Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 26


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα.1 Amikor pedig éhínség támadt azon a földön – az után a szárazság után, amely Ábrahám napjaiban volt –, elment Izsák Abimelekhez, a filiszteusok királyához, Gerárba.
2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει?2 Megjelent ugyanis neki az Úr, és azt mondta: »Ne menj le Egyiptomba, hanem telepedjél meg azon a földön, amelyet majd mutatok neked,
3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου?3 és egy ideig maradj ott! Én pedig veled leszek, és megáldalak, mert neked és utódodnak fogom adni mindezeket az országokat, teljesítve azt az esküt, amelyet atyádnak, Ábrahámnak esküvel ígértem.
4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης?4 Megsokasítom utódodat, mint az ég csillagait, és utódaidnak adom majd mindezeket az országokat. Utódodban nyer áldást a föld minden népe,
5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου.5 mert Ábrahám engedelmeskedett szavamnak, megtartotta parancsolataimat és rendeleteimet, megtartotta szertartásaimat és törvényeimet.«
6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις.6 Izsák tehát Gerárban lakott.
7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν.7 Amikor aztán ennek a helynek a férfiai a felesége felől kérdezősködtek, ő így felelt: »A húgom ő.« Félt ugyanis megmondani, hogy a felesége, mert attól tartott, hogy annak szépsége miatt megölik őt.
8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου.8 Amikor már sok nap elmúlt, miközben ott tartózkodott, egyszer Abimelek, a filiszteusok királya kitekintett az ablakon, és meglátta, hogy kedveskedik Rebekkával, a feleségével.
9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης.9 Odahívatta erre őt, és azt mondta neki: »Nyilvánvaló, hogy a feleséged ő. Miért hazudtad húgodnak?« Ekkor így felelt: »Féltem, hogy meghalok miatta.«
10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν.10 Azt mondta erre Abimelek: »Miért szedtél rá minket? Valaki a nép közül elcsábíthatta volna a feleségedet, s nagy bűnt hoztál volna ránk!« Megparancsolta tehát az egész népnek:
11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη.11 »Aki ennek az embernek a feleségét érinti, halállal lakol!«
12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος.12 Izsák aztán vetett azon a földön, s százannyit aratott abban az esztendőben, mert megáldotta őt az Úr.
13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα?13 Meg is gazdagodott, és egyre csak gyarapodott, növekedett, míg végül igen tehetőssé lett:
14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι.14 volt neki juhnyája, marhacsordája és igen sok szolgája. A filiszteusok ezért irigykedtek rá,
15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα.15 és azokat a kutakat, amelyeket atyjának, Ábrahámnak szolgái ástak Ábrahám napjaiban, mind betömték, behányták földdel,
16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα.16 úgyhogy maga Abimelek mondta Izsáknak: »Távozz el tőlünk, mert túl hatalmas lettél számunkra!«
17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει.17 Erre eltávozott, hogy Gerár völgyébe menjen, és ott lakjon.
18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα.18 Aztán újra kiásta azokat a kutakat, amelyeket apjának, Ábrahámnak napjaiban ástak, s amelyeket annak halála után a filiszteusok betömtek. Ugyanazokat a neveket adta nekik, amelyeket egykor az apja adott nekik.
19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος.19 Izsák szolgái a völgyben is ástak, és megtalálták ott az élő víz kútját.
20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου.20 De ott is civakodni kezdtek Gerár pásztorai Izsák pásztoraival: »Miénk a víz!« Ezért arról, ami ott történt, elnevezte a kutat Eszeknek (azaz Civakodásnak), mivel civakodtak vele.
21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα.21 Másikat is ástak, amiatt is civakodtak, ezért elnevezte azt Szitnának (azaz Ellenségeskedésnek).
22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης.22 Erre elment onnan, és ásott egy másik kutat. Emiatt nem civakodtak, elnevezte tehát Rehobótnak (azaz Tágas térnek) mondván: »Most tágas teret adott az Úr nekünk, s megadta, hogy sokasodjunk ezen a földön.«
23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε.23 Onnan aztán felment Beersebába.
24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου.24 Ott még azon az éjszakán megjelent neki az Úr, és azt mondta: »Én vagyok atyádnak, Ábrahámnak Istene. Ne félj, mert én veled vagyok: megáldalak, és megsokasítom utódodat szolgámnak, Ábrahámnak kedvéért!«
25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ.25 Erre ő oltárt épített ott, s miután segítségül hívta az Úr nevét, leverte sátrát, és Izsák szolgái kutat ástak ott is.
26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου.26 Amikor aztán odajött Gerárból Abimelek, és a barátja, Achuzát, valamint hadvezére, Píkol,
27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας;27 Izsák így szólt hozzájuk: »Miért jöttetek hozzám, ahhoz az emberhez, akit gyűlöltök, s elkergettetek magatok közül?«
28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου,28 Azok így feleltek: »Láttuk, hogy veled van az Úr, ezért azt mondtuk: Legyen eskü köztünk, kössünk szövetséget,
29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου.29 hogy nem teszel semmi rosszat ellenünk, mint ahogy mi sem bántottuk semmidet, és semmit sem tettünk ártalmadra, hanem békességgel bocsátottunk el téged, akit naggyá tett az Úr áldása!«
30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον.30 Erre ő lakomát készített nekik, aztán ettek és ittak.
31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη.31 Reggel pedig felkeltek, esküt tettek egymásnak, aztán Izsák elbocsátotta őket békességgel a lakóhelyükre.
32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ.32 És íme, még aznap eljöttek Izsák szolgái, és hírt hoztak neki a kútról, amelyet ástak: »Találtunk vizet.«
33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον.33 Erre ő elnevezte azt Sebuának (ami Bőséget jelent), ezért a városnak Beerseba a neve mind a mai napig.
34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου?34 Ézsau pedig negyvenesztendős korában feleségül vette Juditot, a hetita Beeri lányát, és Bászemátot, a hetita Élon lányát.
35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν.35 Mindketten keserűséget okoztak Izsák és Rebekka lelkének.