Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 38


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Και κατ' εκεινον τον καιρον κατεβη ο Ιουδας απο των αδελφων αυτου και ετραπη προς ανθρωπον τινα Οδολλαμιτην ονομαζομενον Ειρα.1 Il arriva, vers ce temps-là, que Juda se sépara de ses frères et se rendit chez un homme d'Adullamqui se nommait Hira.
2 Και ειδεν εκει ο Ιουδας την θυγατερα τινος Χαναναιου, ονομαζομενου Σουα? και ελαβεν αυτην και εισηλθε προς αυτην.2 Là, Juda vit la fille d'un Cananéen qui se nommait Shua, il la prit pour femme et s'unit à elle.
3 Η δε συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ηρ.3 Celle-ci conçut et enfanta un fils, qu'elle appela Er.
4 Συνελαβε δε παλιν και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Αυναν.4 De nouveau, elle conçut et enfanta un fils, qu'elle appela Onân.
5 Εγεννησε δε παλιν και αλλον υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηλα? ητο δε ο Ιουδας εν Χασβι, οτε εγεννησε τουτον.5 Encore une fois, elle enfanta un fils, qu'elle appela Shéla; elle se trouvait à Kezib quand elle luidonna naissance.
6 Και ελαβεν ο Ιουδας γυναικα εις τον Ηρ τον πρωτοτοκον αυτου, ονομαζομενην Θαμαρ.6 Juda prit une femme pour son premier-né Er; elle se nommait Tamar.
7 Ο Ηρ δε ο πρωτοτοκος του Ιουδα εσταθη κακος εμπροσθεν του Κυριου? και εθανατωσεν αυτον ο Κυριος.7 Mais Er, premier-né de Juda, déplut à Yahvé, qui le fit mourir.
8 Ειπε δε ο Ιουδας προς τον Αυναν? εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου, και νυμφευθητι αυτην, και αναστησον σπερμα εις τον αδελφον σου.8 Alors Juda dit à Onân: "Va vers la femme de ton frère, remplis avec elle ton devoir de beau-frère etassure une postérité à ton frère."
9 Αλλ' ο Αυναν ηξευρεν, οτι το σπερμα δεν ηθελεν εισθαι ιδικον του? δια τουτο, οτε εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου, εξεχυνεν επι την γην, δια να μη δωση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.9 Cependant Onân savait que la postérité ne serait pas sienne et, chaque fois qu'il s'unissait à lafemme de son frère, il laissait perdre à terre pour ne pas donner une postérité à son frère.
10 Και τουτο το οποιον επραττεν εφανη κακον εμπροσθεν του Κυριου? οθεν εθανατωσε και τουτον.10 Ce qu'il faisait déplut à Yahvé, qui le fit mourir lui aussi.
11 Και ειπεν ο Ιουδας προς την Θαμαρ την νυμφην αυτου, Καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου, εωσου Σηλα ο υιος μου γεινη μεγαλος? διοτι ελεγε, Μηπως αποθανη και ουτος, καθως οι αδελφοι αυτου. Υπηγε λοιπον η Θαμαρ και κατωκησεν εν τω οικω του πατρος αυτης.11 Alors Juda dit à sa belle-fille Tamar: "Retourne comme veuve chez ton père, en attendant quegrandisse mon fils Shéla." Il se disait: "Il ne faut pas que celui-là meure comme ses frères." Tamar s'en retournadonc chez son père.
12 Και μετα πολλας ημερας απεθανεν η θυγατηρ του Σουα, η γυνη του Ιουδα? και αφου παρηγορηθη ο Ιουδας, ανεβη προς τους κουρευτας των προβατων αυτου εις Θαμνα, αυτος και ο φιλος αυτου Ειρα ο Οδολλαμιτης.12 Bien des jours passèrent et la fille de Shua, la femme de Juda, mourut. Lorsque Juda fut consolé,il monta à Timna pour la tonte de ses brebis, lui et Hira, son ami d'Adullam.
13 Και ανηγγειλαν προς την Θαμαρ, λεγοντες, Ιδου, ο πενθερος σου αναβαινει εις Θαμνα δια να κουρευση τα προβατα αυτου.13 On avertit Tamar: "Voici, lui dit-on, que ton beau-père monte à Timna pour tondre ses brebis."
14 Η δε απεκδυθεισα τα ενδυματα της χηρειας αυτης, εσκεπασθη με καλυμμα και περιετυλιχθη και εκαθισε κατα την διοδον την εν τη οδω της Θαμνα? διοτι ειδεν οτι εγεινε μεγαλος ο Σηλα, και αυτη δεν εδοθη εις αυτον δια γυναικα.14 Alors, elle quitta ses vêtements de veuve, elle se couvrit d'un voile, s'enveloppa et s'assit à l'entréed'Enayim, qui est sur le chemin de Timna. Elle voyait bien que Shéla était devenu grand et qu'elle ne lui avaitpas été donnée pour femme.
15 Και οτε ειδεν αυτην ο Ιουδας, ενομισεν αυτην πορνην? διοτι ειχε κεκαλυμμενον το προσωπον αυτης.15 Juda l'aperçut et la prit pour une prostituée, car elle s'était voilé le visage.
16 Και κατα την οδον ετραπη προς αυτην, και ειπεν, Αφες με, παρακαλω, να εισελθω προς σε? διοτι δεν εγνωρισεν οτι ητο η νυμφη αυτου. Η δε ειπε, Τι θελεις μοι δωσει, δια να εισελθης προς εμε;16 Il se dirigea vers elle sur le chemin et dit: "Laisse, que j'aille avec toi!" Il ne savait pas que c'étaitsabelle-fille. Mais elle demanda: "Que me donneras-tu pour aller avec moi?"
17 Ο δε ειπεν, Εγω θελω σοι στειλει εριφιον αιγων εκ του ποιμνιου. Και εκεινη ειπε, Μοι διδεις ενεχυρον, εωσου να στειλης αυτο;17 Il répondit: "Je t'enverrai un chevreau du troupeau." Mais elle reprit: "Oui, si tu me donnes ungage en attendant que tu l'envoies!"
18 Ο δε ειπε, Τι ενεχυρον να σοι δωσω; Και εκεινη ειπε, την σφραγιδα σου και το περιδερραιον σου και την ραβδον σου την εν τη χειρι σου. Και εδωκεν αυτα εις αυτην και εισηλθε προς αυτην, και συνελαβεν εξ αυτου.18 Il demanda: "Quel gage te donnerai-je?" Et elle répondit: "Ton sceau et ton cordon et la canne quetu as à la main." Il les lui donna et alla avec elle, qui devint enceinte de lui.
19 Μετα ταυτα σηκωθεισα, ανεχωρησε και απεκδυθεισα το καλυμμα αυτης, ενεδυθη τα ενδυματα της χηρειας αυτης.19 Elle se leva, partit, enleva son voile et reprit ses vêtements de veuve.
20 Ο δε Ιουδας εστειλε το εριφιον των αιγων δια χειρος του φιλου αυτου του Οδολλαμιτου, δια να παραλαβη το ενεχυρον εκ της χειρος της γυναικος? πλην δεν ευρηκεν αυτην?20 Juda envoya le chevreau par l'intermédiaire de son ami d'Adullam, pour reprendre les gages desmains de la femme, mais celui-ci ne la retrouva pas.
21 και ηρωτησε τους ανθρωπους του τοπου αυτης, λεγων, Που ειναι η πορνη, ητις ητο κατα την διοδον επι της οδου; οι δε ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.21 Il demanda aux gens du lieu: "Où est cette prostituée qui était à Enayim, sur le chemin?" Mais ilsrépondirent: "Il n'y a jamais eu là de prostituée!"
22 Και επεστρεψε προς τον Ιουδαν και ειπε, Δεν ευρηκα αυτην? μαλιστα οι ανθρωποι του τοπου ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.22 Il revint donc auprès de Juda et dit: "Je ne l'ai pas retrouvée. Et même, les gens du lieu m'ont ditqu'il n'y avait jamais eu là de prostituée."
23 Και ειπεν ο Ιουδας, Ας εχη αυτα, δια να μη γεινωμεν ονειδος? ιδου, εγω εστειλα το εριφιον τουτο, συ ομως δεν ευρηκας αυτην.23 Juda reprit: "Qu'elle garde tout: il ne faut pas qu'on se moque de nous, mais j'ai bien envoyé lechevreau que voici, et toi, tu ne l'as pas retrouvée."
24 Και μετα τρεις μηνας περιπου, ανηγγειλαν προς τον Ιουδαν, λεγοντες, Θαμαρ η νυμφη σου επορνευθη, και μαλιστα, ιδου, ειναι εγκυος εκ πορνειας. Και ειπεν ο Ιουδας, Φερετε αυτην εξω και ας κατακαυθη.24 Environ trois mois après, on avertit Juda: "Ta belle-fille Tamar, lui dit-on, s'est prostituée, elle estmême enceinte par suite de son inconduite." Alors Juda ordonna: "Qu'elle soit amenée dehors et brûlée vive!"
25 Και οτε εφερετο εξω, απεστειλε προς τον πενθερον αυτης, λεγουσα, Εκ του ανθρωπου, του οποιου ειναι ταυτα, ειμαι εγγυος? και ειπεν ετι, Γνωρισον, παρακαλω, τινος ειναι η σφραγις και το περιδερραιον, και η ραβδος αυτη.25 Mais, comme on l'amenait, elle envoya dire à son beau-père:"C'est de l'homme à qui appartientcela que je suis enceinte. Reconnais donc, dit-elle, à qui appartient ce sceau, ce cordon et cette canne."
26 Και ο Ιουδας εγνωρισεν αυτα? και ειπεν, Αυτη ειναι δικαιοτερα εμου, διοτι δεν εδωκα αυτην εις τον Σηλα τον υιον μου. Και ετι πλεον δεν εγνωρισεν αυτην.26 Juda les reconnut et dit: "Elle est plus juste que moi. C'est qu'en effet je ne lui avait pas donnémon fils Shéla." Et il n'eut plus de rapports avec elle.
27 Και καθ' ον καιρον εμελλε να γεννηση, ιδου, διδυμα εν τη κοιλια αυτης.27 Lorsque vint le temps de ses couches, il apparut qu'elle avait dans son sein des jumeaux.
28 Και ενω εγεννα, το εν επροβαλεν εξω την χειρα? και η μαια λαβουσα, εδεσεν επι την χειρα αυτου νημα κοκκινον, λεγουσα, Ουτος εξηλθε πρωτος.28 Pendant l'accouchement, l'un d'eux tendit la main et la sage-femme la saisit et y attacha un filécarlate, en disant:"C'est celui-là qui est sorti le premier."
29 Και καθως εσυρεν οπισω την χειρα αυτου, ιδου, εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και αυτη ειπε, Ποιον χαλασμον εκαμες; επι σε ας ηναι ο χαλασμος? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Φαρες.29 Mais il advint qu'il retira sa main et ce fut son frère quisortit. Alors elle dit: "Comme tu t'es ouvertune brèche!" Eton l'appela Pérèç.
30 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου, οστις ειχε το κοκκινον νημα επι την χειρα αυτου? και εκαλεσθη το ονομα αυτου Ζαρα.30 Ensuite sortit son frère, qui avait le fil écarlate à la main, et on l'appela Zérah.