Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 43


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Η δε πεινα επεβαρυνεν επι την γην.1 Mais la famine pesait sur le pays
2 Και αφου ετελειωσαν τρωγοντες τον σιτον, τον οποιον εφεραν εξ Αιγυπτου, ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.2 et lorsqu'ils eurent achevé de manger le grain qu'ils avaient apporté d'Egypte, leur père leur dit:"Retournez et achetez-nous un peu de vivres."
3 Και ειπε προς αυτον ο Ιουδας λεγων, Εντονως διεμαρτυρηθη προς ημας ο ανθρωπος λεγων, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν δεν ηναι μεθ' υμων ο αδελφος υμων.3 Juda lui répondit: "Cet homme nous a expressément avertis:Vous ne serez pas admis en maprésence à moins que votre frère ne soit avec vous.
4 Εαν λοιπον αποστειλης τον αδελφον ημων μεθ' ημων, θελομεν καταβη και θελομεν σοι αγορασει τροφας?4 Si tu es prêt à laisser notre frère avec nous, nous descendrons et t'achèterons des vivres,
5 αλλ' εαν δεν αποστειλης αυτον, δεν θελομεν καταβη? διοτι ο ανθρωπος ειπε προς ημας, Δεν θελετε ιδει το προσωπον μου, εαν ο αδελφος υμων δεν ηναι μεθ' υμων.5 mais si tu ne le laisses pas partir, nous ne descendrons pas, car cet homme nous a dit: Vous neserez pas admis en ma présence à moins que votre frère ne soit avec vous."
6 Ειπε δε ο Ισραηλ, Δια τι με εκακοποιησατε, φανερονοντες προς τον ανθρωπον οτι εχετε αλλον αδελφον;
7 Οι δε ειπον, Ο ανθρωπος ηρωτησεν ημας ακριβως περι ημων και περι της συγγενειας ημων λεγων, Ο πατηρ σας ετι ζη; εχετε αλλον αδελφον; Και απεκριθημεν προς αυτον κατα την ερωτησιν ταυτην? ηδυναμεθα να εξευρωμεν οτι ηθελεν ειπει, Φερετε τον αδελφον σας;7 "C'est, répondirent-ils, que l'homme s'est enquis de nous et de notre famille en demandant: Votrepère est-il encore vivant, avez-vous un frère? Et nous l'avons informé en conséquence. Pouvions-nous savoirqu'il dirait: Amenez votre frère?"
8 Και ειπεν ο Ιουδας προς Ισραηλ τον πατερα αυτου, Αποστειλον το παιδαριον μετ' εμου, και σηκωθεντες ας υπαγωμεν, δια να ζησωμεν και να μη αποθανωμεν και ημεις και συ και αι οικογενειαι ημων?8 Alors Juda dit à son père Israël: "Laisse aller l'enfant avec moi. Allons, mettons-nous en route pourque nous conservions la vie et ne mourions pas, nous-mêmes avec toi et les personnes à notre charge.
9 εγω εγγυωμαι περι αυτου? εκ της χειρος μου ζητησον αυτον? εαν δεν φερω αυτον προς σε και στησω αυτον εμπροσθεν σου, τοτε ας ημαι διαπαντος υπευθυνος προς σε?9 Je me porte garant pour lui et tu m'en demanderas compte: s'il m'arrive de ne pas te le ramener etde ne pas le remettre devant tes yeux, j'en porterai la faute pendant toute ma vie.
10 επειδη, εαν δεν εβραδυνομεν, βεβαια εως τωρα δευτεραν ταυτην φοραν ηθελομεν επιστρεψει.10 Si nous n'avions pas tant tardé, nous serions déjà revenus pour la seconde fois!"
11 Και ειπε προς αυτους Ισραηλ ο πατηρ αυτων, Εαν ουτω πρεπη να γεινη, καμετε λοιπον τουτο? λαβετε εις τα αγγεια σας εκ των καλητερων καρπων της γης και φερετε δωρα προς τον ανθρωπον, ολιγον βαλσαμον και ολιγον μελι, αρωματα και μυρον, πιστακια και αμυγδαλα?11 Alors leur père Israël leur dit: "Puisqu'il le faut, faites donc ceci: dans vos bagages prenez desmeilleurs produits du pays pour les apporter en présent à cet homme, un peu de baume et un peu de miel, de lagomme adragante et du ladanum, des pistaches et des amandes.
12 και λαβετε διπλασιον αργυριον εις τας χειρας σας? και το αργυριον το επιστραφεν εν τω στοματι των σακκιων σας φερετε παλιν εις τας χειρας σας? ισως εγεινε κατα λαθος?12 Prenez avec vous une seconde somme d'argent et rapportez l'argent qui a été remis à l'entrée devos sacs à blé: c'était peut-être une méprise.
13 και τον αδελφον σας λαβετε και σηκωθεντες επιστρεψατε προς τον ανθρωπον?13 Prenez votre frère et partez, retournez auprès de cet homme.
14 και ο Θεος ο Παντοδυναμος να σας δωση χαριν εμπροσθεν του ανθρωπου, δια να αποστειλη με σας τον αλλον σας αδελφον και τον Βενιαμιν? και εγω, αν ηναι να ατεκνωθω, ας ατεκνωθω.14 Qu'El Shaddaï vous fasse trouver miséricorde auprès de cet homme et qu'il vous laisse ramenervotre autre frère et Benjamin. Pour moi, que je perde mes enfants si je dois les perdre!"
15 Λαβοντες δε οι ανθρωποι τα δωρα ταυτα, ελαβον και αργυριον διπλασιον εις τας χειρας αυτων και τον Βενιαμιν? και σηκωθεντες κατεβησαν εις Αιγυπτον και παρεσταθησαν εμπροσθεν του Ιωσηφ.15 Nos gens prirent donc ce présent, le double d'argent avec eux, et Benjamin; ils partirent etdescendirent en Egypte et ils se présentèrent devant Joseph.
16 Και οτε ειδεν ο Ιωσηφ τον Βενιαμιν μετ' αυτων, ειπε προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Φερε τους ανθρωπους εις την οικιαν και σφαξον σφακτον και ετοιμασον, διοτι μετ' εμου θελουσι φαγει οι ανθρωποι το μεσημεριον.16 Quand Joseph les vit avec Benjamin, il dit à son intendant:"Conduis ces gens à la maison, abatsune bête et apprête-là, car ces gens mangeront avec moi à midi."
17 Και επραξεν ο ανθρωπος καθως ελαλησεν ο Ιωσηφ? και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ.17 L'homme fit comme Joseph avait commandé et conduisit nos gens à la maison de Joseph.
18 Και εφοβηθησαν οι ανθρωποι, διοτι εισηχθησαν εις την οικιαν του Ιωσηφ? και ειπον, δια το αργυριον το επιστραφεν εις τα σακκια ημων την πρωτην φοραν ημεις εισαγομεθα, δια να ευρη αφορμην εναντιον ημων και να επιπεση εφ' ημας και να λαβη ημας δουλους και τους ονους ημων.18 Nos gens eurent peur parce qu'on les conduisait à la maison de Joseph et ils dirent: "C'est à causede l'argent qui s'est retrouvé la première fois dans nos sacs à blé qu'on nous emmène: on va nous assaillir, tombersur nous et nous prendre pour esclaves, avec nos ânes."
19 Και προσελθοντες προς τον ανθρωπον τον επιστατην της οικιας του Ιωσηφ, ελαλησαν προς αυτον εν τη πυλη της οικιας?19 Ils s'approchèrent de l'intendant de Joseph et lui parlèrent à l'entrée de la maison:
20 και ειπον, Δεομεθα, κυριε? κατεβημεν την πρωτην φοραν δια να αγορασωμεν τροφας?20 "Pardon, Monseigneur! dirent-ils, nous sommes descendus une première fois pour acheter desvivres
21 και οτε ηλθομεν εις το καταλυμα, ηνοιξαμεν τα σακκια ημων και ιδου, εκαστου το αργυριον ητο εν τω στοματι του σακκιου αυτου, το αργυριον ημων σωστον? οθεν εφεραμεν αυτο οπισω εις τας χειρας ημων?21 et, lorsque nous sommes arrivés au campement pour la nuit et que nous avons ouvert nos sacs àblé, voici que l'argent de chacun se trouvait à l'entrée de son sac, notre argent bien compté, et nous le rapportonsavec nous.
22 εφεραμεν και αλλο αργυριον εις τας χειρας ημων, δια να αγορασωμεν τροφας? δεν εξευρομεν τις εβαλε το αργυριον ημων εις τα σακκια ημων.22 Nous avons apporté une autre somme pour acheter des vivres. Nous ne savons pas qui a mis notreargent dans nos sacs à blé."
23 Ο δε ειπεν, Ειρηνη εις εσας? μη φοβεισθε? ο Θεος σας και ο Θεος του πατρος σας, εδωκεν εις εσας θησαυρον εις τα σακκια σας? το αργυριον σας ηλθεν εις εμε. Και εξηγαγε προς αυτους τον Συμεων.23 Mais il répondit: "Soyez en paix et n'ayez pas peur! C'est votre Dieu et le Dieu de votre père quivous a mis un trésor dans vos sacs à blé; votre argent m'est bien parvenu" et il leur amena Siméon.
24 Και ο ανθρωπος εισηγαγε τους ανθρωπους εις την οικιαν του Ιωσηφ και εδωκεν υδωρ και ενιψαν τους ποδας αυτων? και εδωκε τροφην εις τους ονους αυτων.24 L'homme introduisit nos gens dans la maison de Joseph, il leur apporta de l'eau pour qu'ils selavent les pieds et il donna du fourrage à leurs ânes.
25 Οι δε ητοιμασαν τα δωρα, εωσου ελθη ο Ιωσηφ το μεσημεριον? διοτι ηκουσαν οτι εκει μελλουσι να φαγωσιν αρτον.25 Ils disposèrent le présent en attendant que Joseph vienne pour midi, car ils avaient appris qu'ilsprendraient là leur repas.
26 Και οτε ηλθεν ο Ιωσηφ εις την οικιαν, προσεφεραν εις αυτον τα δωρα τα εις τας χειρας αυτων εν τη οικια και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.26 Quand Joseph rentra à la maison, ils lui offrirent le présent qu'ils avaient avec eux et seprosternèrent à terre.
27 Και ηρωτησεν αυτους περι της υγιειας αυτων? και ειπεν, Υγιαινει ο πατηρ σας, ο γερων περι του οποιου μοι ειπετε; ετι ζη;27 Mais il les salua amicalement et demanda: "Comment se porte votre vieux père dont vous m'avezparlé, est-il encore envie?"
28 Οι δε ειπον, Υγιαινει ο δουλος σου ο πατηρ ημων? ετι ζη. Και κυψαντες προσεκυνησαν.28 Ils répondirent: "Ton serviteur, notre père, se porte bien, il est encore en vie" et ilss'agenouillèrent et se prosternèrent.
29 Υψωσας δε τους οφθαλμους αυτου ειδε τον Βενιαμιν τον αδελφον αυτου τον ομομητριον και ειπεν, Ουτος ειναι ο αδελφος σας ο νεωτερος, περι του οποιου μοι ειπετε; Και ειπεν, Ο Θεος να σε ελεηση, τεκνον μου.29 Levant les yeux, Joseph vit son frère Benjamin, le fils de sa mère, et demanda: "Est-ce là votreplus jeune frère, dont vous m'avez parlé?" Et s'adressant à lui: "Que Dieu te fasse grâce, mon fils."
30 Και εσπευσε να αποσυρθη ο Ιωσηφ? διοτι συνεταραττοντο τα σπλαγχνα αυτου δια τον αδελφον αυτου? και εζητει τοπον να κλαυση? εισελθων δε εις το ταμειον, εκλαυσεν εκει.30 Et Joseph se hâta de sortir, car ses entrailles s'étaient émues pour son frère et les larmes luivenaient aux yeux: il entra dans sa chambre et là, il pleura.
31 Επειτα νιψας το προσωπον αυτου εξηλθε, και συγκρατων εαυτον ειπε, Βαλετε αρτον.31 S'étant lavé le visage, il revint et, se contenant, il ordonna: "Servez le repas."
32 Και εβαλον χωριστα δι' αυτον και χωριστα δι' εκεινους και δια τους Αιγυπτιους, τους συντρωγοντας μετ' αυτου, χωριστα? διοτι οι Αιγυπτιοι δεν ηδυναντο να συμφαγωσιν αρτον μετα των Εβραιων, επειδη τουτο ειναι βδελυγμα εις τους Αιγυπτιους.32 On le servit à part, eux à part et à part aussi les Egyptiens qui mangeaient chez lui, car lesEgyptiens ne peuvent pas prendre leurs repas avec les Hébreux: ils ont cela en horreur.
33 Εκαθισαν λοιπον εμπροσθεν αυτου, ο πρωτοτοκος κατα την πρωτοτοκιαν αυτου και ο νεωτερος κατα την νεοτητα αυτου? και εθαυμαζον οι ανθρωποι προς αλληλους.33 Ils étaient placés en face de lui, chacun à son rang, de l'aîné au plus jeune, et nos gens seregardaient avec étonnement.
34 Λαβων δε απ' εμπροσθεν αυτου μεριδια εστειλε προς αυτους? το μεριδιον ομως του Βενιαμιν ητο πενταπλασιως μεγαλητερον παρα εκαστου αυτων. Και επιον και ευφρανθησαν μετ' αυτου.34 Mais lui leur fit porter, de son plat, des portions d'honneur, et la portion de Benjamin surpassaitcinq fois celle de tous les autres. Avec lui ils burent et s'enivrèrent.