Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 16


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Και οτε ο Δαβιδ επερασεν ολιγον κορυφην, ιδου, Σιβα, ο υπηρετης του Μεμφιβοσθε, συνηντησεν αυτον, μετα δυο ονων σαμαρωμενων, εχων επ' αυτους διακοσιους αρτους και εκατον βοτρυς σταφιδων και εκατον αρμαθιας θερινων καρπων και ασκον οινου.1 David had gone a little beyond the top when Ziba, the servant of Meribbaal, met him with saddled asses laden with two hundred loaves of bread, an ephah of cakes of pressed raisins, an ephah of summer fruits, and a skin of wine.
2 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Δια τι φερεις ταυτα; Ο δε Σιβα ειπεν, Οι ονοι ειναι δια την οικογενειαν του βασιλεως δια να επικαθηται, και οι αρτοι και οι θερινοι καρποι δια να τρωγωσιν οι νεοι? ο δε οινος, δια να πινωσιν οσοι ατονισωσιν εν τη ερημω.2 The king said to Ziba, "What do you plan to do with these?" Ziba replied: "The asses are for the king's household to ride on. The bread and summer fruits are for your servants to eat, and the wine for those to drink who are weary in the desert."
3 Τοτε ειπεν ο βασιλευς, Και που ειναι ο υιος του κυριου σου; Και ειπεν ο Σιβα προς τον βασιλεα, Ιδου, καθηται εν Ιερουσαλημ? διοτι ειπε, Σημερον ο οικος Ισραηλ θελει επιστρεψει προς εμε την βασιλειαν του πατρος μου.3 Then the king said, "And where is your lord's son?" Ziba answered the king, "He is staying in Jerusalem, for he said, 'Now the Israelites will restore to me my father's kingdom.'"
4 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιβα, Ιδου, ιδικα σου ειναι παντα τα υπαρχοντα του Μεμφιβοσθε. Και ειπεν ο Σιβα, Δεομαι υποκλινως να ευρω χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ.4 The king therefore said to Ziba, "So! Everything Meribbaal had is yours." Then Ziba said: "I pay you homage, my lord the king. May I find favor with you!"
5 Και οτε ηλθεν ο βασιλευς Δαβιδ εως Βαουρειμ, ιδου, εξηρχετο εκειθεν ανθρωπος εκ της συγγενειας του οικου του Σαουλ, ονομαζομενος Σιμει, υιος του Γηρα? και εξελθων, ηρχετο καταρωμενος.5 As David was approaching Bahurim, a man named Shimei, the son of Gera of the same clan as Saul's family, was coming out of the place, cursing as he came.
6 Και ερριπτε λιθους επι τον Δαβιδ και επι παντας τους δουλους του βασιλεως Δαβιδ? πας δε ο λαος και παντες οι δυνατοι ησαν εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.6 He threw stones at David and at all the king's officers, even though all the soldiers, including the royal guard, were on David's right and on his left.
7 Και ουτως ελεγεν ο Σιμει καταρωμενος, Εξελθε, εξελθε, ανηρ αιματων και ανηρ κακοποιε?7 Shimei was saying as he cursed: "Away, away, you murderous and wicked man!
8 επεστρεψεν ο Κυριος κατα σου παντα τα αιματα του οικου του Σαουλ, αντι του οποιου εβασιλευσας? και παρεδωκεν ο Κυριος την βασιλειαν εις την χειρα Αβεσσαλωμ του υιου σου? και ιδου, συ επιασθης εν τη κακια σου, διοτι εισαι ανηρ αιματων.8 The LORD has requited you for all the bloodshed in the family of Saul, in whose stead you became king, and the LORD has given over the kingdom to your son Absalom. And now you suffer ruin because you are a murderer."
9 Τοτε ειπε προς τον βασιλεα Αβισαι ο υιος της Σερουιας, Δια τι ουτος ο νεκρος κυων καταραται τον κυριον μου τον βασιλεα; αφες, παρακαλω, να περασω και να κοψω την κεφαλην αυτου.9 Abishai, son of Zeruiah, said to the king: "Why should this dead dog curse my lord the king? Let me go over, please, and lop off his head."
10 Ο δε βασιλευς ειπε, Τι μεταξυ εμου και ημων, υιοι της Σερουιας; ας καταραται, διοτι ο Κυριος ειπε προς αυτον, Καταρασθητι τον Δαβιδ. Τις λοιπον θελει ειπει, Δια τι εκαμες ουτω;10 But the king replied: "What business is it of mine or of yours, sons of Zeruiah, that he curses? Suppose the LORD has told him to curse David; who then will dare to say, 'Why are you doing this?'"
11 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβισαι και προς παντας τους δουλους αυτου, Ιδου, ο υιος μου, ο εξελθων εκ των σπλαγχνων μου ζητει την ζωην μου? ποσω μαλλον τωρα ο Βενιαμιτης; αφησατε αυτον, και ας καταραται, διοτι ο Κυριος προσεταξεν αυτον?11 Then the king said to Abishai and to all his servants: "If my own son, who came forth from my loins, is seeking my life, how much more might this Benjaminite do so! Let him alone and let him curse, for the LORD has told him to.
12 ισως επιβλεψη ο Κυριος επι την θλιψιν μου, και ανταποδωση ο Κυριος εις εμε αγαθον αντι της καταρας τουτου την ημεραν ταυτην.12 Perhaps the LORD will look upon my affliction and make it up to me with benefits for the curses he is uttering this day."
13 Και επορευοντο ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις την οδον, ο δε Σιμει επορευετο κατα τα πλευρα του ορους απεναντι αυτου, και κατηρατο πορευομενος και ερριπτε λιθους κατ' αυτου και εσκονιζε με χωμα.13 David and his men continued on the road, while Shimei kept abreast of them on the hillside, all the while cursing and throwing stones and dirt as he went.
14 Και ηλθεν ο βασιλευς, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, εκλελυμενοι και ανεπαυθησαν εκει.14 The king and all the soldiers with him arrived at the Jordan tired out, and stopped there for a rest.
15 Ο δε Αβεσσαλωμ και πας ο λαος, οι ανδρες Ισραηλ, ηλθον εις Ιερουσαλημ, και ο Αχιτοφελ μετ' αυτου.15 In the meantime Absalom, accompanied by Ahithophel, entered Jerusalem with all the Israelites.
16 Και οτε ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ Χουσαι ο Αρχιτης, ο φιλος του Δαβιδ, ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ζητω ο βασιλευς? ζητω ο βασιλευς.16 When David's friend Hushai the Archite came to Absalom, he said to him: "Long live the king! Long live the king!"
17 Ο δε Αβεσσαλωμ ειπε προς τον Χουσαι, τουτο ειναι το ελεος σου προς τον φιλον σου; δια τι δεν υπηγες μετα του φιλου σου;17 But Absalom asked Hushai: "Is this your devotion to your friend? Why did you not go with your friend?"
18 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Ουχι? αλλ' εκεινου, τον οποιον εξελεξεν ο Κυριος και ουτος ο λαος και παντες οι ανδρες Ισραηλ, τουτου θελω εισθαι και μετα τουτου θελω κατοικει?18 Hushai replied to Absalom: "On the contrary, I am his whom the LORD and all this people and all Israel have chosen, and with him I will stay.
19 και επειτα, ποιον θελω δουλευει εγω; ουχι εμπροσθεν του υιου αυτου; καθως εδουλευσα εμπροσθεν του πατρος σου, ουτω θελω εισθαι εμπροσθεν σου.19 Furthermore, as I was in attendance upon your father, so will I be before you. Whom should I serve, if not his son?"
20 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Αχιτοφελ, Συμβουλευθητε μεταξυ σας τι θελομεν καμει.20 Then Absalom said to Ahithophel, "Offer your counsel on what we should do."
21 Και ειπεν ο Αχιτοφελ προς τον Αβεσσαλωμ, Εισελθε εις τας παλλακας του πατρος σου, τας οποιας αφηκε δια να φυλαττωσι τον οικον? και θελει ακουσει πας ο Ισραηλ, οτι εγεινες μισητος εις τον πατερα σου? και θελουσιν ενδυναμωθη αι χειρες παντων των μετα σου.21 Ahithophel replied to Absalom: "Have relations with your father's concubines, whom he left behind to take care of the palace. When all Israel hears how odious you have made yourself to your father, all your partisans will take courage."
22 Εστησαν λοιπον εις τον Αβεσσαλωμ σκηνην επι του δωματος, και εισηλθεν ο Αβεσσαλωμ εις τας παλλακας του πατρος αυτου, ενωπιον παντος του Ισραηλ.22 So a tent was pitched on the roof for Absalom, and he visited his father's concubines in view of all Israel.
23 Και η συμβουλη του Αχιτοφελ, την οποιαν εδιδε κατ' εκεινας τας ημερας, ητο ως εαν τις ηθελε συμβουλευθη τον Θεον? ουτως ενομιζετο πασα συμβουλη του Αχιτοφελ και εις τον Δαβιδ και εις τον Αβεσσαλωμ.23 Now the counsel given by Ahithophel at that time was as though one had sought divine revelation. Such was all his counsel both to David and to Absalom.