Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 12


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και απεστειλεν ο Κυριος τον Ναθαν προς τον Δαβιδ. Και ηλθε προς αυτον και ειπε προς αυτον, Ησαν δυο ανδρες εν πολει τινι, ο εις πλουσιος, ο δε αλλος πτωχος.1 Yahvé envoya donc à David le prophète Nathan. Il entra et lui dit: “Il y avait dans une ville deux hommes, l’un était riche, l’autre était pauvre.
2 Ο πλουσιος ειχε ποιμνια και βουκολια πολλα σφοδρα?2 Le riche avait beaucoup de petit et de gros bétail,
3 ο δε πτωχος δεν ειχεν αλλο, ειμη μιαν μικραν αμναδα, την οποιαν ηγορασε και εθρεψε? και εμεγαλωσε μετ' αυτου και μετα των τεκνων αυτου ομου? απο του αρτου αυτου ετρωγε, και απο του ποτηριου αυτου επινε, και εν τω κολπω αυτου εκοιματο, και ητο εις αυτον ως θυγατηρ.3 le pauvre n’avait qu’une seule brebis qu’il avait achetée. Il la nourrissait, elle grandissait à côté de lui avec ses fils, elle mangeait de son pain, buvait dans sa coupe et dormait sur son sein: elle était pour lui comme une fille.
4 Ηλθε δε τις διαβατης προς τον πλουσιον και εφειδωλευθη να λαβη εκ των ποιμνιων αυτου και εκ των αγελων αυτου, δια να ετοιμαση εις τον οδοιπορον τον ελθοντα προς αυτον, και ελαβε την αμναδα του πτωχου και ητοιμασεν αυτην δια τον ανθρωπον τον ελθοντα προς αυτον.4 “Un jour l’homme riche reçut une visite. Comme il ne voulait pas prendre sur son petit ou sur son gros bétail pour préparer un repas au voyageur qui lui arrivait, il vola la brebis du pauvre et la prépara pour son visiteur.”
5 Και εξηφθη η οργη του Δαβιδ κατα του ανθρωπου σφοδρα? και ειπε προς τον Ναθαν, Ζη Κυριος, αξιος θανατου ειναι ο ανθρωπος, οστις επραξε τουτο?5 David entra dans une grande colère contre cet homme et dit à Nathan: “Aussi vrai que Yahvé est vivant, l’homme qui a fait cela mérite la mort.
6 και θελει πληρωσει την αμναδα τετραπλασιον, επειδη επραξε το πραγμα τουτο και επειδη δεν εσπλαγχνισθη.6 Il remboursera quatre fois la brebis pour avoir commis une telle action et n’avoir pas eu de pitié.”
7 Και ειπεν ο Ναθαν προς τον Δαβιδ, Συ εισαι ο ανθρωπος? ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Εγω σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ, και εγω σε ηλευθερωσα εκ χειρος του Σαουλ?7 Alors Nathan dit à David: “Cet homme, c’est toi! “Voici ce que dit Yahvé, le Dieu d’Israël: Je t’avais consacré comme roi d’Israël, je t’avais délivré de la main de Saül,
8 και εδωκα εις σε τον οικον του κυριου σου και τας γυναικας του κυριου σου εις τον κολπον σου, και εδωκα εις σε τον οικον του Ισραηλ και του Ιουδα? και εαν τουτο ητο ολιγον, ηθελον προσθεσει εις σε τοιαυτα και τοιαυτα?8 je t’avais donné la maison de ton seigneur et les femmes de ton seigneur, je t’avais donné la maison d’Israël et celle de Juda, et si ce n’était pas assez, j’aurais fait encore bien plus.
9 δια τι κατεφρονησας τον λογον του Κυριου, ωστε να πραξης το κακον εις τους οφθαλμους αυτου; Ουριαν τον Χετταιον επαταξας εν ρομφαια, και την γυναικα αυτου ελαβες εις σεαυτον γυναικα, και αυτον εθανατωσας εν τη ρομφαια των υιων Αμμων?9 Pourquoi donc as-tu méprisé la parole de Yahvé? Pourquoi as-tu fait cette chose si mauvaise à ses yeux, de frapper par l’épée Urie le Hittite? Tu as pris pour toi sa femme, et lui, tu l’as tué par l’épée des Ammonites.
10 τωρα λοιπον δεν θελει αποσυρθη ποτε ρομφαια εκ του οικου σου? επειδη με κατεφρονησας και ελαβες την γυναικα Ουριου του Χετταιου, δια να ηναι γυνη σου.10 Pour cela, l’épée désormais ne s’écartera plus de ta maison, parce que tu m’as méprisé et que tu as pris la femme d’Urie le Hittite pour en faire ta propre femme.
11 Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελω επεγειρει εναντιον σου κακα εκ του οικου σου, και θελω λαβει τας γυναικας σου εμπροσθεν των οφθαλμων σου και δωσει αυτας εις τον πλησιον σου, και θελει κοιμηθη μετα των γυναικων σου ενωπιον του ηλιου τουτου?11 “Voici ce que dit Yahvé: De ta propre maison, je ferai venir sur toi le malheur, je prendrai tes femmes sous tes yeux, et je les donnerai à ton prochain, il couchera avec tes femmes à la vue du soleil.
12 διοτι συ επραξας κρυφιως? αλλ' εγω θελω καμει τουτο το πραγμα εμπροσθεν παντος του Ισραηλ και κατεναντι του ηλιου.12 Toi, tu as agi dans le secret, mais moi, j’accomplirai cela à la face de tout Israël, à la face du soleil.”
13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ναθαν, Ημαρτησα εις τον Κυριον. Ο δε Ναθαν ειπε προς τον Δαβιδ, Και ο Κυριος παρεβλεψε το αμαρτημα σου? δεν θελεις αποθανει?13 David répondit à Nathan: “J’ai péché contre Yahvé!” Nathan dit alors à David: “Voici que Yahvé efface ton péché, tu ne mourras pas.
14 επειδη ομως δια ταυτης της πραξεως εδωκας μεγαλην αφορμην εις τους εχθρους του Κυριου να βλασφημωσι, δια τουτο το παιδιον το γεννηθεν εις σε εξαπαντος θελει αποθανει.14 Cependant, parce que tu as méprisé Yahvé dans cette affaire, le fils qui t’est né mourra.”
15 Και απηλθεν ο Ναθαν εις τον οικον αυτου. Ο δε Κυριος επαταξε το παιδιον, το οποιον εγεννησεν η γυνη του Ουριου εις τον Δαβιδ, και ηρρωστησε.15 Dans le même temps où Nathan s’en retournait chez lui, Yahvé frappa l’enfant que la femme d’Urie avait donné à David: il tomba malade.
16 Και ικετευσεν ο Δαβιδ τον Θεον υπερ του παιδιου? και ενηστευσεν ο Δαβιδ και εισελθων διενυκτερευσε, κοιτομενος κατα γης.16 David supplia Dieu pour son garçon, il refusa toute nourriture et, quand il rentra chez lui, il dormit sur le sol.
17 Και εσηκωθησαν οι πρεσβυτεροι του οικου αυτου, και ηλθον προς αυτον δια να σηκωσωσιν αυτον απο της γης? πλην δεν ηθελησεν ουδε εφαγεν αρτον μετ' αυτων.17 Les anciens de sa maison insistèrent auprès de lui pour qu’il se lève, mais il refusa et ne prit aucune nourriture avec eux.
18 Και την ημεραν την εβδομην απεθανε το παιδιον. Και εφοβηθησαν οι δουλοι του Δαβιδ να αναγγειλωσι προς αυτον οτι το παιδιον απεθανε? διοτι ελεγον, Ιδου, ενω εζη ετι το παιδιον, ελαλουμεν προς αυτον, και δεν εισηκουε της φωνης ημων? ποσον λοιπον κακον θελει καμει, εαν ειπωμεν προς αυτον οτι το παιδιον απεθανεν;18 Le septième jour l’enfant mourut. Les serviteurs de David n’osaient pas lui annoncer la nouvelle, ils se disaient: “Lorsque l’enfant était encore en vie, nous lui avons parlé et il refusait de nous entendre. Que fera-t-il lorsque nous lui annoncerons que l’enfant est mort?”
19 Αλλ' ιδων ο Δαβιδ οτι οι δουλοι αυτου εψιθυριζον μετ' αλληλων, ενοησεν ο Δαβιδ οτι το παιδιον απεθανεν? οθεν ειπεν ο Δαβιδ προς τους δουλους αυτου, Απεθανε το παιδιον; οι δε ειπον, Απεθανε.19 David s’aperçut que ses serviteurs chuchotaient entre eux: il comprit que l’enfant était mort et il dit à ses serviteurs: “L’enfant est donc mort?” Ils répondirent: “Oui, il est mort.”
20 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ απο της γης και ελουσθη και ηλειφθη και ηλλαξε τα ιματια αυτου, και εισηλθεν εις τον οικον του Κυριου, και προσεκυνησεν? επειτα εισηλθεν εις τον οικον αυτου? και εζητησε να φαγη και εβαλον εμπροσθεν αυτου αρτον, και εφαγεν.20 Alors David se leva, se baigna, se parfuma et changea de vêtements. Il entra dans la Maison de Yahvé où il se prosterna, puis il revint chez lui et demanda qu’on lui serve un repas: il mangea.
21 Οι δε δουλοι αυτου ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; ενηστευες και εκλαιες περι του παιδιου, ενω εζη? αφου δε απεθανε το παιδιον, εσηκωθης και εφαγες αρτον.21 Ses serviteurs lui dirent: “Que fais-tu là? Lorsque l’enfant était vivant, tu jeûnais, tu pleurais, et maintenant que l’enfant est mort, tu te lèves et tu manges.”
22 Και ειπεν, Ενω ετι εζη το παιδιον, ενηστευσα και εκλαυσα, διοτι ειπα, Τις εξευρει; ισως ο Θεος με ελεηση, και ζηση το παιδιον?22 Il répondit: “Lorsque l’enfant était encore en vie, je jeûnais et je pleurais. Je me disais: Qui sait? Peut-être Yahvé aura-t-il pitié de moi et guérira-t-il l’enfant.
23 αλλα τωρα απεθανε? δια τι να νηστευω; μηπως δυναμαι να επιστρεψω αυτο παλιν; εγω θελω υπαγει προς αυτο, αυτο ομως δεν θελει αναστρεψει προς εμε.23 Mais s’il est mort, pourquoi jeûner? Est-ce que je peux le faire revenir? C’est moi qui m’en irai vers lui, lui ne reviendra pas vers moi.”
24 Και παρηγορησεν ο Δαβιδ την Βηθ-σαβεε την γυναικα αυτου, και εισηλθε προς αυτην και εκοιμηθη μετ' αυτης, και εγεννησεν υιον, και εκαλεσε το ονομα αυτου Σολομων? και ο Κυριος ηγαπησεν αυτον.24 David consola sa femme Bethsabée, il alla la voir et coucha avec elle. Elle conçut et enfanta un fils auquel elle donna le nom de Salomon. Yahvé aima cet enfant,
25 Και εστειλε δια χειρος Ναθαν του προφητου, και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιεδιδια, δια τον Κυριον.25 il le fit savoir par le prophète Nathan qui le nomma Yédidya, comme Yahvé le demandait.
26 Ο δε Ιωαβ επολεμησεν εναντιον της Ραββα των υιων Αμμων, και εκυριευσε την βασιλικην πολιν.26 Joab attaqua Rabba des Ammonites et s’empara de cette ville royale,
27 Και απεστειλεν ο Ιωαβ μηνυτας προς τον Δαβιδ και ειπεν, Επολεμησα εναντιον της Ραββα, μαλιστα εκυριευσα την πολιν των υδατων?27 puis il envoya des messagers pour dire à David: “J’ai attaqué Rabba, je me suis même emparé de la ville basse.
28 τωρα λοιπον συναξον το επιλοιπον του λαου, και στρατοπεδευσον εναντιον της πολεως και κυριευσον αυτην, δια να μη κυριευσω εγω την πολιν, και ονομασθη το ονομα μου επ' αυτην.28 Il est temps que tu rassembles le reste du peuple. Viens toi-même camper face à la ville et t’en emparer, ou sinon c’est moi qui vais la prendre et on l’appellera de mon nom.”
29 Και συνηθροισεν ο Δαβιδ παντα τον λαον, και υπηγεν εις Ραββα και επολεμησεν εναντιον αυτης και εκυριευσεν αυτην?29 David rassembla donc tout le peuple et partit pour Rabba; il attaqua la ville et s’en empara.
30 και ελαβε τον στεφανον του βασιλεως αυτων απο της κεφαλης αυτου, το βαρος του οποιου ητο εν ταλαντον χρυσιου με λιθους πολυτιμους? και ετεθη επι της κεφαλης του Δαβιδ? και λαφυρα της πολεως εξεφερε πολλα σφοδρα?30 Il enleva au dieu Milkom sa couronne qui pesait un talent d’or; elle portait une pierre précieuse qui se retrouva bientôt sur la tête de David. Il emporta un énorme butin.
31 και τον λαον τον εν αυτη εξηγαγε και εβαλεν υπο πριονας και υπο τριβολους σιδηρους και υπο πελεκεις σιδηρους, και επερασεν αυτους δια της καμινου των πλινθων. Και ουτως εκαμεν εις πασας τας πολεις των υιων Αμμων. Τοτε επεστρεψεν ο Δαβιδ και πας ο λαος εις Ιερουσαλημ.31 Puis on déporta tous les habitants de la ville, on les mit à manier la scie, le pic ou la hache et on les employa au travail des briques. David fit ainsi pour toutes les villes des Ammonites, puis il retourna à Jérusalem avec toute l’armée.