Dieu contre l’autel de Béthel, il étendit la main et ordonna: “Saisissez-le!” Mais la main qu’il avait étendue contre l’homme de Dieu devint raide, il ne put la ramener à lui.
5 Και διεσχισθη το θυσιαστηριον και εξεχυθη η στακτη απο του θυσιαστηριου, κατα το σημειον το οποιον εδωκεν ο ανθρωπος του Θεου δια του λογου του Κυριου.5 L’autel se fendit et la cendre de l’autel se répandit; c’était bien la preuve qu’avait donnée l’homme de Dieu sur l’ordre de Yahvé.
6 Και απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Δεηθητι, παρακαλω, Κυριου του Θεου σου και προσευχηθητι υπερ εμου, δια να επιστρεψη η χειρ μου προς εμε. Και εδεηθη ο ανθρωπος του Θεου προς τον Κυριον, και επεστρεψεν η χειρ του βασιλεως προς αυτον και αποκατεσταθη ως το προτερον.6 Le roi prit alors la parole et dit à l’homme de Dieu: “Je t’en prie, apaise Yahvé ton Dieu, prie pour moi afin que ma main me revienne.” L’homme de Dieu apaisa Yahvé et la main du roi lui revint: elle était comme auparavant.
7 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του Θεου, Εισελθε μετ' εμου εις τον οικον και λαβε τροφην, και θελω σοι δωσει δωρα.7 Le roi dit alors à l’homme de Dieu: “Rentre avec moi à la maison, prends des forces, et je te ferai un cadeau.”
8 Αλλ' ο ανθρωπος του Θεου ειπε προς τον βασιλεα, Το ημισυ του οικου σου αν μοι δωσης, δεν θελω εισελθει μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ εν τω τοπω τουτω?8 Mais l’homme de Dieu dit au roi: “Même si tu me donnais la moitié de ta maison, je n’y entrerais pas avec toi. Je ne mangerai pas de pain, je ne boirai pas d’eau en ce lieu,
9 διοτι ουτως ειναι προστεταγμενον εις εμε δια του λογου του Κυριου, λεγοντος, Μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης δια της οδου, δια της οποιας ηλθες.9 car j’ai reçu cet ordre de la part de Yahvé: ‘Tu ne mangeras pas de pain, tu ne boiras pas d’eau, et tu ne reviendras pas par le chemin par lequel tu es allé.’ ”
10 Και ανεχωρησε δι' αλλης οδου και δεν επεστρεψε δια της οδου, δια της οποιας ηλθεν εις Βαιθηλ.10 Il s’en alla donc par un autre chemin, délaissant le chemin par lequel il était monté à Béthel.
11 Κατωκει δε εν Βαιθηλ γερων τις προφητης? και ηλθον οι υιοι αυτου και διηγηθησαν προς αυτον παντα τα εργα, τα οποια εκαμεν ο ανθρωπος του Θεου την ημεραν εκεινην εν Βαιθηλ? διηγηθησαν δε προς τον πατερα αυτων και τους λογους, τους οποιους ελαλησε προς τον βασιλεα.11 Or, à Béthel, il y avait un vieux prophète, et ses fils vinrent lui raconter tout ce que l’homme de Dieu avait fait ce jour-là à Béthel; ils rapportèrent à leur père toutes les paroles que cet homme avaient dites au roi.
12 Και ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Δια τινος οδου ανεχωρησεν; ειχον δε ιδει οι υιοι αυτου δια τινος οδου ανεχωρησεν ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα.12 Leur père leur dit: “Par quel chemin s’en est-il allé?” Et ses fils lui firent voir le chemin par lequel était reparti l’homme de Dieu venu de Juda.
13 Και ειπε προς τους υιους αυτου, Ετοιμασατε μοι την ονον. Και ητοιμασαν εις αυτον την ονον? και εκαθησεν επ' αυτην,13 Il dit alors à ses fils: “Sellez mon âne.” Ils lui sellèrent son âne et il monta dessus.
14 και υπηγε κατοπιν του ανθρωπου του Θεου και ευρηκεν αυτον καθημενον υπο δρυν? και ειπε προς αυτον, συ εισαι ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα; Ο δε ειπεν, Εγω.14 Il partit donc derrière l’homme de Dieu et le trouva assis sous un térébinthe. Il lui dit: “C’est toi l’homme de Dieu qui est venu de Juda?” Il répondit: “Oui, c’est moi.”
15 Και ειπε προς αυτον, Ελθε μετ' εμου εις την οικιαν και φαγε αρτον.15 Il lui dit: “Viens chez moi et tu mangeras un morceau.”
16 Ο δε ειπε, Δεν δυναμαι να επιστρεψω μετα σου ουδε να ελθω μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ μετα σου εν τω τοπω τουτω?16 L’autre répondit: “Je ne peux pas revenir avec toi ni rentrer chez toi. Je ne mangerai pas de pain, je ne boirai pas d’eau avec toi en ce lieu,
17 διοτι ελαληθη προς εμε δια του λογου του Κυριου, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ εκει, μηδε επιστρεψης υπαγων δια της οδου δια της οποιας ηλθες.17 car c’est un ordre que j’ai reçu de Yahvé: ‘Tu ne mangeras pas de pain, tu ne boiras pas d’eau là-bas, et tu ne reviendras pas par le chemin par lequel tu es allé.’ ”
18 Ειπε δε προς αυτον, Και εγω προφητης ειμαι, καθως συ? και αγγελος ελαλησε προς εμε δια του λογου του Κυριου, λεγων, Επιστρεψον αυτον μετα σου εις την οικιαν σου, δια να φαγη αρτον και να πιη υδωρ. Εψευσθη δε προς αυτον.18 Mais le vieux prophète lui dit: “Moi aussi je suis prophète comme toi, et un ange m’a parlé. Il m’a transmis cet ordre de Yahvé: Ramène-le avec toi, chez toi, pour qu’il mange du pain et qu’il boive de l’eau.” C’était un mensonge.
19 Και επεστρεψε μετ' αυτου και εφαγεν αρτον εν τω οικω αυτου και επιεν υδωρ.19 L’homme de Dieu revint donc avec lui, il mangea du pain et but de l’eau dans sa maison.
20 Και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον?20 Comme ils étaient assis à table, la parole de Dieu fut adressée au prophète qui l’avait ramené.
21 και εφωνησε προς τον ανθρωπον του Θεου τον ελθοντα εξ Ιουδα, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος. Επειδη παρηκουσας της φωνης του Κυριου και δεν εφυλαξας την εντολην, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε,21 Il cria à l’homme de Dieu qui était monté de Juda: “Ainsi a parlé Yahvé: Puisque tu as été rebelle à l’ordre de Yahvé, et que tu n’as pas observé le commandement que Yahvé ton Dieu t’avait donné,
22 αλλ' επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω, περι του οποιου ειπε προς σε, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ? το σωμα σου δεν θελει εισελθει εις τον ταφον των πατερων σου.22 puisque tu es revenu sur tes pas et que tu as mangé ici du pain et bu de l’eau, alors que tu avais reçu l’ordre de ne pas manger ni boire, ton cadavre n’entrera pas dans le tombeau de tes pères.”
23 Και αφου εφαγεν αρτον και αφου επιεν, ητοιμασεν εκεινος την ονον εις αυτον, εις τον προφητην τον οποιον επεστρεψε.23 Après qu’ils eurent mangé et bu, le prophète qui l’avait ramené lui sella son âne
24 Και ανεχωρησεν? ευρε δε αυτον λεων καθ' οδον και εθανατωσεν αυτον? και το σωμα αυτου ητο ερριμμενον εν τη οδω? η δε ονος ιστατο πλησιον αυτου και ο λεων ιστατο πλησιον του σωματος.24 et l’homme partit. Un lion le rencontra sur le chemin et le mit à mort. Son cadavre resta là sur le chemin, l’âne ne le quitta pas et le lion aussi resta à côté du corps.
25 Και ιδου, ανδρες διαβαινοντες ειδον το σωμα ερριμμενον εν τη οδω και τον λεοντα ισταμενον πλησιον του σωματος? και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εν τη πολει, οπου κατωκει ο προφητης ο γερων.25 Des gens qui passaient par là virent le cadavre sur le chemin et le lion qui se tenait à côté, ils rentrèrent chez eux et en parlèrent dans la ville où habitait le vieux prophète
26 Και οτε ηκουσεν ο προφητης ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου, ειπεν, Ουτος ειναι ο ανθρωπος του Θεου, οστις παρηκουσε της φωνης του Κυριου? δια τουτο παρεδωκεν αυτον ο Κυριος εις τον λεοντα, και διεσπαραξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς αυτον.26 qui l’avait détourné de son chemin. Dès que le prophète le sut, il dit: “C’est l’homme de Dieu qui a désobéi à l’ordre de Yahvé, et Yahvé l’a livré au lion qui l’a déchiré et mis à mort selon la parole que Yahvé lui avait dite.”
27 Και ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Στρωσατε εις εμε την ονον. Και εστρωσαν.27 Il s’adressa aussitôt à ses fils: “Sellez-moi mon âne”, leur dit-il. Ils le lui sellèrent.
28 Και υπηγε και ευρηκε το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω, και την ονον και τον λεοντα ισταμενους πλησιον του σωματος? ο λεων δεν εφαγε το σωμα ουδε διεσπαραξε την ονον.28 Il s’en alla et trouva le cadavre au travers du chemin, avec l’âne et le lion qui étaient toujours là de chaque côté. Le lion n’avait pas dévoré le corps, il n’avait pas non plus déchiré l’âne.
29 Και εσηκωσεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του Θεου, και επεθεσεν αυτο επι την ονον, και ανεφερεν αυτον? και ηλθεν εις την πολιν ο προφητης ο γερων, δια να πενθηση και να θαψη αυτον.29 Le prophète souleva le cadavre de l’homme de Dieu, le mit sur son âne et le ramena; quand il eût regagné la ville il se chargea du deuil et de l’enterrement.
30 Και εθεσε το σωμα αυτου εν τω ταφω αυτου? και επενθησαν επ' αυτον, λεγοντες, Φευ αδελφε μου30 Il déposa le cadavre dans son propre tombeau et l’on fit sur lui le deuil: “Hélas, mon frère!”
31 Και αφου εθαψεν αυτον, ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Αφου αποθανω, θαψατε και εμε εν τω ταφω, οπου εταφη ο ανθρωπος του Θεου? θεσατε τα οστα μου πλησιον των οστεων αυτου?31 Après qu’il l’eut mis au tombeau, il dit à ses fils: “Quand je serai mort, vous me déposerez dans le tombeau où l’on a enterré l’homme de Dieu. Vous déposerez mes os à côté des siens.
32 διοτι θελει εξαπαντος εκτελεσθη το πραγμα, το οποιον εφωνησε δια του λογου του Κυριου κατα του θυσιαστηριου εν Βαιθηλ και κατα παντων των οικων των υψηλων τοπων, οιτινες ειναι εις τας πολεις της Σαμαρειας.32 Car, je vous le dis, elle se réalisera la malédiction qu’il a prononcée sur l’ordre de Yahvé contre l’autel de Béthel et contre tous les sanctuaires de Hauts-Lieux des villes de Samarie.”
33 Μετα το πραγμα τουτο δεν επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εκ της οδου αυτου της κακης, αλλ' εκαμε παλιν εκ των εσχατων του λαου ιερεις των υψηλων τοπων? οστις ηθελε, καθιερονεν αυτον, και εγινετο ιερευς των υψηλων τοπων.33 Malgré cela, Jéroboam ne se détourna pas de sa mauvaise conduite. Il recommença à choisir des prêtres parmi le peuple pour les Hauts-Lieux; il instituait prêtres tous ceux qui le désiraient et ils faisaient partie des prêtres des Hauts-Lieux.
34 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας εις τον οικον του Ιεροβοαμ, ωστε να εξολοθρευση και να αφανιση αυτον απο προσωπου της γης.34 Ce fut une cause de péché pour la maison de Jéroboam, à cause de cela elle a été détruite et retranchée de la terre.