Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 8


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ενεθυμηθη ο Θεος τον Νωε, και παντα τα ζωα, και παντα τα κτηνη, τα μετ' αυτου εν τη κιβωτω? και διεβιβασεν ο Θεος ανεμον επι την γην, και τα υδατα εσταθησαν.1 Ekkor megemlékezett Isten Noéról, s minden állatról és minden baromról, amely vele volt a bárkában. Szelet támasztott a földön, és a vizek apadni kezdtek.
2 Και εκλεισθησαν αι πηγαι της αβυσσου, και οι καταρρακται του ουρανου, και εκρατηθη ο υετος απο των ουρανων.2 Bezárultak a mélység forrásai és az ég zsilipjei, s megszűnt az eső az égből.
3 Και εσυροντο τα υδατα απο της γης κατα συνεχειαν? και ωλιγοστευον τα υδατα μετα τας εκατον πεντηκοντα ημερας.3 A vizek visszahúzódtak a földről, folytak visszafelé, és százötven nap múlva apadni kezdtek.
4 Και εκαθισεν η κιβωτος την δεκατην εβδομην του εβδομου μηνος επι των ορεων Αραρατ.4 A hetedik hónapban, a hónap tizenhetedik napján megállapodott a bárka Ararát hegyein.
5 Τα δε υδατα ωλιγοστευον κατα συνεχειαν εως του δεκατου μηνος? την πρωτην του δεκατου μηνος εφανησαν αι κορυφαι των ορεων.5 A vizek pedig egyre apadtak a tizedik hónapig: s a tizedik hónapban a hónap első napján előtűntek a hegyek ormai.
6 Και μετα τεσσαρακοντα ημερας ηνοιξεν ο Νωε την θυριδα της κιβωτου, την οποιαν ειχε καμει?6 Amikor aztán még negyven nap elmúlt, kinyitotta Noé a bárka ablakát, amelyet készített, és kibocsátotta a hollót;
7 και απεστειλε τον κορακα, οστις εξελθων υπηγαινε και ηρχετο, εωσου εξηρανθησαν τα υδατα απο της γης.7 az ide-oda szállt, majd visszatért, mert a vizek még nem száradtak fel a földön.
8 Και απεστειλε την περιστεραν κατοπιν αυτου, δια να ιδη αν επαυσαν τα υδατα απο προσωπου της γης?8 Ez után kibocsátotta a galambot is, hogy lássa, megszűntek-e már a vizek a föld színén.
9 και μη ευρισκουσα η περιστερα αναπαυσιν των ποδων αυτης, επεστρεψε προς αυτον εις την κιβωτον, διοτι τα υδατα ησαν επι του προσωπου πασης της γης? και εκτεινας την χειρα αυτου, επιασεν αυτην και εισηγαγεν αυτην προς εαυτον εις την κιβωτον.9 De az, mivel nem talált helyet, ahol megpihenhetett volna a lába, visszatért hozzá a bárkára – ugyanis víz volt még az egész földön. – Erre ő kinyújtotta a kezét, megfogta, és bevette a bárkába.
10 Και ανεμεινεν ετι αλλας επτα ημερας, και παλιν απεστειλε την περιστεραν εκ της κιβωτου?10 Ezután várt még másik hét napig, s akkor újra kibocsátotta a galambot a bárkából.
11 και επεστρεψε προς αυτον η περιστερα προς το εσπερας, και ιδου, ητο εν τω στοματι αυτης φυλλον ελαιας, απεσπασμενον? και εγνωρισεν ο Νωε οτι επαυσαν τα υδατα απο της γης.11 Az pedig estefelé visszatért hozzá, és zöld levelű olajfagallyat hozott a csőrében. Noé megértette, hogy megszűnt a víz a földön,
12 Και ανεμεινεν ετι αλλας επτα ημερας, και απεστειλε την περιστεραν? και δεν επανεστρεψε πλεον προς αυτον.12 de várt még másik hét napig, aztán kibocsátotta a galambot, és az többé nem tért vissza hozzá.
13 Κατα δε το εξακοσιοστον πρωτον ετος του Νωε, την πρωτην του πρωτου μηνος, εξελιπον τα υδατα απο της γης? και εσηκωσεν ο Νωε την στεγην της κιβωτου, και ειδε, και ιδου, εξελιπε το υδωρ απο προσωπου της γης.13 Így tehát, Noé hatszázegyedik esztendejében, az első hónapban, a hónap első napján leapadtak a vizek a földön. Noé kinyitotta a bárka fedelét, kitekintett, és látta, hogy megszáradt a föld színe.
14 Και την εικοστην εβδομην ημεραν του δευτερου μηνος εξηρανθη η γη?14 A második hónapra, a hónap huszonhetedik napjára megszáradt a föld.
15 και ελαλησεν ο Θεος προς τον Νωε, λεγων,15 Ekkor Isten így szólt Noéhoz:
16 Εξελθε εκ της κιβωτου, συ, και η γυνη σου, και οι υιοι σου, και αι γυναικες των υιων σου μετα σου?16 »Szállj ki a bárkából, te és veled a feleséged, fiaid és a fiaid feleségei!
17 παντα τα ζωα τα μετα σου, απο πασης σαρκος, και πτηνα και κτηνη και παν ερπετον ερπον επι της γης, εξαγαγε μετα σου, και ας πολυπλασιασθωσιν επι της γης, και ας αυξηνθωσι και ας πληθυνθωσιν επι της γης.17 Hozd ki magaddal az összes állatot, amely veled van, minden testet, szárnyast, lábasjószágot, és minden csúszómászót, amely nyüzsög a földön! Járjatok-keljetek a földön: szaporodjatok és sokasodjatok rajta!«
18 Και εξηλθεν ο Νωε, και οι υιοι αυτου, και η γυνη αυτου, και αι γυναικες των υιων αυτου μετ' αυτου?18 Kiszállt tehát Noé és vele fiai, a felesége és fiainak a feleségei,
19 παντα τα ζωα, παντα τα ερπετα και παντα τα πτηνα, παν ο, τι κινειται επι της γης, κατα τα ειδη αυτων, εξηλθον εκ της κιβωτου.19 és kijött a bárkából valamennyi állat, lábasjószág és csúszómászó, amely nyüzsög a földön, faja szerint.
20 Και ωκοδομησεν ο Νωε θυσιαστηριον εις τον Κυριον? και ελαβεν απο παντος κτηνους καθαρου, και απο παντος πτηνου καθαρου, και προσεφερεν ολοκαυτωματα επι του θυσιαστηριου.20 Ekkor Noé oltárt épített az Úrnak, vett minden tiszta állatból és madárból, és egészen elégő áldozatokat mutatott be az oltáron.
21 Και ωσφρανθη Κυριος οσμην ευωδιας? και ειπε Κυριος εν τη καρδια αυτου, Δεν θελω καταρασθη πλεον την γην εξ αιτιας του ανθρωπου? διοτι ο λογισμος της καρδιας του ανθρωπου ειναι κακος εκ νηπιοτητος αυτου? ουδε θελω παταξει πλεον παντα τα ζωντα, καθως εκαμον?21 Az Úr megérezte a kedves illatot, és szívében azt mondta az Úr: »Nem átkozom meg többé a földet az ember miatt: mert az emberi szív gondolata ifjúságától fogva hajlik a rosszra. Nem sújtom többé az összes élőlényt úgy, ahogy tettem.
22 εν οσω μενει γη, σπορα και θερισμος, και ψυχος και καυμα, και θερος και χειμων, και ημερα και νυξ, δεν θελουσι παυσει.22 Amíg tartanak a föld napjai, meg nem szűnik többé a vetés és az aratás, a hideg és a meleg, a nyár és a tél, az éjszaka és a nappal.«