Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Rut 1


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 OR al tempo che i Giudici giudicavano, fu una fame nel paese. E un uomo di Bet-lehem di Giuda andò a dimorare nelle contrade di Moab, con la sua moglie, e con due suoi figliuoli.1 Και εν ταις ημεραις καθ' ας οι κριται εκρινον, εγεινε πεινα εν τη γη. Και υπηγεν ανθρωπος τις απο Βηθλεεμ Ιουδα να παροικηση εν γη Μωαβ, αυτος και η γυνη αυτου και οι δυο υιοι αυτου.
2 E il nome di quell’uomo era Elimelec, e il nome della sua moglie Naomi, e i nomi de’ suoi due figliuoli Malon e Chilion; ed erano Efratei, da Bet-lehem di Giuda. Vennero adunque nelle contrade di Moab, e stettero quivi.2 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ελιμελεχ, και το ονομα της γυναικος αυτου Ναομι, και το ονομα των δυο υιων αυτου Μααλων και Χελαιων, Εφραθαιοι εκ Βηθλεεμ Ιουδα. Και ηλθον εις γην Μωαβ και ησαν εκει.
3 Or Elimelec, marito di Naomi, morì, ed essa rimase co’ suoi due figliuoli.3 Και απεθανεν Ελιμελεχ ο ανηρ της Ναομι? και εμεινεν αυτη και οι δυο υιοι αυτης.
4 Ed essi si presero delle mogli Moabite; il nome dell’una era Orpa, e il nome dell’altra Rut; e dimorarono quivi intorno a dieci anni.4 Και ουτοι ελαβον εις εαυτους γυναικας Μωαβιτιδας? το ονομα της μιας Ορφα και το ονομα της αλλης Ρουθ? και κατωκησαν εκει εως δεκα ετη.
5 Poi amendue, Malon e Chilion, morirono anch’essi; e quella donna rimase priva de’ suoi due figliuoli, e del suo marito5 Απεθανον δε αμφοτεροι, ο Μααλων και ο Χελαιων? και εστερηθη η γυνη των δυο υιων αυτης και του ανδρος αυτης.
6 Allora ella si levò, con le sue nuore, e se ne ritornò dalle contrade di Moab; perciocchè udì, nelle contrade di Moab, che il Signore avea visitato il suo popolo, dandogli del pane.6 Τοτε εσηκωθη αυτη και αι νυμφαι αυτης και επεστρεψαν εκ της γης Μωαβ? διοτι ηκουσεν εν γη Μωαβ, οτι επεσκεφθη ο Κυριος τον λαον αυτου διδων εις αυτους αρτον.
7 Ella adunque si partì dal luogo ove era stata, con le sue due nuore; ed erano in cammino, per ritornarsene al paese di Giuda.7 Και εξηλθεν εκ του τοπου οπου ητο, και αι δυο νυμφαι αυτης μετ' αυτης και επορευοντο την οδον δια να επιστρεψωσιν εις γην Ιουδα.
8 E Naomi disse alle sue due nuore: Andate, ritornatevene ciascuna alla casa di sua madre; il Signore usi inverso voi benignità, come voi l’avete usata inverso quelli che son morti, e inverso me.8 Ειπε δε η Ναομι προς τας δυο νυμφας αυτης, Υπαγετε, επιστρεψατε εκαστη εις τον οικον της μητρος αυτης. Ο Κυριος να καμη ελεος εις εσας, καθως σεις εκαμετε εις τους αποθανοντας και εις εμε?
9 Il Signore conceda a ciascuna di voi di trovar riposo nella casa del suo marito. E le baciò. Ed esse, alzata la voce, piansero.9 ο Κυριος να σας δωση να ευρητε αναπαυσιν, εκαστη εν τω οικω του ανδρος αυτης. Και εφιλησεν αυτας? και αυται υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
10 E le dissero: Anzi noi ritorneremo teco al tuo popolo.10 Και ειπον προς αυτην, Ουχι? αλλα μετα σου θελομεν επιστρεψει εις τον λαον σου.
11 Ma Naomi disse: Figliuole mie, ritornatevene; perchè verreste voi meco? ho io ancora de’ figliuoli in seno, che vi possano esser mariti?11 Και ειπεν η Ναομι, Επιστρεψατε, θυγατερες μου? δια τι να ελθητε μετ' εμου; μηπως εχω ετι υιους εν τη κοιλια μου, δια να γεινωσιν ανδρες σας;
12 Ritornate, figliuole mie, andate; perciocchè io son troppo vecchia, per rimaritarmi; e, benchè io dicessi d’averne speranza, e anche questa notte fossi maritata, e anche partorissi figliuoli,12 επιστρεψατε, θυγατερες μου, υπαγετε? διοτι εγηρασα και δεν ειμαι δια ανδρα? εαν ελεγον, Εχω ελπιδα, εαν μαλιστα υπανδρευομην ταυτην την νυκτα και εγεννων ετι υιους,
13 aspettereste voi per ciò finchè fossero diventati grandi? stareste voi per ciò a bada senza maritarvi? No, figliuole mie; benchè ciò mi sia cosa molto più amara che a voi; perciocchè la mano del Signore è stata stesa contro a me.13 σεις ηθελετε προσμενει αυτους εωσου μεγαλωσωσιν; ηθελετε δι' αυτους αναβαλει το να υπανδρευθητε; μη, θυγατερες μου? επειδη επικρανθην πολυ πλεον παρα σεις, οτι η χειρ του Κυριου εξηλθε κατ' εμου.
14 Allora esse alzarono la voce, e piansero di nuovo. E Orpa baciò la sua suocera; ma Rut restò appresso di lei.14 Εκειναι δε υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν παλιν? και κατεφιλησεν η Ορφα την πενθεραν αυτης? η δε Ρουθ επροσκολληθη εις αυτην.
15 E Naomi le disse: Ecco, la tua cognata se n’è ritornata al suo popolo, e a’ suoi dii; ritornatene dietro alla tua cognata.15 Και ειπεν η Ναομι, Ιδου, η συννυμφος σου επεστρεψε προς τον λαον αυτης και προς τους θεους αυτης? επιστρεψον και συ κατοπιν της συννυμφου σου.
16 Ma Rut rispose: Non pregarmi che io ti lasci, e me ne ritorni indietro da te: perciocchè dove tu andrai, andrò anch’io, e dove tu albergherai, albergherò anch’io; il tuo popolo è il mio popolo, e il tuo Dio è il mio Dio.16 Αλλ' η Ρουθ ειπε, Μη με αναγκαζε να σε αφησω, δια να αναχωρησω απ' οπισθεν σου? διοτι οπου αν συ υπαγης, και εγω θελω υπαγει? και οπου αν συ παραμεινης, και εγω θελω παραμεινει? ο λαος σου, λαος μου, και ο Θεος σου, Θεος μου?
17 Dove tu morrai, morrò anch’io, e quivi sarò seppellita. Così mi faccia il Signore, e così mi aggiunga, se altro che la morte fa la separazione fra me a te.17 οπου αν αποθανης, θελω αποθανει και εκει θελω ταφη? ουτω να καμη ο Κυριος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν αλλο τι παρα τον θανατον χωριση εμε απο σου.
18 Naomi adunque, veggendo ch’ella era ferma d’andar seco, restò di parlargliene18 Ιδουσα δε η Ναομι οτι αυτη διισχυριζετο να υπαγη μετ' αυτης, επαυσε να λαλη προς αυτην.
19 Così camminarono amendue, finchè giunsero in Bet-lehem. E, quando vi furono giunte, tutta la città si commosse per cagion loro; e le donne dicevano: E questa Naomi?19 Περιεπατησαν δε αμφοτεραι, εωσου εφθασαν εις Βηθλεεμ. Και οτε εφθασαν εις Βηθλεεμ, πασα η πολις συνεκινηθη δι' αυτας, και αι γυναικες ελεγον, Αυτη ειναι η Ναομι;
20 Ma ella disse loro: Non mi chiamate Naomi, anzi chiamatemi Mara; perciocchè l’Onnipotente mi ha fatto avere di grandi amaritudini.20 Και αυτη ειπε προς αυτας, Μη με ονομαζετε Ναομι? ονομαζετε με Μαρα? διοτι ο Παντοδυναμος με επικρανε σφοδρα?
21 Io me ne andai piena, e il Signore mi ha fatta ritornar vuota. Perchè mi chiamereste Naomi, poichè il Signore ha testimoniato contro a me, e l’Onnipotente mi ha afflitta?21 εγω πληρης ανεχωρησα, και κενην επανηγαγε με ο Κυριος? δια τι με ονομαζετε Ναομι, αφου ο Κυριος εμαρτυρησε κατ' εμου και ο Παντοδυναμος με κατεθλιψεν;
22 Naomi adunque se ne ritornò, con Rut Moabita, sua nuora, rivenendo dalle contrade di Moab. Ed esse arrivarono in Bet-lehem, in sul principio della ricolta degli orzi22 Επεστρεψε λοιπον η Ναομι, και μετ' αυτης Ρουθ η Μωαβιτις η νυμφη αυτης ελθουσα εκ γης Μωαβ? και αυται εφθασαν εις Βηθλεεμ εν τη αρχη του θερισμου των κριθων.